Για το βιβλίο του Νασίμ Νίκολας Ταλέμπ «Ο μαύρος κύκνος» (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, εκδ. Κλειδάριθμος).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών στη χώρα μας φαίνεται πως πολύ λίγοι είχαν προβλέψει. Ήταν, σε γενικές γραμμές, ένα απρόβλεπτο συμβάν, όπως αντίστοιχα η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η Ιρανική επανάσταση του 1979, το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, ο πόλεμος του Λιβάνου, καθώς και η πτώση του Τείχους του Βερολίνου με τη συνακόλουθη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Η θεωρία του «μαύρου κύκνου»
Πραγματικά, όλα τα παραπάνω υπήρξαν γεγονότα καθοριστικής σημασίας, εγγενώς απρόβλεπτα για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, εκ των υστέρων όμως αναλύθηκαν εκτενώς και περιγράφηκαν από πολλούς ως εύλογες συνέπειες μιας σειράς εξελίξεων, δηλαδή ως (αναδρομικά) προβλέψιμα. Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς, η ανάδυση του Χριστιανισμού και αργότερα η εξάπλωση του Ισλάμ, υπήρξαν επίσης απρόβλεπτα, καθοριστικής σημασίας για τον κόσμο, αλλά και αναδρομικά εξηγήσιμα.
Εν συντομία, όλα τους υπήρξαν αυτό που ο διεθνούς φήμης συγγραφέας Nassim Nicholas Taleb ονομάζει «μαύροι κύκνοι». Το βιβλίο στο οποίο διατυπώθηκε αρχικά η σχετική θεωρία του, το 2007, εκδίδεται ξανά στη γλώσσα μας, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, εμπλουτισμένο με ένα επίμετρο που ο συγγραφέας έγραψε το 2010.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Ταλέμπ, για να ονομασθεί κάτι «μαύρος κύκνος», πρέπει να διαθέτει τα τρία εξής χαρακτηριστικά: να είναι απροσδόκητο (τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειονότητα ημών), να έχει εξαιρετικής σημασίας συνέπειες, και να είναι αναδρομικά εξηγήσιμο.
Τι είναι λοιπόν ένας «μαύρος κύκνος»; Αρχικά, η έκφραση προέρχεται από τη γνωστή ρήση του Λατίνου σατιρικού ποιητή Ιουβενάλη, ο οποίος στο έργο του Saturae έγραψε κάποτε τη φράση «ένα σπάνιο πουλί στη γη, τόσο σπάνιο όσο ένας μαύρος κύκνος» («Rara avis in terris nigroque simillima cycno»). Η φράση απέκτησε διαστάσεις γνωμικού και δήλωνε το απίθανο, ώσπου, με την ανακάλυψη της Αυστραλίας, οι άνθρωποι έμαθαν με έκπληξη, γύρω στα 1697, ότι υπάρχουν πραγματικά μαύροι κύκνοι. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Ταλέμπ, για να ονομασθεί κάτι «μαύρος κύκνος», πρέπει να διαθέτει τα τρία εξής χαρακτηριστικά: να είναι απροσδόκητο (τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειονότητα ημών), να έχει εξαιρετικής σημασίας συνέπειες, και να είναι αναδρομικά εξηγήσιμο.
Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να ξαφνιαζόμαστε από την εμφάνιση των κάθε λογής μαύρων κύκνων; Γράφοντας με τρόπο έξυπνο, χιουμοριστικό και αυτοβιογραφικό, αλλά και δίχως να «μασάει τα λόγια του», ο Ταλέμπ εξηγεί ότι αυτό που μας καθιστά επιρρεπείς σε αυτό είναι ο «πλατωνισμός». «Πλατωνισμός» είναι η ανθρώπινη ροπή μας να χωρίζουμε την πραγματικότητα σε κάποιες καθαρές μορφές και κανόνες, από τις οποίες στη συνέχεια εξάγουμε συμπεράσματα για τον κόσμο, αναμένοντας ότι τα γεγονότα θα συμβαδίζουν με τα αφηρημένα σχήματα και τους κανόνες αυτούς.
