Για το βιβλίο του Πίτερ Χάρισον [Peter Harrison] «Οι επικράτειες της επιστήμης και της θρησκείας» (μτφρ. Δημήτρης Πετάκος, εκδ. Ροπή).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Στον κύκλο των ιστορικών της επιστήμης σήμερα, όσον αφορά τις σχέσεις επιστημών και θρησκείας, επικρατούσα είναι η «θέση της πολυπλοκότητας», σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει μια ενιαία και διαχρονική σχέση ανάμεσά τους, αλλά ιστορικά έχουν υπάρξει τόσο οι επιμέρους συγκρούσεις όσο και οι συμπορεύσεις, αλληλεπιδρώντας πάντα στενά με το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο. Υπόδειγμα αυτού αποτελεί το έργο του John Hedley Brooke, Επιστήμη και θρησκεία: μια ιστορική επισκόπηση (Π.Ε.Κ.), που κατέχει θέση κλασικού έργου αναφοράς πάνω στο θέμα.
Στη μονογραφία του Γαλιλαίος (Π.Ε.Κ.), ο Stillman Drake θα υποστηρίξει ότι σημαντικό λόγο για τη στερεοτυπική απεικόνιση του Γαλιλαίου ως ενός σώφρονος που έκανε παραχωρήσεις στον Πάπα, προέρχονταν από το γεγονός ότι όταν, κατά τον 19ο αιώνα, ήρθαν στο φως πολλά έγγραφα-ντοκουμέντα από τη δίκη του με την Ιερά Εξέταση, τότε κυριαρχούσε ήδη το στερεότυπο περί αναπόδραστης σύγκρουσης μεταξύ θρησκείας και επιστήμης, λόγω της τότε πρόσφατης διαμάχης με τον Δαρβίνο.
Η πραγμοποίηση της θρησκείας, όπως και αυτή της επιστήμης, συνδέεται με την κατάρρευση της αριστοτελικής αρετολογίας.
Επίσης σημαντικός είναι ο συλλογικός τόμος Ο Γαλιλαίος στη φυλακή: μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία (εκδ. Λογείον), που επιμελήθηκε ο Ronald L. Numbers, και αποδομεί παλαιούς και ανθεκτικούς μύθους υπό το φως των νέων στοιχείων. Στην ίδια «μυθοκτονική» παράδοση ιστοριογραφίας ανήκει και το βιβλίο του Peter Harrison, Οι επικράτειες της επιστήμης και της θρησκείας. Βασική θέση του παρόντος, το οποίο είναι αναθεωρημένη εκδοχή των Διαλέξεων Gifford στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργο το 2011, είναι ότι κατά τους Νεώτερους Χρόνους επικράτησε ένας συγκεκριμένος τρόπος χρήσης των εννοιών «επιστήμη» και «θρησκεία», που είναι ο τρόπος χρήσης που κυριαρχεί και σήμερα. Ο Harrison σκιαγραφεί την ιστορική πορεία που οδήγησε στην «πραγμοποίησή» τους, τη μετατροπή τους σε συγκεκριμένα πράγματα.
Η πραγμοποίηση της θρησκείας, όπως και αυτή της επιστήμης, συνδέεται με την κατάρρευση της αριστοτελικής αρετολογίας. Ακόμη, όταν η νεωτερική επιστήμη (γνωστή αρχικά ως «φυσική φιλοσοφία») έκανε τα πρώτα της βήματα, δέχτηκε σημαντική στήριξη από τη χριστιανική θεολογία. Από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, η χριστιανική φυσική θεολογία ήταν η συγκολλητική «κόλλα» των επιμέρους επιστημονικών κλάδων.
Επιπλέον, με τη νέα διαμόρφωση των όρων, η θρησκεία και η επιστήμη κατέληξαν να ορίζονται αντιθετικά: η θρησκεία θεωρήθηκε η αρνητική εικόνα της επιστήμης, πράγμα που έχει καταστεί σημαντικό για την ακεραιότητα των ορίων της επιστήμης. Τέλος, ο ιδεολογικός μύθος περί της «αιώνιας» διαμάχης επιστήμης με θρησκεία είναι όψιμο κατασκεύασμα του 19ου αιώνα.
