
Για το βιβλίο του Hanns-Erich Kaminski «Ο Σελίν φαιοχίτωνας» (μτφρ. Χαράλαμπος Μαγουλάς, εκδ. Μάγμα).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Το πρόβλημα της ανάμειξης των διανοουμένων στην πολιτική, καθώς και των (όχι πάντα θετικών) συνεπειών μιας τέτοιας ανάμειξης, είναι κάτι που έχει συζητηθεί και σχολιαστεί ευρύτατα, τόσο που θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι το θέμα έχει κορεστεί. Κι όμως, φαίνεται πως οι καιροί μας ευνοούν σημαντικά τέτοιους προβληματισμούς και η συζήτηση δεν θα σταματήσει στο προσεχές μέλλον. Η αξιόλογη σειρά «Πολιτικό δοκίμιο» των εκδόσεων Μάγμα, ύστερα από μια σειρά τόμων για αξιόλογους μα και αντισυμβατικούς στοχαστές, προσφέρει τώρα στη γλώσσα μας το βιβλίο του συγγραφέα Χανς-Έριχ Καμίνσκι για τον καταξιωμένο και αμφιλεγόμενο Γάλλο λογοτέχνη και γιατρό Λουί-Φερντινάν Σελίν (Louis Ferdinand Céline, ψευδώνυμο του Louis Ferdinand Destouches).
Το βιβλίο, ντοκουμέντο της ταραγμένης μεσοπολεμικής περιόδου, περιστρέφεται βασικά γύρω από ένα ζήτημα, το οποίο δεν είναι άλλο από την πολιτική στράτευση του Σελίν στο ναζιστικό κίνημα, μια στράτευση που ακόμη προβληματίζει και διχάζει τους θαυμαστές της γραφής του. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια σατιρική αποτύπωση των απόψεων του Γάλλου συγγραφέα, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους στοχασμούς του Καμίνσκι σχετικά με τον φασισμό, τον αντισημιτισμό, τον πόλεμο. Το παρόν έργο γράφεται στη γαλλική γλώσσα, περίπου στα 1938, δηλαδή έναν χρόνο αφότου ο Σελίν είχε διακηρύξει ξεκάθαρα τις αντισημιτικές του πεποιθήσεις, στο γνωστό βιβλίο του Φλυαρίες για μια σφαγή (αποκαλείται επίσης και «μπαγκατέλες», με αναφορά στον πρωτότυπο γαλλικό τίτλο Bagatelles pour un massacre). Ο Καμίνσκι, αν και Γερμανός με εβραϊκή καταγωγή, σπεύδει να μας ξεκαθαρίσει ότι δεν νιώθει να τον συνδέει κάτι με τις εβραϊκές του ρίζες, τις οποίες θεωρεί συγκυριακό γεγονός, περίπου όπως το χρώμα μαλλιών και δέρματος. Περισσότερο κοντά, μας λέει, βρίσκεται στη γερμανική του ταυτότητα, χωρίς φυσικά να συμμερίζεται τον επιθετικό εθνικισμό πολλών συμπατριωτών του. Παράλληλα ο συγγραφέας, προσκείμενος στην αναρχική και ελευθεριακή σκέψη, καταδικάζει ανοιχτά το «σοβιετικό πείραμα», χωρίς όμως να απορρίπτει την αναζήτηση για μια κοινωνία ίσων ανθρώπων. Στο βιβλίο του ο αναγνώστης δεν θα βρει μια ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη τοποθέτηση, από εκείνες που διαθέτουν το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης. Αντίθετα, πρόκειται για ένα λιβελογράφημα με απώτερο σκοπό την ηθική καταγγελία, σε μια εποχή μετάβασης όπου ακόμη όλα διακυβεύονται. Μάλιστα, σε κάποια σημεία ενδεχομένως αδικείται ο Σελίν (όπως λ.χ. στην αμφιλεγόμενη νοηματοδότηση της λέξης «σφαγή», που δεν είχε τη σημασία της προτροπής σε διώξεις του εβραϊκού πληθυσμού, όπως δείχνει να πιστεύει ο Καμίνσκι).
Ο Καμίνσκι, αν και Γερμανός με εβραϊκή καταγωγή, σπεύδει να μας ξεκαθαρίσει ότι δεν νιώθει να τον συνδέει κάτι με τις εβραϊκές του ρίζες, τις οποίες θεωρεί συγκυριακό γεγονός, περίπου όπως το χρώμα μαλλιών και δέρματος. Περισσότερο κοντά, μας λέει, βρίσκεται στη γερμανική του ταυτότητα, χωρίς φυσικά να συμμερίζεται τον επιθετικό εθνικισμό πολλών συμπατριωτών του.
Κύριος στόχος του Καμίνσκι είναι να προωθήσει τα αντιφασιστικά και τα φιλειρηνικά ιδεώδη (τα οποία θεωρεί συνώνυμα, όπως ακριβώς θεωρεί τον φασισμό συνώνυμο με τον μιλιταρισμό) ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Παρατηρώντας γύρω του, βλέπει τα μιλιταριστικά αισθήματα να θεριεύουν και επιχειρεί να προειδοποιήσει απέναντι σε κάτι που αντιλαμβάνεται ως απολύτως ορατό κίνδυνο. Αυτόν τον σκοπό έχει και η καταδίκη του Σελίν. Όπως επίσης παραδέχεται, ο Καμίνσκι γνώριζε από πριν το λογοτεχνικό έργο του Σελίν: είχε διαβάσει τόσο το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (1932), όσο και το Θάνατος επί πιστώσει (1936) και έτρεφε μάλιστα κάποιο θαυμασμό για εκείνον, μέχρι που διάβασε το έργο του Mea culpa (1936). Για άλλη μια φορά, φαίνεται να τίθεται το περίφημο πρόβλημα της ανάμειξης των διανοουμένων στην πολιτική, και ειδικότερα, της για πολλούς επονείδιστη στήριξής τους σε απάνθρωπες και αυταρχικές ιδεολογίες.
