Για το βιβλίο του Χαμίντ Αμπντελσαμάντ «Ο ισλαμικός φασισμός: Μια αναλυτική προσέγγιση» (μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, εκδ. Καστανιώτη).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Η πολιτική έννοια της θεοκρατίας μοιάζει από πολλές απόψεις να είναι ασύμβατη με τον σύγχρονο, εκκοσμικευμένο και πλουραλιστικό κόσμο που ζούμε. Τούτου λεχθέντος, είναι εντυπωσιακό που η πρώτη σημαντική και επιτυχημένη απόπειρα για συγκρότηση μιας μουσουλμανικής θεοκρατίας έγινε μόλις κατά τον εικοστό αιώνα, και συγκεκριμένα, με το καθεστώς που προέκυψε από την Ιρανική Επανάσταση (1979).
Πρόσφατα όμως, το σύστημα έδειξε ρωγμές, με τις μαζικές διαδηλώσεις πολιτών στο Ιράν, με αφορμή τον βασανισμό και θάνατο της νεαρής Μαχσά Αμινί, από την κρατική Αστυνομία Ηθών, επειδή δεν φορούσε τη μαντίλα της, να οδηγούν σε εξέταση του αιτήματος για την άρση του νόμου (του 1983) που καθιστούσε τη μαντίλα υποχρεωτική για τις γυναίκες στη χώρα. Το περιστατικό ξεσήκωσε επίσης αντιδράσεις διεθνώς, φέρνοντας για μία ακόμη φορά στην επικαιρότητα το ζήτημα των σχέσεων της μουσουλμανικής θρησκείας με τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Δύο αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις
Μέχρι στιγμής, υπάρχουν δύο αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις-τάσεις πάνω στο θέμα, με την πρώτη να βλέπει ασυμβατότητα ανάμεσά τους, ενώ τη δεύτερη να τις θεωρεί συμβατές, με την προϋπόθεση ότι δεν θα παραβιασθεί η εκκοσμίκευση (όπως και στην περίπτωση των Χριστιανών). Την πρώτη άποψη διατύπωσε ο Τοκβίλ και μεταξύ άλλων, ο «οριενταλιστής» ισλαμολόγος Μπέρναρντ Λιούις, καθώς ο θεωρητικός της «σύγκρουσης των πολιτισμών», Σάμιουελ Χάντινγκτον, ενώ προς τη δεύτερη κλίνουν πολλοί σύγχρονοι διανοούμενοι, με τον Γάλλο Ολιβιέ Ρουά να είναι ένας από τους πιο γνωστούς.
Το παρόν βιβλίο του, γραμμένο πριν την ανάδυση του ISIS και τα γεγονότα στο Bataclan και στο Charlie Hebdo, είναι ένα έργο πολεμικής που δεν διστάζει να θίξει ευαίσθητα ιστορικά και πολιτισμικά ζητήματα, ασκώντας σκληρή κριτική σε όσα θεωρεί κακώς κείμενα. Ο συγγραφέας του, Χαμίντ Αμπντελσαμάντ (Hamed Abdel-Samad), Αιγύπτιος διανοούμενος με δημόσιες παρεμβάσεις στον γερμανικό Τύπο, έχει επικηρυχθεί σε θάνατο από φετφά ισλαμιστών, λόγω μια ομιλίας του στις 4 Ιουνίου 2013, στο Κάιρο, με θέμα «Ο θρησκευτικός φασισμός στην Αίγυπτο». Κύρια θέση του βιβλίου, όπως και της ομιλίας, είναι ότι η ευρέως γνωστή διάκριση ανάμεσα σε Ισλάμ και ισλαμισμό είναι στην πραγματικότητα κίβδηλη, καθώς το ίδιο το Ισλάμ, ήδη από τον Μωάμεθ και τη συγγραφή του Κορανίου, είναι στον πυρήνα του ακραίο, φονταμενταλιστικό και βίαιο:
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το Ισλάμ χωρίς να έχουμε κατανοήσει τον πολιτικό του πυρήνα.