Σήμερα, μας λέει ο Harrison, έχουμε συνήθως την τάση να βλέπουμε αναδρομικά την ιστορία σαν κάτι με γραμμική πορεία, οπότε φανταζόμαστε πως η επιστημονική πρόοδος ήταν κάτι που ήρθε γραμμικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το να μιλάμε για σύγκρουση ανάμεσα σ’ επιστήμη και θρησκεία στον Μεσαίωνα, είναι σαν να μιλάμε για πολεμική σύρραξη ανάμεσα σε κράτος του Ισραήλ με Αίγυπτο το 1600. Είναι αλήθεια ότι οι δύο περιοχές είχαν (π.χ. μορφολογικά) κοινά στοιχεία με σήμερα, ωστόσο δεν υπήρχαν αυτά που γνωρίζουμε σήμερα ως Ισραήλ και Αίγυπτο. Χρησιμοποιώντας αυτή την αναλογία του χάρτη, ο Harrison μας λέει ότι οι «επικράτειες» ήταν άλλοτε διαφορετικές.
Σήμερα, μας λέει ο Harrison, έχουμε συνήθως την τάση να βλέπουμε αναδρομικά την ιστορία σαν κάτι με γραμμική πορεία, οπότε φανταζόμαστε πως η επιστημονική πρόοδος ήταν κάτι που ήρθε γραμμικά. Όταν η πρόοδος όμως θεωρείται αναδρομικά σαν κάτι το αναπόφευκτο, τότε οι άνθρωποι εκ των υστέρων δεν σκέφτονται το ποιοι παράγοντες την ευνόησαν (π.χ. φυσική θεολογία), αλλά μάλλον το ποιοι παράγοντες την εμπόδισαν ή την επιβράδυναν.
Το αφήγημα των «τριών σταδίων»
Αυτό συμβαίνει και τώρα και, έτσι, έχουμε ακόμη το γνωστό και διαδεδομένο αφήγημα των «τριών σταδίων»:, σύμφωνα με αυτό, οι επιστήμες αναδύθηκαν όταν οι άνθρωποι παραμέρισαν τις μυθικοθρησκευτικές εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων και άρχισαν να αναζητούν φυσιοκρατικές (Αρχαιότητα), κατόπιν όμως ο Χριστιανισμός επιβράδυνε αυτή την πορεία για πολλά χρόνια, καθηλώνοντας την επιστήμη (Μεσαίωνας), η οποία ανακαλύφθηκε ξανά (Νεώτεροι Χρόνοι), με αποτέλεσμα την πρόοδο που έχουμε σήμερα.
Αυτό το τριμερές αφήγημα (αυγή-παρακμή-αναγέννηση) είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένο, παρότι πολλές πτυχές του είναι εσφαλμένες και έχουν καταρριφθεί προ πολλού. Ο Harrison παραθέτει αρχικά τη ρήση του φιλοσόφου Thomas Nagel, ότι πολλοί φιλόσοφοι παρασύρονται σε μιαν αναχρονιστική κατανόηση της αρχαίας φιλοσοφίας. Μια πιο προσεκτική έρευνα στα κείμενα (ακριβέστερα: στα σωσμένα σ’ εμάς αποσπάσματα) των Προσωκρατικών, αποκαλύπτουν ότι αυτά βρίθουν θρησκευτικών αναφορών.
Αλλά και αργότερα, είτε μιλάμε για την κλασική φιλοσοφική σκέψη των Σωκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, είτε για τον Στωικισμό, οι φυσιοκρατικές ερμηνείες της πραγματικότητας κατά κανόνα δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τις μυθικοθρησκευτικές, αλλά συνδυάζονται με αυτές αρμονικά.
