Για τη συλλογή ιστοριών του Ντ. Χ. Λώρενς Τρεις Ιστορίες (μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Κουκούτσι)
Του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου
Τα βιβλία του Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λώρενς (1885-1930) προκαλούσαν τα λιμνάζοντα σεξουαλικά ήθη της εποχής, τα οποία αποτυπώνονταν όχι μόνο στις κοινωνικές αγκυλώσεις κοινών μα ανομολόγητων μυστικών, αλλά και στις κυρίαρχες λογοτεχνικές απεικονίσεις του έρωτα και του σαρκικού πόθου. Με γλώσσα εντέχνως σκανδαλώδη για τους συγκαιρινούς του αναγνώστες, σκιαγράφησε και ανέδειξε με ευθύ και απροκάλυπτο τρόπο την αδιάσπαστα ακόρεστη ψυχοσωματικότητα του ανθρώπου και την περιπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων, τις ευτράπελες αλλά και δυσάρεστες παλινωδίες τις οποίες όλοι γνωρίζουν αλλά προτιμούν να κρύβουν κάτω από το παχύ χαλάκι του διαδρόμου.
Στις Τρεις ιστορίες, που κυκλοφορούν σε πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου από τις καλαίσθητες εκδόσεις Κουκούτσι και, όπως εύλογα θα περίμενε κανείς, περιλαμβάνουν τρεις ιστορίες του συγγραφέα, διακρίνονται ξεκάθαρα ορισμένες από αυτές τις στοχεύσεις, μολονότι με πιο κομψό και λεπταίσθητο τρόπο και όχι με την περιγραφική δριμύτητα άλλων έργων του, όπως για παράδειγμα του εμβληματικού Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι.
Με γλώσσα εντέχνως σκανδαλώδη για τους συγκαιρινούς του αναγνώστες, σκιαγράφησε και ανέδειξε με ευθύ και απροκάλυπτο τρόπο την αδιάσπαστα ακόρεστη ψυχοσωματικότητα του ανθρώπου και την περιπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων.
Στην πρώτη ιστορία, μια Αμερικανίδα σύζυγος και μητέρα προσβλέπει και προσφεύγει στον μεσογειακό ήλιο για τη βελτίωση της υγείας της, αφήνοντας πίσω στην πατρίδα για λίγο καιρό τον σύζυγό της. Η οξυμμένη και βοερή φύση, η ορμητική αλμύρα του κύματος, ο τσιτσιριστός μαυλιστικός ήλιος, αναζωπυρώνουν τη νεκρωμένη ερωτική της επιθυμία, απομακρύνοντάς την πλέον και νοερά από την οικογενειακή εστία και τις απαράβατες υποχρεώσεις της. Ο ήλιος είναι ο πρώτος επίδοξος εραστής: χυμώδης, θρασύς, παντοτινός ηδονοβλεψίας, αδιάκριτος, τη χαϊδεύει χωρίς δεύτερη κουβέντα και χωρίς άδεια, ένας παλλόμενος αιματώδης θεός της έξαψης και της καρποφορίας, μαυρίζει τα μέλη της και γλυκαίνει την ψυχή της.
Δίνει ωστόσο σύντομα τη θέση του σε έναν ταπεινό χωρικό, που με τους άξεστους τρόπους του θέλγει τη γυναίκα με ένταση λησμονημένη και την παρακινεί σε σκέψεις που και το σχήμα τους μόνο είναι ικανό να ερυθριάσει μια καθωσπρέπει πιστή γυναίκα. Εδώ, η ερωτική περιπέτεια γίνεται όχημα μιας ρωμαλέας απόπειρας γυναικείας χειραφέτησης, αφού η ίδια απαρνείται, βουλητικά έστω, όχι μόνο τον ρόλο της συζύγου αλλά και αυτόν της μάνας, θέτοντας στο κέντρο των προτεραιοτήτων της το δικό της σώμα, τον δικό της νου, αποδεσμευμένα από τις ερήμην επιταγές της φύσης και της κοινωνίας, σε ένα τοπίο αντονιονικής περιπέτειας και περιπλάνησης χωρίς αποτέλεσμα ή προορισμό.