«Σε ολόκληρο τον κόσμο συναντάει κανείς μεταξύ των ακραίων μουσουλμάνων την ίδια στάση και την ίδια δυνητική βία. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το φαινόμενο του ισλαμισμού από το Ισλάμ, καθώς ο ιός της Τζιχάντ αντλεί την εκρηκτική του δύναμη από τη διδασκαλία και την ιστορία του Ισλάμ. Την ιδέα της Τζιχάντ δεν την επινόησαν οι σύγχρονοι μουσουλμάνοι, προέρχεται από τον προφήτη Μωάμεθ. Την αξίωση περί οικουμενικότητας του Ισλάμ και την προπαγάνδα εναντίον των απίστων δεν τη συναντάμε μόνο στα κείμενα του Σαγίντ Κουτμπ και του Μαουντούντι, τη συναντάμε και στο Κοράνι. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το Ισλάμ χωρίς να έχουμε κατανοήσει τον πολιτικό του πυρήνα. Σε αντίθεση με τους Χριστιανούς, που αναγκάστηκαν να ζήσουν για τρεις αιώνες ως μειοψηφία, το Ισλάμ πέτυχε πολιτικά μόλις λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του και προχώρησε στην ίδρυση κράτους όσο ακόμα ζούσε ο Προφήτης. Ο Μωάμεθ έκανε πολέμους για την επέκταση και τη σταθεροποίηση της δύναμής του και υποσχέθηκε στους μουσουλμάνους παγκόσμια κυριαρχία. Αυτούς του πολέμους και την προσπάθεια εξισλαμισμού του κόσμου πολλοί μουσουλμάνοι την αντιλαμβάνονται σήμερα ως θεϊκή εντολή η οποία πρέπει να εκπληρωθεί έστω και 1.400 χρόνια μετά τον θάνατο του Προφήτη» (σελ. 121).
Ο συγγραφέας Χαμίντ Αμπντελσαμάντ (Hamed Abdel-Samad), Αιγύπτιος διανοούμενος με δημόσιες παρεμβάσεις στον γερμανικό Τύπο, έχει επικηρυχθεί σε θάνατο από φετφά ισλαμιστών, λόγω μια ομιλίας του στις 4 Ιουνίου 2013, στο Κάιρο, με θέμα «Ο θρησκευτικός φασισμός στην Αίγυπτο». |
Ιστορικά, λέει ο Αμπντελσαμάντ, ο Μωάμεθ ήταν εκείνος που έσπειρε τον σπόρο της μισαλλοδοξίας μέσα στη μουσουλμανική θρησκεία, σπόρος ο οποίος φύτρωσε και αποδίδει καρπούς μέχρι και σήμερα. Ο αντισημιτισμός δεν αποτελεί εδώ εξαίρεση: με εντολή του Μωάμεθ, από τη Μεδίνα εκδιώχθηκαν τρεις εβραϊκές φυλές, ενώ η τέταρτη κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, με τους άνδρες της να εκτελούνται και τα γυναικόπαιδα να πωλούνται ως σκλάβοι.
Η Μεδίνα, τόπος με εβραϊκούς πληθυσμούς για πολλά χρόνια, πρακτικά άδειασε από Εβραίους. Περίπου οι μισοί πόλεμοι που εξαπέλυσε ο Μωάμεθ στην Αραβική Χερσόνησο ήταν εναντίον διαφόρων εβραϊκών πληθυσμών που δεν ήθελαν να υποταχθούν.