Κάτι άλλο που λησμονεί το αφήγημα των τριών σταδίων, είναι η «ολιστική» τάση όλων των αρχαίων φιλοσόφων. Συγκεκριμένα, οι αρχαίοι φιλόσοφοι συνδύαζαν τη «φιλοσοφία» με την «επιστήμη» (αναχρονιστική και καταχρηστική η διάκριση) διότι αναζητούσαν τη θεϊκή τάξη και την κατάκτηση του ευ ζην. Αντίστοιχα, στη χριστιανική-εκκλησιαστική παράδοση, η αναζήτηση της γνώσης συνέχιζε να βαδίζει χέρι-χέρι με την αναζήτηση της προσωπικής ηθικής τελείωσης.
Κάτι τέτοιο αποκαλύπτει λιγότερο μια σφοδρή σύγκρουση και περισσότερο μια αρμονική μετατόπιση ανάμεσα σε αρχαία φιλοσοφία και Χριστιανισμό, μιας και αμφότεροι θεωρούσαν τη μελέτη του φυσικού κόσμου ως κάτι αδιάσπαστα συνδεδεμένο με αναζήτηση ηθικής τάξης και ηθική καλλιέργεια του αναζητητή. Αυτό είναι σημαντικά διαφορετικό από τη νεωτερική φιλοσοφία και επιστήμη, που αναζητούν την αλήθεια κάνοντας μεθοδολογική διάκριση αυτής από την ηθική. Κάποια στιγμή στη νεωτερική σκέψη, για πρώτη φορά, το Είναι άρχισε να διακρίνεται μεθοδολογικά από το Δέον.
Πώς όμως κατανοούσε τον κόσμο ο μεσαιωνικός Χριστιανισμός; Ήδη από νωρίς, λέει ο Harrison, από την εποχή του Αγίου Αυγουστίνου, εμφανίστηκε το μοτίβο παρομοίωσης της φύσης με τη Βίβλο. Τόσο η φύση όσο και η Βίβλος αντιμετωπίζονταν με μια διάθεση πολυπρισματικής ερμηνευτικής. Με αυτό το μοτίβο, η φύση παραβαλλόταν με μια ιερή «γραφή», διότι κάθε πλάσμα της έχει σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να φανερώνει τη θεϊκή αλήθεια.
Ολόκληρος ο φυσικός και αισθητός κόσμος νοούνταν, έτσι, σαν ένα σύστημα αποκαλυπτικών συμβόλων του Θεού. Για παράδειγμα, ο πελεκάνος αναπαριστούσε τον Ιησού Χριστό, διότι αναβίωνε τα μικρά του έπειτα από τρεις ημέρες, όπως ο Χριστός μας προσφέρει τη σωτηρία μετά την τριήμερα ταφή του.
Είτε για τη βιβλική ερμηνευτική, είτε για τη φύση, η αναζήτηση γνώσης αποσκοπούσε πρωτίστως στην αναζήτηση της προσωπικής ηθικής τελείωσης του ανθρώπου.
Κοντολογίς, η κατανόηση της φύσης δεν εδραζόταν σε αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ φαινομένων, αλλά σε υψηλά ηθικά και θεολογικά νοήματα. Αντίστοιχα, όσον αφορά στην Αγία Γραφή, κατά τη μεσαιωνική εποχή των εκκλησιαστικών πατέρων, κυρίως μετά τον Ωριγένη, αναπτύχθηκαν μάλιστα τρίπτυχα και τετράπτυχα βιβλικής ερμηνευτικής. Το πιο κοινό από αυτά διέκρινε τέσσερα νοηματικά επίπεδα, τα οποία δεν συγκρούονταν μεταξύ τους, αλλά λειτουργούσαν με συμπληρωματικό τρόπο: το ιστορικό/κυριολεκτικό (προφανή συμφραζόμενα), το τροπολογικό (ηθική εφαρμογή του χωρίου στην πράξη), το αναγωγικό (σχέση του χωρίου με την παραδείσια πρόγευση), και τέλος, το αλληγορικό (τοποθέτηση του Χριστού στο ιστορικό κέντρο). Για παράδειγμα, η λέξη «Ιερουσαλήμ» μπορούσε να σημαίνει παράλληλα την πόλη των Εβραίων (κυριολεκτικά), την ανθρώπινη ψυχή (ηθικοπρακτικά), τον παράδεισο (αναγωγικά) και την Εκκλησία του Χριστού (αλληγορικά). Είτε για τη βιβλική ερμηνευτική, είτε για τη φύση, η αναζήτηση γνώσης αποσκοπούσε πρωτίστως στην αναζήτηση της προσωπικής ηθικής τελείωσης του ανθρώπου.
