Για το βιβλίο του Βίτο Μανκούζο «Για το νόημα της ζωής» (μτφρ. Παναγιώτης Υφαντής, εκδ. Αρμός). Στην κεντρική εικόνα, ο θεολόγος και καθηγητής Βίτο Μανκούζο.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Ο αμφιλεγόμενος χώρος που γνωρίζουμε σήμερα ως «παραψυχολογία» προέκυψε περίπου στα 1876, με πρόθεση να αποτελέσει έναν νέο επιστημονικό κλάδο που να υποστηρίζει με στοιχεία την ύπαρξη του υπερφυσικού κόσμου απέναντι στις επιθέσεις που τους ασκούσαν οι φυσικοί επιστήμονες τότε. Ο Ουίλιαμ Τζέιμς, σημαντικός επιστήμονας και φιλόσοφος, που υπήρξε και πρόεδρος της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών του Λονδίνου τη διετία 1894-1895, δεν δίστασε να υπερασπισθεί το «πνευματικό» στοιχείο, μεμφόμενος τους άλλους επιστήμονες ότι συνήθως μεροληπτούν υπέρ μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής άποψης σχετικά με τη βαθύτερη τάξη της φύσης, την οποία θεωρούν ως εγγενώς μηχανιστική και απορρίπτουν κάθε άλλη προοπτική προσέγγισής της.
Τι είναι ο μηχανιστικός ορθολογισμός
Αυτή την άποψη ο James την ονομάζει «μηχανιστικό ορθολογισμό» και φοβάται πως αν παγιωθεί κοινωνικά, θα μπορούσε ίσως να ανοίξει ένα ρήγμα ανάμεσα στην επιστήμη και σε άλλους τρόπους σκέψης που έχουν διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία για αιώνες: πρόκειται για τη θρησκευτική, την ηθική, την ποιητική, την τελολογική, την «αυθόρμητη» και την αισθητική σκέψη. Ο μηχανιστικός ορθολογισμός τις απορρίπτει εντελώς, θεωρώντας τελικά μέχρι και την ίδια την ανθρώπινη προσωπικότητα ως μια ανυπόστατη ψευδαίσθηση.
Η δυσφορία αυτή μαρτυρεί μια γενικότερη αίσθηση απώλειας νοήματος όσον αφορά στη ζωή μας.
Παρότι οι επιστήμονες που υπερασπίζονται ρητά το υπερφυσικό είναι εξίσου ολιγάριθμοι με τότε, το αίτημα της υπεράσπισης της πίστης του ανθρώπου σε μια πραγματικότητα που τον υπερβαίνει, παραμένει επίκαιρο. Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου, που ξεκίνησε από μαγνητοφωνημένη ομιλία του Ιταλού Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου και ακαδημαϊκού Βίτο Μανκούζο, τον Ιούλιο του 2020 στη Δημοτική βιβλιοθήκη του Misano Adriatico, είναι η διαπίστωση ενός διάχυτου αισθήματος δυσφορίας στον σύγχρονο κόσμο μας. Η δυσφορία αυτή μαρτυρεί μια γενικότερη αίσθηση απώλειας νοήματος όσον αφορά στη ζωή μας. Βέβαια, αυτή η αίσθηση απώλεια νοήματος προϋπήρχε, λέει ο Μανκούζο, απλώς για πολλούς έγιναν ορατότερες οι τραγικές συνέπειές της τώρα, υπό τις συνθήκες της πρόσφατης πανδημίας του κορωνοϊού.
Η βάση της είναι αυτό που ο Nietzsche (και πριν από αυτόν, ο Hegel και, το 1796 ο λογοτέχνης Ζαν Πολ, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Johann Paul Friedrich Richter) χαρακτήριζε «θάνατο του Θεού», μια κατάσταση όπου η πίστη στον Θεό τείνει να εξωθείται στο περιθώριο της κοινωνίας, με τους ανθρώπους να έχουν αποκτήσει σιγά σιγά την εντύπωση ότι ο ορθολογισμός και ο ατομισμός είναι οι ύψιστες αξίες.