Το ίδιο το Κοράνι, που αρχικά τους αναγνώριζε με κάποιον διχασμό, τελικά τους χαρακτήριζε παραποιητές, παρομοιάζοντάς τους με χοίρους και πιθήκους. Μάλιστα, όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την εποχή του Μωάμεθ, τότε ο περισσότερο θεωρούνταν απαραβίαστες οι αρχές του, οι οποίες σιγά σιγά έπαψαν να υπόκεινται σε ερμηνείες και εκλαμβάνονταν στην αυστηρή κυριολεξία τους.
Ωστόσο, η πλειονότητα των Εβραίων διατήρησε αποστάσεις, χωρίς να λείψουν και περιπτώσεις σύμπραξης με τους Μεκκανούς που καταδίωκαν τον Μωάμεθ.
Είναι αλήθεια ότι αρχικά ο προφήτης του Ισλάμ υπήρξε διαλλακτικός απέναντι στους πιστούς της εβραϊκής θρησκείας, αφενός διότι συμπαθούσε κάπως τα τελετουργικά της, και αφετέρου διότι τους θεωρούσε πιθανό ακροατήριο για τη διδασκαλία του στη Μεδίνα, όπου κατέφυγε ύστερα από την αποτυχία μαζικού προσηλυτισμού πιστών στη Μέκκα, στην οποία είχε κηρύξει για δεκατρία έτη.
Ωστόσο, η πλειονότητα των Εβραίων διατήρησε αποστάσεις, χωρίς να λείψουν και περιπτώσεις σύμπραξης με τους Μεκκανούς που καταδίωκαν τον Μωάμεθ. Αυτή η αντίδραση ήταν που τον ώθησε στην καταδίωξη και τον αφανισμό τους, ξεκινώντας μιαν επιχείρηση «εκκαθάρισης» από τους μη μουσουλμάνους της Αραβίας, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την Ισλαμική Αυτοκρατορία, την οποία οι πρώτοι μουσουλμάνοι επεδίωκαν να επεκτείνουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό το όραμα, το οποίο το ονομάζει «πρωτογενή φασισμό», συνεχίζει να εμπνέει τους φονταμενταλιστές έως σήμερα.
Το Ισλάμ, εξηγεί ο Αμπντελσαμάντ, έχει βασικά τέσσερεις ερμηνευτικές «σχολές» Δικαίου: τη μαλικιτική, τη σαφιιτική, τη χανεφιτική και τη χανμπαλιτική. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι τρεις πρώτες είναι σχετικά ήπιες και ευέλικτες, επιτρέποντας πολλαπλές ερμηνείες και δυνατότητες στα (μάλλον λίγα) σημεία που δεν έχει καλύψει ρητά το Κοράνι ή η παράδοση των ρήσεων του Μωάμεθ, ωστόσο η τέταρτη, κατά πολύ αυστηρότερη, έχει καταστεί η «μήτρα» λίγο-πολύ όλων των σημερινών φονταμενταλιστών. Συγκροτήθηκε αρχικά από τον Άχμαντ ιμπν Χάνμπαλ ο οποίος, ζώντας στην ανεκτική και πλουραλιστική Βαγδάτη του 9ου αιώνα, κάλεσε σε επιστροφή προς τις «ρίζες» της μουσουλμανικής θρησκείας, απαγορεύοντας το αλκοόλ και προωθώντας μια κυριολεκτική ερμηνεία των ιερών κειμένων. Τότε όμως η φωνή αυτή δεν εισακούσθηκε και ο ίδιος συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Σύμφωνα με τον Αμπντελσαμάντ, υπάρχει ένα σταθερό μοτίβο στον μουσουλμανικό κόσμο: κάθε φορά που οι Μουσουλμάνοι βίωναν μια μεγάλη κρίση, επανερχόταν στο προσκήνιο η αρχική θρησκευτική τους αυστηρότητα, και κυριαρχούσαν (ή έστω ευνοούνταν) οι φονταμενταλιστικές αναγνώσεις.