Στο πλαίσιο αυτό, τα βιβλία-χειρόγραφα, ιδιαίτερα δυσεύρετα και σπάνια, δεν ήταν τόσο ένα σώμα αποθησαυρισμένων γνώσεων αλλά ένα βοήθημα για την ηθική τελειοποίηση του αναγνώστη τους. Η κατανόηση του κόσμου και της Γραφής, όμως, προσέκρουε σε κάποια όρια: αυτά ήταν τα γνωστικά ελλείμματα των ανθρώπων, για τα οποία αίτιο θεωρήθηκε η Πτώση των Πρωτοπλάστων.
Από τον 17ο αιώνα και στο εξής, η μελέτη της φύσης θα είναι διαχωρισμένη από τη βιβλική θεολογία.
Σύμφωνα με τον Harrison, όλη αυτή η προοπτική μεταβλήθηκε άρδην μετά την Αναγέννηση και, ακόμη περισσότερο, μετά την προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Αμφότερες έθεσαν τέλος στην αναζήτηση πολλαπλώς και αλληγορικών ερμηνειών μέσα στη φύση και στη Βίβλο. Ακριβώς επειδή η προσέγγιση της φύσης και η προσέγγιση της Βίβλου ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένες για τον μορφωμένο μεσαιωνικό Χριστιανό, ο οποίος έτεινε να «αποκρυπτογραφεί» και στις δύο τα διακριτικά αλλά σαφή «ίχνη» της θεϊκής παρουσίας, μια ενδεχόμενη μεταβολή στην προσέγγιση της μίας θα έφερε αναγκαστικά συνέπειες και στην προσέγγιση της άλλης.
Έτσι, η προτεσταντική θεολογική αρχή της «sola scriptura» υπέθετε ότι το νόημα των βιβλικών χωρίων είναι ξεκάθαρο και μονοσήμαντο, οπότε δεν χρειάζεται ερμηνείες. Με τη σειρά της, η φύση, κατά τον 17ο αιώνα και υπό την επίδραση της Μεταρρύθμισης και της Επιστημονικής Επανάστασης, διαχωρίστηκε από το ιερό βιβλίο, με το σκεπτικό πρέπει να μελετώνται με διαφορετικές μεθόδους. Αυτό σήμαινε το τέλος ενός καθολικού ερμηνευτικού συστήματος που ίσχυε παντού.
Από τον 17ο αιώνα και στο εξής, η μελέτη της φύσης θα είναι διαχωρισμένη από τη βιβλική θεολογία. Ωστόσο, αυτός ο χωρισμός δεν θα σημάνει κάποια τάση σύγκρουσης αλλά, αντίθετα, μια νέα συνεργασία αυτών των δύο τομέων.
Συγκεκριμένα, η φυσική θεολογία, αυτή η αναζήτηση ορθολογικών επιχειρημάτων υπέρ του Θεού και της θεϊκής πρόνοιας μέσα από τη γνώση της φύσης, αποτέλεσε έκτοτε το ευρύτερο ενοποιητικό πλαίσιο της νεογέννητης, τότε, πειραματικής και μαθηματικής επιστήμης, αποκορύφωμα της οποίας ήταν τα Philosophiae naturalis principia mathematica (1687) του Νεύτωνα.
