
Για το δοκίμιο του Νικήτα Σινιόσογλου «Ο καρπός της ασθενείας μου – Δοκίμιο με σάρκα και οστά» (εκδ. Κίχλη). Κεντρική εικόνα: Πίνακας, λάδι σε καμβά (2016) © Clive Head.
Της Ιωάννας Κυριακίδου
Ο Νικήτας Σινιόσογλου είναι ένας αλλόκοτος συγγραφέας. Τα βιβλία που γράφει συνιστούν ένα ιδιαίτερο γραμματολογικό είδος. Ο καρπός της ασθενείας μου είναι ένα βιβλίο χαμαιλέων. «Δοκίμιο με σάρκα και οστά» το χαρακτηρίζει και δίνει έναν εξαιρετικό ορισμό του είδους:
«Το δοκίμιο είναι ένα χιμαιρικό υβρίδιο πρωτότυπου στοχασμού· παραθεμάτων από αρχαίες πηγές που ενεργοποιούν ψυχικές συνάψεις· παρεκβάσεων και αφορισμών· πνευματικών ασκήσεων και παραδοξογραφίας· αυτοβιογραφίας κι αυτομυθοπλασίας – πάντως μια σειρά διαθλάσεων και αναπλάσεων του εαυτού, ένα σωματοδοκίμιο. Οφείλει να έχει την κομψότητα του ευπατρίδη και το θράσος του αλήτη». [σελ. 30]
Το βιβλίο είναι αποσπασματικό. Ασυνέχεια του βίου (πώς αλλιώς;), ασυνέχεια του λόγου. Θα μπορούσε σαφώς κάποιος να το διαβάσει κομμάτι κομμάτι –η σκέψη της ημέρας–, ή να είναι από εκείνα τα βιβλία που είχαν οι νέοι σε προηγούμενους αιώνες στις συντροφιές τους, τα άνοιγαν, διάβαζαν μια αράδα και μετά συζητούσαν ατελείωτα. Στο πρώτο διάβασμα (μιας και δεν είναι βιβλίο που εξαντλείται με την πρώτη φορά), απ' όλους τους δυνατούς τρόπους προκρίνω την ευθύγραμμη ανάγνωση, όπου συσσωρεύεται η πληροφορία και η διανοητική απόλαυση εκρήγνυται και πολλαπλασιάζεται. Είναι ένα ανάγνωσμα για δυνατούς λύτες.
Το κείμενο στο σύνολό του είναι ένα μεγάλο οδοιπορικό, μια flânerie εσωτερική στα «γεγονότα της μέσα ζωής», στο βίωμα και την επανασύστασή του, στη μνήμη και την αναμνημόνευση, στον εαυτό και τις διαθλάσεις του, στους κατοπτρισμούς και αντικατοπτρισμούς που αφήνει στο πέρασμά του. Και τότε οι απορίες οδηγούν σε παρακάμψεις και παράδρομους, πλατιές λεωφόρους και πλατείες, όπου εκεί ο γραφέας γίνεται συγγραφέας συναντώντας και συνομιλώντας με εμβληματικούς προγόνους του συγγραφείς· τον Μονταίν, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Πασκάλ, τον Πλούταρχο πιο συχνά, ενώ με άλλους –τον Σοπενχάουερ, τον Αυγουστίνο, τον Ρουσσώ και τον Νίτσε– πιο αραιά. Άλλες φορές επανασυστήνει ξεχασμένους δημιουργούς, όπως τον εισηγητή του δοκιμίου στην Ελλάδα, τον Κλέωνα Παράσχο (1894-1964), ή τον Αλμπέρ Καρακό (1919-1971) και τον Μπαλτάσαρ Γκραθιάν (1601-1658) μεταξύ άλλων.
Το κείμενο στο σύνολό του είναι ένα μεγάλο οδοιπορικό, μια flânerie εσωτερική στα «γεγονότα της μέσα ζωής», στο βίωμα και την επανασύστασή του, στη μνήμη και την αναμνημόνευση, στον εαυτό και τις διαθλάσεις του, στους κατοπτρισμούς και αντικατοπτρισμούς που αφήνει στο πέρασμά του.