Οι μουσουλμάνοι των πρώτη αιώνων υπήρξαν αναντίρρητα πλουραλιστές, όχι όμως χάρη στο Ισλάμ και τη διδασκαλία του, αλλά χάρη στις επιρροές που δέχτηκαν από τους πολιτισμούς των κατακτημένων λαών με τους οποίους επικοινωνούσαν, μας λέει και πάλι.
Κατά τον 13ο αιώνα, μετά την επίθεση των Μογγόλων στον ισλαμικό κόσμο, ιδέες του Χάνμπαλ αναβίωσαν από έναν επίσης αυστηρό φονταμενταλιστή, που δεν είναι άλλος από τον Ιμπν Ταϊμίγια, ο οποίος είχε συλληφθεί και βασανισθεί από τη μογγολική εξουσία, εγκαταλείποντας τελικά τη Δαμασκό.
Πρέπει να τονισθεί ότι η μομφή του συγγραφέα περί φασισμού συνδέεται και με τη σχέση ορισμένων σημαντικών μουσουλμάνων θεολόγων με τους φασίστες του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη.
Ο Ιμπν Ταϊμίγια δεν περιορίστηκε όμως στα κηρύγματα, αλλά μπήκε και ο ίδιος στον ένοπλο αγώνα εναντίον των κατακτητών, πείθοντας μάλιστα τον Αιγύπτιο σουλτάνο Ιμπν Καλαουούν να επιτεθεί στους Μογγόλους, εκδιώκοντάς τους από τη Δαμασκό. Αργότερα, γύρω στον 18ο αιώνα, οι ιδέες των Χάνμπαλ και Ταϊμίγια αναβίωσαν από τον λόγιο Μοχάμαντ ιμπν Αμπντελουαχάμπ, από το όνομα του οποίου προέκυψε ο «ουαχαμπισμός», σταθερό σημείο έμπνευσης για τον Osama Bin Laden και κάθε άλλον επίδοξο φονταμενταλιστή. Κηρύττοντας τη τζιχάντ ως μια διαρκή ανάγκη, ο Αμπντελουαχάμπ αποτέλεσε τη βάση για την ίδρυση της Σαουδικής Αραβίας, το νομικό και πολιτικό σύστημα της οποίας στηρίχθηκε βασικά στην ιδεολογία του.
Πρέπει να τονισθεί ότι η μομφή του συγγραφέα περί φασισμού συνδέεται και με τη σχέση ορισμένων σημαντικών μουσουλμάνων θεολόγων με τους φασίστες του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη. Ειδικότερα, ο Χασάν Αλ Μπάνα, δάσκαλος και ιδρυτής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, του πρώτου φονταμενταλιστικού και τρομοκρατικού ισλαμικού κινήματος στον εικοστό αιώνα, όχι μόνο προέβη πολλάκις σε εγκωμιασμούς του Ιταλού δικτάτορα Mussolini, αλλά και επεδίωξε συνεργασία τον Hitler, με τον οποίο ήρθε σε επαφή μέσω του μεγάλου μουφτή Μοχάμεντ Αμίν Αλ Χουσέινι (Mohammed Amin al-Husseini).
Κάτι αντίστοιχο λέγεται και για τον Κουτμπ, για τον οποίο είχε καίρια σημασία ο όρος «τζαχιλίγια» (άγνοια), που δεν χρησιμοποιούνταν πλέον για να περιγράψει μονάχα την προϊσλαμική Αραβία, αλλά και κάθε κοινωνία που δεν έχει ως κύριο πυλώνα της το Ισλάμ. Τέτοιες απόψεις εξακολουθούν να γίνονται ανεκτές και σήμερα, ιδίως στα αραβικά κράτη:
Ο Αμπντελουαχάμπ παραδέχεται βέβαια πως υπάρχουν και οι φωνές που κηρύττουν ένα μετριοπαθές και φιλελεύθερο Ισλάμ.