Η θεολογική σημασία των δημιουργημάτων δεν γίνεται πια κατανοητή αλληγορικά αλλά με αναφορές στον τρόπο που σχεδιάστηκαν από τον Θεό. Σχηματικά, μπορεί κανείς να πει ότι η χριστιανική και αριστοτελική «εσωτερικότητα» έδωσε τελικά τη θέση της στην προτεσταντική και φυσικοεπιστημονική «εξωτερίκευση». Τι σημαίνει αυτό; Ότι έως τότε τόσο η «επιστήμη» (scientia) όσο και η «θρησκεία» (religio) προηγουμένως περιγράφονταν ως ανθρώπινες εσωτερικές ιδιότητες που διαθέτει ή στερείται κάποιος.
Η μεν επιστήμη ερευνούσε εσωτερικές τάσεις των όντων και, άρα, ήταν (αριστοτελικά) μια διανοητική αρετή, η δε πίστη ήταν μια ηθική αρετή. Από τον 17ο αιώνα, και χάρη αφενός στη θεολογική έμφαση του Προτεσταντισμού στο βιβλικό κείμενο, και αφετέρου στην καινοτόμα εφεύρεση της τυπογραφίας, αμφότερες αρχίζουν να προσλαμβάνουν μια νέα σημασία που προσιδιάζει αρκετά στη σημερινή.
Η επιστήμη έγινε έρευνα όχι κάποιων «εσωτερικών τάσεων» (αυτό άρχισε να θεωρείται βλασφημία, γιατί έδινε την υποψία της αυτοδυναμίας του φυσικού κόσμου δίχως τον Θεό), αλλά εξωτερικών «νόμων» που είχε βάλει μέσα στον φυσικό κόσμο ο θείος Νομοθέτης, ο οποίος και εξακολουθούσε να τον συντηρεί αδιάκοπα.
Η αλληγορική ερμηνεία καταγγελλόταν πλέον σαν απαράδεκτη «ειδωλολατρία».
Αντίστοιχα, καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η πίστη γινόταν αντιληπτή ως εμπιστοσύνη. Από τη Μεταρρύθμιση, όμως, και έπειτα, η πίστη αρχίζει να γίνεται κατανοητή ως συγκατάθεση σε ένα σώμα ιδεών, το οποίο με τη σειρά του στηρίζεται σε ένα σύνολο προτάσεων του γραπτού λόγου ενός κειμένου (Βίβλος). Η αλληγορική ερμηνεία καταγγελλόταν πλέον σαν απαράδεκτη «ειδωλολατρία». Βέβαια, η παλιά «εσωτερική» ιδέα για τη θρησκεία δεν εξαφανίστηκε ολότελα. Ίχνη της βρίσκουμε, μεταξύ άλλων στον πουριτανισμό, τον μεθοδισμό και στα συγγράμματα των Schleiermacher και Kierkegaard.
Πάντως, η θρησκεία ορίζεται πλέον κατά κανόνα σαν κάτι που χρησιμεύει ως εξήγηση για τα ιστορικά γεγονότα και μπορεί να εξηγηθεί και το ίδιο, με τη σειρά του, από τις κοινωνικές επιστήμες. Στον 17ο αιώνα έφερε και την αντίληψη ότι η ανθρώπινη ιστορία προχωρεί προοδευτικά, βάσει αντικειμενικών νόμων. Η γνωστική πρόοδος, από ατομική ηθική βελτίωση, που λογιζόταν έως τότε, μετετράπη σε μια κοινή πορεία βελτίωσης όλης της κοινωνίας. Πρόκειται για εκκοσμίκευση της θεολογικής έννοιας της εσχατολογίας.