Δύο θεμελιώδεις θέσεις
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βιώνουμε απώλεια νοήματος, αναρωτώμενοι αν τελικά είμαστε κάτι παραπάνω από υλικά-φυσικά όντα που απλώς είναι «καταδικασμένα» να υπάρχουν για να υπάρχουν. Πάνω στο θέμα, το παρόν δοκίμιο διατυπώνει δύο θεμελιώδεις θέσεις-κατευθυντήριες αρχές: 1) Το (όποιο) «νόημα» πρέπει να αποτελεί δική μας, ελεύθερη συγκρότηση/κατασκευή, και δεύτερον, 2) Το νόημα της ζωής είναι η «συνεργία».
Αν η πρώτη θέση υπογραμμίζει τη ριζική διαφορά του ανθρώπου από την υπόλοιπη φύση, μιας διαφορά που έγκειται στην ελευθερία, δηλαδή στην έλλειψη προκαθορισμού (στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να θυμηθεί τον σαρτρικό υπαρξισμό), η δεύτερη τονίζει πως οι άνθρωποι είμαστε βαθιά συνδεδεμένοι μεταξύ μας. Σχετικά με αυτό το θέμα, σημαντική είναι και η συμβολή της επιστήμης.
Επηρεασμένος από τον Fritjof Capra, αλλά και τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ο οποίος έκανε κάποτε λόγο για τον κόσμο ως έναν «πολύπλοκο ιστό συμβάντων», ο Βίτο Μανκούζο ισχυρίζεται πως σύμφωνα με τη σύγχρονη Φυσική και Βιολογία όλος ο φυσικός κόσμος είναι ένα «σύστημα», μια «διασύνδεση» των επιμέρους φαινομένων», με τον άνθρωπο να μην αποτελεί εξαίρεση, αποτελώντας ένα άθροισμα (φυσικών) σχέσεων στοιχείων, κάτι που καθιστά θεμιτή και τη δική του ανάγκη να συσχετισθεί (κοινωνικά) με τα άλλα όντα.
[...] ακόμη και αν Θεός δεν υπήρχε, ο κόσμος και πάλι δεν θα έπρεπε να χάνει για εμάς τη σημασία του.
Ο Μανκούζο, φιλοσοφικά επηρεασμένος από τους Καρλ Γιάσπερς και Τεϊγιάρ ντε Σαρντέν, είναι πεπεισμένος για την ύπαρξη του Θεού, επισημαίνει όμως παράλληλα ότι ακόμη και αν Θεός δεν υπήρχε, ο κόσμος και πάλι δεν θα έπρεπε να χάνει για εμάς τη σημασία του. Με τα λόγια του ίδιου:
«είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει ο Θεός (εγώ είμαι υπέρ της πρώτης εναλλακτικής, αν και ο δικός μου Θεός είναι διαφορετικός από τον παραδοσιακό), εμείς, σε αυτή τη ζωή, μπορούμε να μην είμαστε προορισμένοι για τα παράλογο, την απελπισία, το μηδέν και, συνεπώς, τον φόβο, την επιθετικότητα και τον θυμό, που πηγάζουν από τα παραπάνω. Το μπορούμε. Από εμάς εξαρτάται. Από την εσωτερική μας δουλειά» (σελ. 30).