«Το απυρόβλητο της θρησκείας ήταν η πίσω πόρτα από την οποία η Μουσουλμανική Αδελφότητα επέστρεφε ξανά και ξανά στο επίκεντρο της κοινωνίας. Η αρχή της Τζιχάντ ως πράξη που ορίζεται από τον Θεό, το όνειρο της νίκης του Ισλάμ, ο χαρακτηρισμός των απίστων ως υπανθρώπων- όλα αυτά εξακολουθούν να είναι συστατικό στοιχείο των εκπαιδευτικών αρχών στα περισσότερα ισλαμικά κράτη. Ο επιλεκτικός τρόπος ανάγνωσης της Ιστορίας, η αναπαραγωγή μονίμως των ίδιων εχθρών και η πεποίθηση ότι οι μουσουλμάνοι είναι ο εκλεκτός λαός, καθώς και το ότι είναι ηθικά ανώτεροι από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, οδηγούν σε μια στάση η οποία αποτελεί το θεμέλιο της τρομοκρατίας (σελ. 206-207).
Ο Αμπντελουαχάμπ παραδέχεται βέβαια πως υπάρχουν και οι φωνές που κηρύττουν ένα μετριοπαθές και φιλελεύθερο Ισλάμ: εδώ ανήκουν δάσκαλοι όπως η Λάμια Καντόρ και ακαδημαϊκοί σαν τον Μουχάμντα Χορσίντ, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των μουσουλμάνων δεν είναι σε καμία περίπτωση επικίνδυνη ή φανατισμένη, αλλά αποτελείται από φιλήσυχους πολίτες που προσπαθούν να ζήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα στις κοινωνίες στις οποίες ανήκουν.
Υπάρχουν επίσης και εκείνοι που θεωρούν ότι υπάρχει και ένας «μετριοπαθής ισλαμισμός»: Τουρκία, Τυνησία και Αίγυπτος είναι τα παραδείγματα που παραθέτουν συνήθως. Αυτό που λησμονούν όμως, λέει και πάλι ο Αιγύπτιος συγγραφέας, είναι ότι πρόκειται για τρεις χώρες όπου το κυρίαρχο κόμμα είναι αυταρχικό και επιδίδεται σε συστηματική υπονόμευση των θεσμών, με παράλληλη συμπάθεια για τις κάθε λογής ακραίες θρησκευτικές φωνές.
Το Ισλάμ είναι θεμελιωδώς ασύμβατο με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι το συμπέρασμα του παρόντος βιβλίου. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Ο συγγραφέας δεν προτρέπει προς κάποια επιθετική μορφή αποθρησκειοποίησης. Αντίθετα, αποκρούει τις ξενοφοβικές απόψεις που εκφράστηκαν, μεταξύ άλλων, στο πολύκροτο βιβλίο του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη πολιτικού Thilo Sarrazin, πρεσβεύοντας πως ο θρησκευτικός φανατισμός δεν είναι λόγος να απορρίψουμε τη μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα.
Παράλληλα, όμως, ο Αμπντελουαχάμπ δεν διστάζει να προτρέψει ρητά σε ορισμένα πολιτικά μέτρα ενίσχυσης της εκκοσμίκευσης, όπως τη νομική απαγόρευση των σαλαφιστικών ενώσεων, τη μετατροπή του σχολικού μαθήματος των Θρησκευτικών σε ένα πλουραλιστικό και (αποκλειστικά) πληροφοριακό μάθημα, όπως επίσης και τον περαιτέρω περιορισμό της χριστιανικής εκκλησιαστικής εξουσίας, ώστε αυτή να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την ενίσχυση του ρόλου των μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων στον Δυτικό κόσμο. Δεν αξίζει να σκοτώνει ή να θυσιάζει κανείς τη ζωή του για καμία ιδεολογία, μας λέει χαρακτηριστικά.