Ουσιαστικά, είναι η τάση μας να συλλαμβάνουμε την πραγματικότητα από πάνω (θεωρητικές έννοιες, γενικεύσεις) προς τα κάτω (εμπειρία). Υπάρχουν άφθονοι λόγοι που ευνοείται αυτός ο τρόπος σκέψης από εμάς, μεταξύ των οποίων είναι: η προκατάληψη της επιβεβαίωσης, η αφηγηματική πλάνη, η αγνόηση των σιωπηλών τεκμηρίων, η άντληση ευχαρίστησης από μικρά και τακτικά πράγματα αντί για μεγάλα και σπάνια, όπως επίσης και η «επιστημική αλαζονεία» (η τάση μας να υπερεκτιμάμε το πόσα γνωρίζουμε). Ο Ταλέμπ αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην ανάλυση καθενός από αυτά.
Αν έχω διαμορφώσει μια γνώμη για τα πράγματα και, κατόπιν, αναζητήσω στοιχεία που να την επιβεβαιώνουν, είναι βέβαιο ότι θα τα βρω. Οτιδήποτε μπορεί να λειτουργήσει ως «επιβεβαίωση», όταν το βλέπω υπό αυτό το πρίσμα.
Για παράδειγμα, η προκατάληψη της επιβεβαίωσης είναι η προκατάληψη να αναζητάμε στοιχεία που να επαληθεύουν τις απόψεις μας. Αν έχω διαμορφώσει μια γνώμη για τα πράγματα και, κατόπιν, αναζητήσω στοιχεία που να την επιβεβαιώνουν, είναι βέβαιο ότι θα τα βρω. Οτιδήποτε μπορεί να λειτουργήσει ως «επιβεβαίωση», όταν το βλέπω υπό αυτό το πρίσμα. Για παράδειγμα, αν έχω διαμορφώσει την άποψη ότι δεν υπάρχουν κύκνοι που να έχουν μαύρο χρώμα, τότε αν δω, για παράδειγμα, ένα κόκκινο αυτοκίνητο, αυτό τυπικά αποτελεί επιβεβαίωση. Διότι η πρόταση «δεν υπάρχουν μαύροι κύκνοι ισοδυναμεί λογικά με την πρόταση «υπάρχουν μονάχα αντικείμενα που να μην είναι μαύροι κύκνοι», άρα κάθε φορά που βλέπω κάτι που δεν είναι μαύρος κύκνος, δικαιολογούμαι να το εκλαμβάνω ως επιβεβαίωση. Όσο παράλογο και αν μοιάζει, είναι λογικά ορθό και καταδεικνύει πειστικά τις ανεπάρκειες του απλοϊκού εμπειρισμού της επαλήθευσης. Γι’ αυτό, λέει ο Ταλέμπ, ο Καρλ Πόπερ έθεσε όχι την επαλήθευση αλλά τη διάψευση ως κριτήριο για το αν κάτι αποτελεί επιστήμη ή όχι.
Συγκεκριμένα, αν θέλω να ελέγξω την υπόθεση ότι κύκνοι χρώματος μαύρου δεν υφίστανται, τότε πρέπει να αναζητήσω τη διάψευσή της. Όσο προσπαθώ να τη διαψεύσω και δεν διαψεύδεται, τόσο πιο βέβαιος μπορώ να είμαι ότι είναι ορθή και ανταποκρίνεται στα πράγματα. Αν ο Μπέικον εξέφρασε το χρήσιμο αίτημα της προσήλωσης στα εμπειρικά δεδομένα έναντι των αφηρημένων θεωριών, ο Πόπερ επιχείρησε να προστατεύσει τον εμπειρισμό από τα σφάλματα μιας αφελούς επαλήθευσης.
Η «Μετριοχώρα» και η «Εξτρεμοχώρα»
Η βασική διάκριση που κάνει όμως ο Ταλέμπ, στον Μαύρο κύκνο, είναι η διάκριση ανάμεσα στη «Μετριοχώρα» και την «Εξτρεμοχώρα»: η πρώτη δηλώνει κάθε χώρο όπου κυριαρχείται σε γενικές γραμμές από το μέτριο, με ελάχιστες ακραίες επιτυχίες και αποτυχίες για όσους συμμετέχουν σε αυτή, ενώ η δεύτερη είναι κάθε μέρος που μπορεί, τουλάχιστον δυνητικά, να επηρεασθεί από έστω μία μόνο παρατήρηση. Μερικά ζητήματα που ανήκουν στη Μετριοχώρα είναι τα εξής: ύψος, βάρος, κατανάλωση θερμίδων, εισόδημα ενός αρτοποιού ή ιδιοκτήτη υ μικρού εστιατορίου ή ορθοδοντικού, τροχαία δυστυχήματα, δείκτης νοημοσύνης, αλλά και ποσοστά θνητότητας.