Στο δεύτερο διήγημα, ένας άντρας αγαπάει τα νησιά. Εκμισθώνει ένα μικρό κι έρημο και το κατοικεί, δημιουργώντας έτσι μια προσωπική Εδέμ, που τον τοποθετεί έξω από τον χρόνο, γεφυρώνοντάς τον με τη φύση και τον εαυτό του. Κάποια στιγμή θα παντρευτεί μια γυναίκα από το λιγοστό εργατικό προσωπικό, μηχανιστικά, αυτοματοποιημένα, χωρίς καμία επιθυμία, μα με μια ακόμα πιο ενισχυμένη πλέον ώθηση για απομάκρυνση, απομόνωση και ενδοσκόπηση. Θα αναζητήσει τη γαλήνη σε ένα τρίτο νησί, στο οποίο περιπλανάται, μοναχικός Αδάμ, παρατηρώντας την πλάση, πληθωρική, αισθαντικά περιγραφόμενη, να καταλαμβάνει τη θέση της γυναίκας, με έναν τρόπο όμως πιο υπερβατικό και διαχρονικό, μια σκιά που δεν μπορείς να αποφύγεις και αποβαίνει στο τέλος μονομανής και καταδικαστική.
Καθώς κοιτούσε, ο ουρανός σκοτείνιασε και ψύχρανε μυστηριωδώς. Από μακριά έφτανε το μουρμούρισμα του ανικανοποίητου κεραυνού, κι ήξερε ότι αυτό ήταν σημάδι πως το χιόνι στριφογύριζε πάνω από τη θάλασσα. Γύρισε κι ένιωσε την ανάσα του χιονιού πάνω του.
Και στις τρεις ιστορίες διακρίνεται ο κρίσιμος ρόλος της ερωτικής επιθυμίας, ακόμα και δια της απουσίας της ή συμβολοποιημένης, στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, ως κινητήρια δύναμη.
Στην τρίτη ιστορία, η σεξουαλική ή ερωτική διάθεση μεταβιβάζεται στα υλικά αποκτήματα που συλλέγει το μεσοαστικό ζεύγος, στο οποίο σκωπτικά αναφέρεται ο συγγραφέας ως «οι ιδεαλιστές». Γρήγορα όμως ακόμη κι αυτή η αίγλη εξασθενεί, σαν ένας γνώριμος εραστής που παύει πια να σου προσφέρει εκπλήξεις, και το ζεύγος ξεκινά να ταξιδεύει στις ΗΠΑ αναζητώντας νέα θέλγητρα και απολαύσεις, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει τα πράγματά του, στα οποία έχει επενδύσει χρόνια τρυφερότητας και ονειροπολήσεων.
Και στις τρεις ιστορίες διακρίνεται ο κρίσιμος ρόλος της ερωτικής επιθυμίας, ακόμα και δια της απουσίας της ή συμβολοποιημένης, στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, ως κινητήρια δύναμη αλλά και σημείο ελέγχου ή πίεσης, με γλώσσα μοντέρνα, ακριβή, ενίοτε λυρική ή δηκτική, πάντα όμως χαμηλότονη, εγκρατή και κομψή, χωρίς να λείπουν οι υπαινιγμοί για τις κωμικές και επιφανειακές συνιστώσες του σύγχρονου (όσον αφορά τον συγγραφέα αλλά και όχι μόνο) υπερυλιστικού τρόπου ζωής.
Το βαθύτερο σημείο σύγκλισής τους ωστόσο μπορεί να εντοπιστεί στο διαρκώς ανικανοποίητο της φύσης του ανθρώπου: η φυγή, η συνεχής αναζήτηση, η αδυναμία της εμπέδωσης του ανήκειν, η διαβρωτική δύναμη της συνήθειας είναι μοτίβα που υπερβαίνουν τον έρωτα και εμποτίζουν τον πυρήνα της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας και εμπειρίας, ένα πλέγμα επιθυμιών που εξαϋλώνονται με την επίτευξή τους ή άλλων που παραμένουν αιώνια κρύφιες κι αφανέρωτες. Ο άνθρωπος, εκ κατασκευής και εξ ανάγκης ανήσυχος, είναι ένας κεραυνός, που όσο αστράφτει εκκωφαντικά, σκορπώντας θεαματικούς εδώ κι εκεί σπινθήρες, τόσο συνεχίζει να μουρμουρίζει ανικανοποίητος.
* Στην κεντρική φωτογραφία πίνακας του Garry Shead
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ είναι συγγραφέας.
Μετάφραση - επίμετρο: Γιώργος Λαμπράκος
Σελ. 168, τιμή εκδότη €12,00