Μπορεί, πάντως, κανείς να ασκήσει και κριτική σε όσα λέει ο Αμπντελσαμάντ, ξεκινώντας λόγου χάρη από την ευρεία και αμφίσημη χρήση του όρου «φασισμός», μια χρήση που σε τελική ανάλυση επεκτείνεται σε κάθε πολιτικό αυταρχισμό, αλλά και στις μονοθεϊστικές θρησκείες γενικότερα. Αυτό φυσικά συμβαίνει γενικά με τη λέξη φασισμός: πολλές φορές χρησιμοποιείται, λόγου του ισχυρού συναισθηματικού της φορτίου, για να καταδικασθεί κάτι ή κάποιος, το τίμημα όμως αυτής της πρακτικής είναι ότι προχωρεί πέρα από την επιστημονικά καθιερωμένη χρήση της.
Ας σημειωθεί επίσης εδώ ότι η Σαρία (δηλ. το ισλαμικό Δίκαιο), λιγότερο μονόπλευρο φαινόμενο από ό,τι συνήθως πιστεύουμε, δεν εφαρμόζονται παντού με τον ίδιο τρόπο: υπάρχουν χώρες όπου χρησιμοποιείται ως η μοναδική πηγή νομοθεσίας (π.χ. Σ. Αραβία, Ιράν, Υεμένη, Σουδάν), άλλες όπου ισχύει σε κάποιους τομείς Δικαίου (π.χ. Συρία, Ιράκ, Μαρόκο, Πακιστάν) και άλλες όπου εφαρμόζεται σε συγκεκριμένα δικαστήρια εντός ενός ομοσπονδιακού κράτους (π.χ. Ινδία, Ινδονησία).
Πάντως, για την εφαρμογή της απαιτείται αφενός η ύπαρξη ενός Εμίρη/Χαλίφη και αφετέρου η ύπαρξη του γνωμοδοτικού συμβουλίου της Σούρα, που εκλέγει, συμβουλεύει και υποβοηθάει τον Εμίρη/Χαλίφη.
[...] για περισσότερα από χίλια χρόνια, μέχρι δηλαδή σχεδόν τα τέλη του εικοστού αιώνα, δεν υπήρξε σχεδόν κανένας λιθοβολισμός μοιχών και απολύτως καμία εκτέλεση για συναινετικές ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές σχέσεις μέσα στις μουσουλμανικές κοινωνίες.
Τέλος, υπάρχουν κάποιες ιστορικές ενδείξεις ότι σύγχρονη Δύση έχει ίσως συμβάλλει στη ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ με τρόπους που ο Αμπντελουαχάμπ παραβλέπει.
Στο βιβλίο του Ο μονοσήμαντος κόσμος, ο Γερμανός αραβολόγος Τόμας Μπάουερ μας πληροφορεί ότι για περισσότερα από χίλια χρόνια δεν υπήρξε σχεδόν κανένας λιθοβολισμός μοιχών και απολύτως καμία εκτέλεση για συναινετικές ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές σχέσεις μέσα στις μουσουλμανικές κοινωνίες.
Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο, η ριζοσπαστικοποίηση των ισλαμικών κοινωνιών εντοπίζεται μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν ήρθαν αντιμέτωπες με την οικονομική και στρατιωτική υπεροχή της Δύσης και οδηγήθηκαν το περιθώριο. Τότε αναδύθηκαν ακραίες τάσεις και άρχισαν να κερδίζουν σημαντικό έδαφος, παρότι τους προηγούμενους αιώνες βρίσκονταν κατά κανόνα στο περιθώριο.
Σχετικά με την ενίσχυση των ακραίων τάσεων του ισλαμισμού, εκ μέρους των ΗΠΑ και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, μπορεί κανείς να συμβουλευθεί το Σύγκρουση βαρβαροτήτων του Gilbert Achcar. Παρότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι γεγονός, η (σχεδόν πρωτοφανής) ενίσχυσή του τους τελευταίους δύο αιώνες είναι κάτι που αξίζει να μας προβληματίσει όλους.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.