Το κείμενο είναι μια νοσογραφία. Η πορεία της «ασθένωσης» του εαυτού, της αναπόδραστης φυλλοροής, τα ρινίσματα του εαυτού σκορπισμένα σε μια «φλεγμαίνουσα» πόλη. Πού πάνε τα ακατάγραπτα συμβάντα; Τι κρατάμε από αυτά που χάνουμε; Ο λόγος φαρμακείο, φάρμακο ή δηλητήριο; Η μοναξιά ερημία ψυχική ή σώσιμο εαυτού; Δεν υπάρχουν απόλυτες κρίσεις, όλα ισοσθενή και ισόρροπα σύμφωνα με τους «δέκα τρόπους» των Σκεπτικών. Η μελαγχολία, η κόπωση του ζην, η ακηδία, η ενδόρρηξη, το τραύμα, όλα εξετάζονται θεωρητικά αλλά και ελέγχονται πρακτικά με πειραματόζωο τον ίδιο τον συγγραφέα.
Ένα από τα νήματα που διατρέχουν την αφήγηση είναι και μια ερωτική ιστορία. Ο σύγχρονος Οδυσσέας ταξιδεύει και περιπλανιέται στην πόλη και εκεί συναντάει τη σκαθαρίνα του, τη Ζ. που τον τραβάει στη χαρά της ζωής – μια Κίρκη που του μεταμορφώνει το βλέμμα. Μαζί πια περιπλανιούνται στους δρόμους, στα σινεμά, στα δωμάτια, στην Επιθυμία και στο Σώμα.
Το αφήγημα τελειώνει με μια απεντόμωση. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο σαρδόνιο τέλος. Η Ζ., μην ξεχνάμε, έχει το προσωνύμιο «σκαθαρίνα». Ο Οδυσσέας είναι ταυτόχρονα και η Πηνελόπη· το ίδιο πρόσωπο. Έπειτα από την πιστοποιημένη απεντόμωση ανεβαίνει στο μικρό του δώμα, βρίσκει τον εαυτό του και τη μοναξιά του και υφαίνει το γραπτό του κείμενο. Το κάστρο του Μονταίν γίνεται το μικρό δώμα της πόλης.
Το κείμενο είναι ένα λεκτικό “cabinet de curiosités” –ένας θάλαμος αξιοπερίεργων αντικειμένων–, ένα παραδοξογράφημα, πολυσυλλεκτικό και πολυποίκιλο. Εμπεριέχει αποσυνάγωγους και εξόριστους κάθε είδους, μίμους, αυτόχειρες, σκαθάρια και μυρμήγκια, στοιχεία σχιζοφυσιολογίας και ποτήρια μπίρας, καββαλιστές και σούφι, αστραποβόλους και κιούρτους, κορδόνια και columbarium, τραπουλόχαρτα και florilegia, τζιμτζουμ και πουκάμισα, αμπελομιξία και σκιλλοκρόμμυον, φύματα και συνοστεώσεις. Παράξενες και ανοίκειες λέξεις, λέξεις απ' όλη τη διαχρονία της γλώσσας και από πολλά πεδία. Μια κιβωτός γνώσεων· ένα ιδιότυπο μάθημα πολιτισμού.
«Ο δοκιμιογράφος σκαρώνει το γραπτό είδωλο του χαρακτήρα του».
Κλείνοντας το βιβλίο δεν ένιωθα μονάχα ότι «διάβασα» κάτι. Είχα την αίσθηση ότι «είδα» μια παράσταση, μια παράσταση πολυποίκιλη και πλούσια, ένα βαριετέ με μίμους και ηθοποιούς, ιδέες, λέξεις και αντικείμενα αλλά και κάτοπτρα και διαθλούμενα βιώματα. Σκηνοθέτης και κομπέρ, σκηνογράφος και χορογράφος, ο ίδιος ο συγγραφέας που χρησιμοποιεί με σκωπτική μαεστρία το humor-πνεύμα του «φιλάνθρωπου» μισάνθρωπου.
Κείμενο στοχασμού, λογοτεχνία, flânerie, ημερολόγιο, ερωτική ιστορία, florilegia (βιβλίο γνωμών), ιστόρημα μαθητείας, εγκυκλοπαίδεια, μια επιλεκτική ιστορία αρχαίας ελληνικής σκέψης και ευρωπαϊκού πολιτισμού: όλα συντίθενται σε ένα μοναδικό αμάλγαμα και καθιστούν το δοκίμιο του Νικήτα Σινιόσογλου, μοναδικό.
* Η ΙΩΑΝΝΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ είναι φιλόλογος.