Από την άλλη, μερικές περιοχές που ανήκουν στην Εξτρεμοχώρα είναι ο πλούτος, το εισόδημα, τα citations ενός ακαδημαϊκού, οι πωλήσεις ενός συγγραφέα, οι θάνατοι από τρομοκρατία, οι ζημιές των σεισμών, οι πληθυσμοί των πόλεων, οι αριθμοί ομιλητών ανά γλώσσα, τα μεγέθη των πλανητών, η ιδιοκτησία μετοχών, οι χρηματαγορές, οι τιμές αγαθών, τα ποσοστά πληθωρισμού και τα οικονομικά δεδομένα. Με λίγα λόγια, η λίστα της Εξτρεμοχώρας υπερβαίνει κατά πολύ τη λίστα της Μετριοχώρας.
Οι κοινωνίες μας, αλλά και η ίδια η ανθρώπινη ιστορία συνολικά, δεν προχωρούν τόσο αργά όσο νομίζουμε.
Επιπλέον, η Εξετρεμοχώρα χαρακτηρίζεται γενικά από τη μεγάλη της ανισότητα, με τον «νικητή» να παίρνει τα πάντα, και τον «ηττημένο» να τα χάνει όλα. Οι κοινωνίες μας, αλλά και η ίδια η ανθρώπινη ιστορία συνολικά, δεν προχωρούν τόσο αργά όσο νομίζουμε. Αντίθετα, κάνουν άλματα και προχωρούν από ρήξη σε ρήξη, με λίγες «δονήσεις» να προκύπτουν στο μεταξύ. Οι άνθρωποι, θέλοντας και μη, ζούμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας όχι στη Μετριοχώρα αλλά στην Εξτρεμοχώρα, ωστόσο ο τρόπος σκέψης μας συνήθως στηρίζεται σε περιβάλλον Μετριοχώρας.
«Το βιβλίο αυτό έχει να κάνει με την αβεβαιότητα: για τον συγγραφέα του ένα σπάνιο συμβάν ισούται με αβεβαιότητα. Μπορεί η δήλωση αυτή να ακούγεται ισχυρή –ότι χρειαζόμαστε να μελετήσουμε κυρίως τα σπάνια και ακραία συμβάντα ώστε να καταλάβουμε τα συνηθισμένα–, αλλά θα προσπαθήσω να αποσαφηνίσω τη θέση μου ως εξής. Δύο είναι οι πιθανοί τρόποι προσέγγισης των φαινομένων. Ο πρώτος είναι να αποκλείσουμε το εξαιρετικό και να εστιάσουμε στο «φυσιολογικό». Ο εξεταστής αφήνει στην άκρη τα «ακραία συμβάντα» και μελετά τις συνηθισμένες περιπτώσεις. Η δεύτερη προσέγγιση είναι να εξετάσουμε το γεγονός ότι, για να κατανοήσουμε ένα φαινόμενο, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τα άκρα – ειδικά, αν όπως στον Μαύρο Κύκνο, συνοδεύονται από μια εξαιρετική, σωρευτική επίδραση» (σελ. 26).
Υπάρχουν δύο βασικοί και θεμελιωδώς διαφορετικοί τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς την τυχαιότητα: ο σκεπτικιστικός εμπειρισμός και η «πλατωνική» προσέγγιση. Ο σκεπτικιστικός εμπειρισμός θεωρεί ότι οι μαύροι κύκνοι είναι η κυρίαρχη πηγή ταυτότητας, σκέφτεται από κάτω προς τα πάνω, αποφεύγει τις πολλές θεωρίες, και δεν πιστεύει ότι μπορούμε να υπολογίσουμε εύκολα τις πιθανότητες. Τέλος, θεωρεί την Εξτρεμοχώρα αφετηρία. Στον αντίποδα, η «πλατωνική» προσέγγιση συλλογίζεται από πάνω προς τα κάτω, θέτει ένα μεγάλο γενικό κοινωνικοοικονομικό μοντέλο ως βάση του, θεωρεί τις κανονικές διακυμάνσεις ως κυρίαρχη πηγή τυχαιότητας και τέλος θεωρεί ότι η Μετριοχώρα είναι η αφετηρία:
«Για να συνοψίσω: στο παρόν (προσωπικό) δοκίμιο, παίρνω το ρίσκο και ισχυρίζομαι, ενάντια σε πολλές από τις συνήθειες της σκέψης μας, ότι ο κόσμος κυριαρχείται από το ακραίο, το άγνωστο και το πολύ απίθανο (απίθανο με βάση τη σύγχρονη γνώση μας) – την ίδια στιγμή που εμείς περνάμε τον χρόνο μας με ψιλοκουβεντούλες, εστιάζοντας στο γνωστό και το επαναλαμβανόμενο» (σελ. 30).