Βέβαια, δεν έλειψαν διανοητές που επιχειρηματολογούσαν ενάντια στη, νεότευκτη τότε, πειραματική επιστήμη, λέγοντας ότι αυτή έχει αποτύχει οικτρά να συμβάλλει στην ηθική μας διαμόρφωση, αλλά και ότι δεν έχει καταστήσει εφικτή τη βελτίωση των συνθηκών του βίου μας. Ως απάντηση, οι υποστηρικτές της προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι αυτή συμβάλλει στην ανάδειξη, μέσω νόμων, του θεϊκού μεγαλείου μέσα στη φύση, επικαλούμενοι κάτι που τότε εθεωρείτο γενικά αξιοσέβαστο (Χριστιανισμός) για να στηρίξουν κάτι αμφιλεγόμενο (φυσική).
Αν και η νοηματοδότηση «θρησκείας» και «επιστήμης» ακολούθησε παράλληλες διαδικασίες, υπάρχουν μερικές σημαντικές διαφορές.
Σήμερα, οι όροι έχουν αντιστραφεί ριζικά και είναι οι απολογητές του Χριστιανισμού, και των θρησκειών γενικότερα, που επιχειρούν να κατοχυρώσουν την αξία του, επικαλούμενοι τη συμβατότητα με τις φυσικές επιστήμες. Ο πρωτόπλαστος Αδάμ πιστευόταν ότι κατείχε όλη τη γνώση της φύσης, την οποία έχασε όταν διέπραξε το προπατορικό αμάρτημα. Στόχος της (ως έναν βαθμό) «προτεσταντικής» επιστήμης του 17ου αιώνα υπήρξε η αποκατάσταση της αδαμιαίας γνώσης.
Αν η επιστήμη σήμερα χαρακτηρίζεται από μια κατακτητική διάθεση («επιστημικό ιμπεριαλισμό» το ονομάζει ο Harrison), πρόκειται για κάτι που της έχει κληροδοτήσει η φυσική θεολογία του 18ου αιώνα, από την οποία και προέκυψε. Πιο απλά, η επιστήμη κληρονόμησε το επιστημικό κύρος που κατείχε άλλοτε η θεολογία, και γι’ αυτό οι πιο απόλυτοι ισχυρισμοί σχετικά με την επιστημονική γνώση διακατέχονται από μια πνοή δογματισμού θεολογικής προέλευσης.
Αν και η νοηματοδότηση «θρησκείας» και «επιστήμης» ακολούθησε παράλληλες διαδικασίες, υπάρχουν μερικές σημαντικές διαφορές. Η βασικότερη διαφορά είναι ότι η επιστήμη δεν απέκτησε τη σημερινή της σημασία στον 17ο αιώνα και εν πολλοίς ακούσια, όπως η θρησκεία, αλλά την προσέλαβε, και μάλιστα με συνειδητό και συστηματικό τρόπο, μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με τη μετατροπή της επιστήμης από δραστηριότητα σε εξειδικευμένο επάγγελμα και την αναγνώριση κανόνων που στοχαστές σαν τον Max Weber (πρβλ το έργο του Η επιστήμη ως επάγγελμα) αναγνώρισαν ως αδυναμία της να μας προσφέρει άμεσα ηθική καθοδήγηση.
Ο Πίτερ Χάρισον είναι πρώην καθηγητής επιστήμης και θρησκείας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και επί του παρόντος είναι καθηγητής έρευνας και διευθυντής στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Queensland. Το 2011 ήταν Λέκτορας των Διαλέξεων Gifford στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και κατέχει τον τίτλο του Senior Rese. |
Ο Harrison εξηγεί ότι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σηματοδότησε τόσο τη συγκρότηση της νέας, σχεδόν σημερινής αντίληψης περί επιστήμης, όσο και την παρακμή της φυσικής θεολογίας δύο αιώνων. Μιλάει για τη αυστηροποίηση των κανόνων συμμετοχής στη Βασιλική Ακαδημία (δεχόταν πλέον όλο και λιγότερους ερασιτέχνες-«φυσιογνώστες» και επίσης όλο και μικρότερο αριθμό ιερωμένων), για τον ρόλο Βρετανών διανοουμένων, όπως ο T.H. Huxley, στην καθιέρωση του σύγχρονου επαγγελματία επιστήμονα που αναζητά αποκλειστικά την αλήθεια, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ηθική σκοπιμότητα.