Ωστόσο, συνεχίζει, προκειμένου να είναι κάτι νόημα της ζωής μας, μιας και όλα στο σύμπαν αλληλοσχετίζονται, αυτό θα πρέπει να είναι κάτι υπεράνω του εγώ μας. Είναι αδιάφορο το πώς θα το αντιλαμβανόμαστε και το με τι λέξεις θα το ονομάζουμε: μπορεί αυτό να είναι ο «Θεός» (Χριστιανισμός), ο «Λόγος» (Στωικισμός), το «Tao» (Ταοϊσμός), το «Brahman» (Ινδουισμός) ή το «Dharma» (Βουδισμός), όλες αυτές οι λέξεις εκφράζουν, σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, τη βεβαιότητα ότι είναι κάτι συμπαντικά ευρύτερο και ανώτερο σε σημασία από εμάς, ώστε η αναγνώρισή του να σχετικοποιεί κάπως τον εγωκεντρισμό μας. Και πάλι με τα λόγια του ίδιου:
«Κάποιος αναλογίζεται τη ζωή και λέει: η φύση είναι πιο σημαντική από εμένα, ο πολιτισμός είναι πιο σημαντικός από εμένα, το κοινό καλό είναι πιο σημαντικό από εμένα. Όποιος αισθάνεται αυτή την έλξη και συναινεί στο κάλεσμά της βγαίνει από το σπήλαιο του εγώ και το βλέμμα του γίνεται ευθύ, η γλώσσα του διορθώνεται, ο νους του διαστέλλεται. Αυτό το κάτι μεγαλύτερο ο καθένας μπορεί να το ονομάσει όπως επιθυμεί, ή ακόμη καλύτερα, όπως μπορεί […] Αυτό που πραγματικά αξίζει είναι να ζούμε νιώθοντας ελάσσονες σε σχέση με κάτι μείζον. Έτσι το νόημα της ζωής πραγματώνεται ως σχεσιακή αρμονία, ως συνεργία» (σελ. 102).
Ο καταναλωτισμός των ημερών μας (για τον Μανκούζο, σήμερα κυριαρχεί κατά κάποιον τρόπο ο κοινωνικός δαρβινισμός) τείνει να μας κάνει να λησμονούμε τα ερωτήματα περί νοήματος, όποιος όμως δεν έχει κάποιο νόημα δεν μπορεί να αντικρύσει τη ζωή του ως ένα ενιαίο σύνολο, και απλώς ζει δίχως κάποιο σταθερό θεμέλιο.
Δεδομένου μάλιστα ότι η στροφή στην αναζήτηση νοήματος δεν είναι κάτι έμφυτο στον καθένα μας αλλά αποτελεί μια μορφή επίκτητης «κατάκτησης», καίριο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει εδώ η εκπαίδευση, η οποία θα αφυπνίζει μέσα στον άνθρωπο τον πόθο του για νόημα.
Ο Μανκούζο σίγουρα δεν μας λέει όσα θα περιμέναμε να ακούσουμε συνήθως από έναν Ρωμαιοκαθολικό θεολόγο, ίσως όμως δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει η στάση του, δεδομένου ότι πληθαίνουν στις μέρες μας τα βιβλία που αποπειρώνται να ιχνηλατήσουν μια διέξοδο από τις συνέπειες ενός διάχυτου υλισμού-νατουραλισμού, σκιαγραφώντας ένα υπέρτερο νόημα για τον άνθρωπο, αντλώντας ελεύθερα από διάφορες φιλοσοφικές και θρησκευτικές παραδόσεις, χωρίς να δεσμεύονται αυστηρά από τα όποια παραδοσιακά όριά τους.
Οι θεωρητικοί «κίνδυνοι» που αντιμετωπίζονται εδώ είναι κυρίως δύο: αφενός ο μηχανιστικός ορθολογισμός (σε επιστημονικό και φιλοσοφικό επίπεδο) και αφετέρου ο καταναλωτισμός (σε πρακτικό και καθημερινό). Όποια στάση και αν διατηρήσει κανείς, ένα είναι βέβαιο: η αναζήτηση νοήματος στη ζωή όχι απλώς δεν έχει τερματισθεί αλλά είναι κάτι που συμβαίνει σήμερα με την ίδια (αν όχι και με περισσότερη) αγωνία όπως άλλοτε.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.