Όντας αρκετά πεπειραμένος στην ανάληψη ρίσκων, ο Ταλέμπ αναγνωρίζει ότι είναι στη φύση μας να επιζητούμε την ασφάλεια και την αποφυγή πιθανών κινδύνων προβλέποντας το μέλλον, γι’ αυτό δεν επιχειρεί να μας ωθήσει να αρνηθούμε κάθε πρόβλεψη (π.χ. αναγνωρίζει ότι είναι αναμενόμενο να παρατηρούμε τον καιρό προτού πάμε μια βόλτα στην εξοχή).
Αυτό που μας τονίζει, όμως, είναι ότι δεν πρέπει να στηριζόμαστε στα συνήθη μοντέλα προβλέψεων για τα μεγάλα και σημαντικά ζητήματα, όπως επίσης και το να μην εμπιστευόμαστε τους οικονομολόγους, τους πολιτικούς και τους κάθε λογής αναζητητές μεγάλων προβλέψεων.
Όπως το λέει παραστατικά ο ίδιος, αυτό που θέλει είναι πραγματικά είναι απλώς να μας δείξει το πώς να προσέχουμε ώστε να «μην μας πιάνουν κορόιδα».
Στόχος του Ταλέμπ, ο οποίος αυτοαποκαλείται «σκεπτικιστής» εμπειριστής, δεν είναι η αντικατάσταση των μεγάλων προγνωστικής πρόθεσης θεωριών από μια άλλη μεγάλη θεωρία. Αντίθετα, αυτό που επιδιώκει είναι να προσφέρει ορισμένες παρατηρήσεις αποφυγής σφαλμάτων με σοβαρές συνέπειες. Όπως το λέει παραστατικά ο ίδιος, αυτό που θέλει είναι πραγματικά είναι απλώς να μας δείξει το πώς να προσέχουμε ώστε να «μην μας πιάνουν κορόιδα».
Αυτοί ενάντια στους οποίους προειδοποιεί, συχνά με καυστικό τόνο, είναι οι διάφοροι επαγγελματίες (προ παντός οι στατιστικολόγοι και οι πολιτικοί) που επιχειρούν μεγάλης κλίμακας προβλέψεις στις κοινωνικές επιστήμες, παριστάνοντας τους ειδικούς σε τομείς που λόγω της ιδιαίτερης υφής τους, κατά εμφατική δήλωσή του «ειδικοί δεν υπάρχουν».
Η γκαουσιανή στατιστική, με τις «προβλέψεις» της και την κωδωνοειδή της καμπύλη, επικρίνεται στο βιβλίο αδιάκοπα. Παράλληλα, ο Ταλέμπ παραθέτει και προσωπικές του εμπειρίες από τον πόλεμο του Λιβάνου, τον οποίο βίωσε από κοντά και σε νεαρή ηλικία, μέχρι απρόβλεπτες καταστάσεις στις επιχειρήσεις (δεδομένου ότι ο ίδιος είναι και χρηματιστής), ξεκαθαρίζοντας ότι προτιμάει μια «εκλεπτυσμένη τέχνη» (ένα σύνολο πρακτικών και εμπειρικών κανόνων χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες αλλά με λειτουργικότητα) παρά μια «άστοχη επιστήμη» (μεγάλες και φιλόδοξες συνθετικές θεωρίες, αλλά δίχως καλά αποτελέσματα).
Ο Νασίμ Νίκολας Ταλέμπ είναι δοκιμιογράφος που ασχολείται κατά βάση με τα προβλήματα της αβεβαιότητας και της γνώσης. Ειδικευόμενος στους κινδύνους απρόβλεπτων σπάνιων γεγονότων («μαύρων κύκνων») εργάστηκε σε ανώτερες θέσεις στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο πριν ιδρύσει την Empirica LLC, χρηματιστηριακή εταιρεία και εργαστήριο ερευνών για τον κίνδυνο. Ο Ταλέμπ επίσης διδάσκει στο Ινστιτούτο Μαθηματικών Επιστημών Courant του Πανεπιστημίου. Από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Τι φοβάσαι να χάσεις και Στην πλάνη του τυχαίου. |
Πρότυπά του, που παρελαύνουν εναλλάξ στο βιβλίο, είναι ο φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ, ο Μπέρτραντ Ράσελ (τον οποίο αποκαλεί «υπερφιλόσοφο»), ο αρχαίος σκεπτικιστής Σέξτος ο Εμπειρικός, ο Μονταίν, ο Πόπερ και ο Χάγιεκ, μαζί με τον μαθηματικό Πουανκαρέ, τον νομπελίστα ψυχολόγο Ντάνελ Κάνεμαν και τον Benoît B. Mandelbrot, πρωτοπόρο και δημιουργό της μορφοκλασματικής γεωμετρίας, στον οποίο ο Ταλέμπ αφιερώνει το παρόν βιβλίο με ευγνωμοσύνη, αφού κατόρθωσε, λέει, να μετατρέψει πολλούς «μαύρους» κύκνους σε «γκρίζους».