Μήπως λοιπόν κύριο ρόλο διαδραμάτισαν εδώ οι πρωτοποριακές ανακαλύψεις του Δαρβίνου (εξέλιξη έμβιων ειδών μέσω φυσικής επιλογής), λειτουργώντας ως αφορμή για το μεγάλο και εχθρικό «διαζύγιο» θρησκείας και επιστήμης, με τη δεύτερη να αυτονομείται μεθοδολογικά εναντίον της πρώτης; Το βέβαιο είναι ότι η επιστήμη, με τη σύγχρονη σημασία του όρου, συγκροτήθηκε εξαρχής έτσι ώστε να αντιδιαστέλλεται και να εναντιώνεται στη θρησκεία. Έτσι προέκυψε και το ιδεολογικό αφήγημα της «αιώνιας σύγκρουσης», με όλη την ανθρώπινη ιστορία να συλλαμβάνεται αναδρομικά σαν επιβεβαίωσή του.
Θεμέλιο υπήρξε η δημοφιλής άποψη του Comte ότι η ανθρωπότητα διέτρεξε πρώτα το «θεολογικό» στάδιο, έπειτα το «μεταφυσικό» και κατόπιν το «επιστημονικό». Το αφήγημα όριζε επίσης ότι οι λαμπροί επιστήμονες/εξαιρέσεις φιμώνονταν άλλοτε από τις θρησκείες, σήμερα όμως βρισκόμαστε πια στο επιστημονικό στάδιο, οπότε οι θρησκείες ανήκουν στο παρελθόν.
Πάντως, η επιστήμη αποσκοπεί σήμερα αποκλειστικά στην αλήθεια και όχι σε ηθικές ή θεολογικές κρίσεις.
Ο Αγγλο-Αμερικανός χημικός J. W. Draper και, είκοσι χρόνια αργότερα, ο Αμερικανός ιστορικός A. D. White, ήταν οι δύο συγγραφείς που κατασκεύασαν τους περισσότερους ιδεολογικούς του μύθους, κάποιοι εκ των οποίων είναι εντελώς ψευδείς (π.χ. ότι στον Μεσαίωνα κυριαρχούσε ανάμεσα στους καλλιεργημένους ο επιπεδισμός), ενώ άλλοι έχον βάσεις αλλά παραποιούν σε νευραλγικά σημεία την ιστορία (π.χ. δίκη Γαλιλαίου).
Πάντως, η επιστήμη αποσκοπεί σήμερα αποκλειστικά στην αλήθεια και όχι σε ηθικές ή θεολογικές κρίσεις. Αυτό δεν σημαίνει πως η αλήθεια είναι η μοναδική της κατοχύρωση: το δίχως άλλο, ένας τέτοιος ισχυρισμός θα παρέβλεπε το πλήθος των τεχνικών εφαρμογών που άλλαξαν (και εξακολουθούν ν’ αλλάζουν) τη ζωή μας άρδην.
Σύμφωνα με τον Harrison, όσοι, επιχειρώντας να υπερασπισθούν ένα θρήσκευμα, τονίζουν ότι η επιστήμη ευνοεί τη θρησκευτική πίστη, στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ενισχύουν τις ίδιες ακριβώς συνθήκες που καθιστούν πιθανή τη σύγκρουση.
Μπορούμε άραγε να καταργήσουμε εντελώς τις έννοιες «θρησκεία» και «επιστήμη»;
Ύστερα από όλα αυτά, λοιπόν, τι μπορεί να γίνει; Μπορούμε άραγε να καταργήσουμε εντελώς τις έννοιες «θρησκεία» και «επιστήμη»; Ο Harrison απαντά ότι μια τέτοια επιλογή δεν είναι ρεαλιστική. Ωστόσο, δεν είναι αδύνατο να τις «εκλεπτύνουμε», θεώμενοι με νέο τρόπο τις γνωστές κατηγορίες της εποχής μας (εδώ, ο Νέος Αθεϊσμός είναι ίσως το πιο γνωστό κίνημα παγκοσμίως) εναντίον των επιμέρους θρησκειών. Παρακολουθώντας τη διαμόρφωση μιας κατάστασης, συλλαμβάνουμε το ζήτημα ευρύτερα, πράγμα που μπορεί να γεννήσει κάποτε και τις προοπτικές για κάτι διαφορετικό. Επηρεασμένος από το φιλοσοφικό έργο του Σκώτου φιλοσόφου Alasdair Macintyre Μετά την αρετή, ο Harrison διατείνεται πως η «δυστοπική» εικόνα για τον κατακερματισμό της ηθικής μας σκέψης, στην αρχή του βιβλίου του Macintyre, στην πραγματικότητα ισχύει (και) αναφορικά με την επιστήμη.
Σήμερα, λέει ο Harrison, δεν υπάρχει κανένας παράγοντας ενοποίησης όλων των επιστημών σε μια συνολική κοσμοθεωρία, όπως υπήρχε, για παράδειγμα, τον 17ο αιώνα, η φυσική θεολογία. Σήμερα, ζούμε τον κατακερματισμό των επιστημών σε πολλούς επιμέρους κλάδους και χωρίς έναν ενιαίο καθοδηγητικό μίτο ανάμεσά τους. Βέβαια, δεν λείπουν και οι φιλόδοξοι υποψήφιοι:
«Ο νατουραλισμός ή αθεϊσμός μπορεί να εκτελέσει αυτόν τον ρόλο, Ένας λόγος, όμως για να αμφισβητηθεί, σχετίζεται με τη γενική διανοητική δυσκολία του αθεϊσμού ως ιδεολογίας (εν αντιθέσει με την προσωπική πεποίθηση), μιας και εξαρτάται από τις πιο συστηματικές δομές πίστης που αναζητά να καταργήσει. Με άλλα λόγια, ο ιδεολογικός αθεϊσμός είναι παρασιτικός σε σχέση με τη σύγχρονη κατασκευή της «θρησκείας», η οποία γίνεται αντιληπτή ως συγκρότηση προτασιακών πεποιθήσεων που απαιτούν λογική δικαιολόγηση» (σελ. 385).
Αυτή η ιστορική επισκόπηση έχει τις συνέπειές της, εξηγεί ο Harrison (πρβλ επίσης το εκλαϊκευμένο άρθρο του «Why religion is not going away and science will not destroy it»): όχι μονάχα καταδεικνύει ψευδές κάθε ιδεολογικό αφήγημα που θέλει επιστήμη και θρησκεία να έχουν μια συγκεκριμένη (συγκρουσιακή ή συνεργατική) σχέση διαχρονικά, αλλά και αποκλείει την πιθανότητα εύρεσης μιας επιστημονικής «εξήγησης» του θρησκευτικού συνολικά (αφού αυτές προέκυψαν από τη συγκεκριμένη ιστορική διαδικασία που σκιαγραφήθηκε προηγουμένως), αν και δεν αποκλείει την εξήγηση των διαφορετικών του συνιστωσών. Σύμφωνα πάντα με τον Harrison:
«Ενώ στις δημοφιλείς διαμάχες μεταξύ της επιστήμης και της θρησκείας η προσοχή φαινομενικά δίνεται σε πραγματολογικούς ισχυρισμούς για τον φυσικό κόσμο, τέτοιου είδους διαξιφισμοί συχνά είναι κομιστές βαθιά ριζωμένων ιδεολογικών ή, με την ευρύτερη έννοια, «θεολογικών» διαμαχών […] Τέτοιου είδους συγκρούσεις είναι ανεπίλυτες, όχι επειδή υπάρχει κάποια εγγενής ασυμβατότητα ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία αλλά επειδή τα υποκείμενα συστήματα αξιών –τα οποία αποτελούν κάποιου είδους «φυσικές θεολογίες»– είναι τελικά ασύμβατα» (σελ. 384-385).
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.