Η κριτική στους σημερινούς φιλοσόφους
Επίσης, ο Λιβανέζος συγγραφέας επιδίδεται σε κριτική ενάντια στους φιλοσόφους των ημερών μας, με το σκεπτικό ότι έχουν λησμονήσει αυτό που αποτελεί το κύριο μέλημά τους: να εγείρουν αμφιβολίες. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τον ίδιο, οι φιλόσοφοι εκφράζουν αμφισβήτηση και αναλύουν με επιχειρήματα τα ζητήματα του κλάδου τους, μόνο και μόνο για να εμπιστευθούν στη συνέχεια τις κοινές παγίδες των κάθε λογής «ειδικών», όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις: για παράδειγμα, ο Ράσελ μας μίλησε για το πρόβλημα της επαγωγής, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα με ένα κοτόπουλο (ο Ταλέμπ μιλάει για γαλοπούλα, «προσαρμόζοντάς» το με χιούμορ στις ΗΠΑ) το οποίο βρίσκεται σε ένα ορνιθοτροφείο και πρόκειται να σφαχθεί τη χιλιοστή ημέρα.
Όσο το κοτόπουλο παρατηρεί ότι κάθε ημέρα που περνάει το φροντίζουν και το ταΐζουν, καθιστώντας από τη σκοπιά του κοτόπουλου όλο και πιο πιθανό να συνεχίσει να συμβαίνει αυτό. Ωστόσο, όσο προχωρούν οι ημέρες τόσο πιο κοντά έρχεται στον θάνατο, ώσπου τη χιλιοστή ημέρα οδηγείται τελικά στο σφαγείο. Πριν τον Ράσελ, ο Χιουμ επίσης έδειξε το πρόβλημα της επαγωγής δείχνοντας ότι όχι κάποιος λογικά αναγκαίος νόμος αλλά η συνήθεια της εμπειρίας είναι ο κύριος λόγος που τη δεχόμαστε.
Μέσω της φυσικής επιλογής, η εξέλιξή μας ευνόησε ορισμένες απλές νοητικές διεργασίες που μας προστατεύουν και ευνοούν τη σχετική (για τα δεδομένα εκείνα) «μακροβιότητά» μας.
Σύμφωνα με τον Ταλέμπ, οι γνωστικές μας αστοχίες έχουν εξελικτικές και νευροβιολογικές βάσεις: το είδος μας, το είδος homo sapiens, για χιλιετίες ολόκληρες ζούσε σε περιβάλλον πολύ διαφορετικό από αυτό που ζούμε σήμερα. Επρόκειτο για περιβάλλοντα σχετικά απλά, με την επιβίωση να αποτελεί τον πρώτιστο, αν όχι και τον μοναδικό στόχο. Μέσω της φυσικής επιλογής, η εξέλιξή μας ευνόησε ορισμένες απλές νοητικές διεργασίες που μας προστατεύουν και ευνοούν τη σχετική (για τα δεδομένα εκείνα) «μακροβιότητά» μας.
Κοινώς, το περιβάλλον μας άλλαξε πολύ γρήγορα, πλέον ζούμε σε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο κόσμο, οπότε εμείς έχουμε μείνει πίσω διανοητικά. Στον άνθρωπο, το (εμπειρικό) «σύστημα 1» διαφέρει από το (συλλογιστικό) «σύστημα 2», μας λένε οι Κάνεμαν, Τβέρσκι, Ντοζ και Σλόβικ, αφού το πρώτο είναι η διαίσθησή μας και λειτουργεί γρήγορα, όντας ευάλωτο σε γνωστικά σφάλματα, αφού στόχο του έχει να εξυπηρετεί την εξελικτική μας επιβίωση. Αντίθετα, το τελευταίο είναι η ορθολογικότητά μας, που λειτουργεί με πολύ πιο αργό και σταδιακό τρόπο.
Όπως και να έχει, μας λέει ο Ταλέμπ, η ανισότητα (με την ευρύτερη έννοια του όρου) τείνει διαρκώς να αυξάνεται. Η πολυπλοκότητα στον κόσμο της Παγκοσμιοποίησης ενισχύει τις επιπτώσεις των αρνητικών μαύρων κύκνων: για παράδειγμα, παρότι η ανθρωπότητα εμπλέκεται σε πολέμους εδώ και χιλιετίες, η στενή διασύνδεση των κρατών (και η προηγμένη τεχνολογία), κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια τον Ψυχρό Πόλεμο, κατέστησαν για πρώτη φορά στην ιστορία εφικτή την προοπτική του πλήρους αφανισμού του είδους μας, αφού και ο άνθρωπος, με τη συναρπαστική εξελικτική του ιστορία και τα όσα πέρασε μέχρι να επιβιώσει και να δημιουργήσει πολιτισμό, είναι και αυτός ένας μαύρος κύκνος.
Ανησυχία για τους λάθος μαύρους κύκνους
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν ανησυχούμε ποτέ για την προοπτική εμφάνισης κάποιου αρνητικού μαύρου κύκνου. Φυσικά και ανησυχούμε αλλά, δυστυχώς, κατά κανόνα ανησυχούμε για τους λάθος μαύρους κύκνους, με αποτέλεσμα να μας έρχονται νέα προβλήματα από εκεί όπου δεν το περιμένουμε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι ότι μετά την τρομοκρατική ενέργεια της 11ης Σεπτεμβρίου πλήθος πολιτών στις ΗΠΑ φοβόταν να ταξιδέψει με αεροπλάνο, εξαιτίας του πιθανού κινδύνου, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί περισσότερος κόσμος με αυτοκίνητα, οπότε να αυξάνονται και τα τροχαία δυστυχήματα, μιας και ένας θάνατος από τροχαίο είναι συγκριτικά πολύ πιθανότερο συμβάν από ένα αεροπορικό δυστύχημα ή μια τρομοκρατική ενέργεια. Μάλιστα, συνεχίζει, μετά από μια μεγάλη τρομοκρατική ενέργεια είναι πολύ πιο απίθανο να την ακολουθήσει μια δεύτερη με τα ίδια χαρακτηριστικά: φυσιολογικά, οι πιθανότητες για έναν τέτοιο μαύρο κύκνο ήταν πολύ περισσότερες όταν ακόμη δεν είχε συμβεί τίποτα και οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν ξέγνοιαστοι (αλλιώς δεν θα επρόκειτο για μαύρο κύκνο).
Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα των κακών μαύρων κύκνων: η πιθανότητα να προκύψουν είναι μεγαλύτερη όταν (σχεδόν) κανείς δεν αναμένει την εμφάνισή τους. Αλίμονο, όμως, η ιδιότητά τους να είναι απρόβλεπτοι τους καθιστά και άκρως επικίνδυνους ως προς τα αποτελέσματά τους.
Τέλος, στο ερώτημα που του τέθηκε αργότερα από δημοσιογράφους, αν η πρόσφατη πανδημία του κορωνοϊού αποτελεί μια μορφή μαύρου κύκνου, ο Ταλέμπ απάντησε αρνητικά: ο SARS-CoV-2 μπορεί να περιγραφεί μάλλον ως «λευκός κύκνος», δεδομένου ότι οι ιθύνοντες από νωρίς έβλεπαν προειδοποιητικά σημάδια, αλλά δεν έδρασαν εγκαίρως εξαιτίας της αμέλειάς τους (φαινόμενο που η Michele Wucker έχει περιγράψει ως «γκρι ρινόκερο», σε αντιδιαστολή με τον μαύρο κύκνο). Υποψιάζομαι, τελικά, πως κάτι παρόμοιο θα έλεγε ο Ταλέμπ και για τις πρόσφατες ελληνικές εκλογές, κρίνοντας από όσα δήλωσαν οι δημοσκόποι. Ωστόσο, η προοπτική εμφάνισης νέων μαύρων κύκνων παραμένει. Και όσο πιο πολύ νομίζουμε ότι τα έχουμε όλα υπό έλεγχο, τόσο περισσότερο απειλούμαστε από το απρόβλεπτο και δυνητικά επικίνδυνο που δεν έχει προβλέψει κανείς.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.