Συγκεκριμένα, ο Καμίνσκι ασκεί σφοδρή κριτική στον Σελίν, ιδιαίτερα στις Φλυαρίες, και δεν διστάζει να πει στο τέλος ότι το έργο του αποτελεί μασκαρεμένη προπαγάνδα αντισημιτισμού. Στη σάτιρά του, τον παρουσιάζει να συνομιλεί με τον (επίσης αντισημίτη) ποιητή Πολ Μοράν (Paul Morand), να διαβάζει ναζιστικά κείμενα και στη συνέχεια να επισκέπτεται τη ναζιστική Γερμανία την εποχή των διώξεων του εβραϊκού πληθυσμού, συναντώντας τους ναζιστές ηγέτες Γκέμπελς, Γκέρινγκ και Χίτλερ, καθώς και τον φημισμένο ναζιστή δημοσιογράφο Γιούλιους Στράιχερ (Julius Streicher, εκτελέστηκε το 1946 δι’ απαγχονισμού), με το τραγικό στοιχείο να εναλλάσσεται αδιάλειπτα με το γκροτέσκο. Τέλος, η ιστορία παίρνει μιαν απρόσμενη μορφή, που θυμίζει ίσως λίγο το θεατρικό έργο Ο ρινόκερος του Ιονέσκου, με έντονη παρουσία σκατολογικού χιούμορ, που με τη σειρά του θυμίζει τον ίδιο τον Σελίν. «Ο αντισημιτισμός» αντιτείνει προφητικά ο Καμίνσκι «οδηγεί αναπόφευκτα, μέχρι νεωτέρας διαταγής, στα στρατόπεδα των ναζί» (σελ. 42). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ο φανταστικός διάλογος με τον Γκέμπελς, ο οποίος εμφανίζεται να περιγράφει τον αντισημιτισμό ως ένα διανοουμενίστικο κατασκεύασμα που περισσότερο προβάλλεται στον γερμανικό λαό άνωθεν, παρά αντικατοπτρίζει τα γνήσια, μα αντιφατικά και συγκεχυμένα, αισθήματά του.
![]() |
O Friedrich Nietzsche, o Martin Heidegger και ο Louis Ferdinand Céline. |
Ωστόσο, ο τόμος δεν τελειώνει εκεί. Εκτός από το κυρίως κείμενο, είναι σημαντικό να δει κανείς και το επίμετρο από τον Νίκο Ν. Μάλλιαρη, όπου σκιαγραφείται το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο του αντισημιτισμού του Σελίν και θίγονται κάποια σχετικά προβλήματα που, δυστυχώς ή ευτυχώς, παραμένουν και σήμερα επίκαιρα. Συγκεκριμένα, πρέπει να μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα ο αντισημιτικός λίβελος του Σελίν; Συνήθως όσοι απαντούν καταφατικά τονίζουν την ανάγκη διάλυσης των ταμπού και την προώθηση της ανοιχτής συζήτησης σχετικά με το αντισημιτικό μίσος, ενώ όσοι απαντούν αρνητικά προβάλλουν το αντεπιχείρημα ότι μια τέτοια έκδοση απλώς θα περιέβαλε ένα κείμενο μίσους με επίσημη αίγλη, ενισχύοντας τελικά αυτό που επιδιώκει να αποτρέψει, δηλαδή την έξαρση του μίσους εναντίον του εβραϊκού λαού. Ο συγγραφέας του επιμέτρου φαίνεται πως συντάσσεται με την πρώτη άποψη, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η καταβύθιση αυτής της σκοτεινής πλευράς του Σελίν στη σιωπή μάλλον της προσδίδει αίγλη (αφού οι επίδοξοι αναγνώστες ίσως αποκομίσουν την εντύπωση πως πρόκειται για ένα «απαγορευμένο» και επομένως αντισυμβατικό βιβλίο κ.λπ.) και τελικά μάλλον αναζωπυρώνει το ρατσιστικό μίσος.
Πάντως, ο Σελίν καταδικάστηκε με το άρθρο 75 του γαλλικού Ποινικού Κώδικα, περί συνεργασίας με εχθρική δύναμη, αν και βέβαια ο ίδιος ποτέ δεν συνεργάστηκε στην πράξη με τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής. Τέλος, όπως και ο Χάιντεγκερ, ο Σελίν δεν εξέφρασε ποτέ κανενός είδους μεταμέλεια για τις δηλώσεις του. Αντίθετα, εξέφρασε την αμφισβήτησή του για την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος και επέμεινε πως οι κατηγορίες εναντίον του οφείλονταν στον φθόνο για το ανυπέρβλητο λογοτεχνικό του έργο. Βέβαια, μέχρι σήμερα γίνεται κάποια προσπάθεια να παρακαμφθεί το ζήτημα του αντισημιτισμού του, μέσω της έμφασης στο λογοτεχνικό του ύφος (αντί της θεματολογίας και των ιδεών). Κάτι αντίστοιχο έχει επιχειρηθεί και με τον Νίτσε, προκειμένου ίσως να απαλυνθούν οι πιο αιχμηρές διατυπώσεις και ορισμένες πλευρές της σκέψης του.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Ο Σελίν φαιοχίτωνας
ΧΑΝΣ-ΕΡΙΧ ΚΑΜΙΝΣΚΙ
Μτφρ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΓΟΥΛΑΣ
ΜΑΓΜΑ 2021
Σελ. 160, τιμή εκδότη €12,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο αντισημιτισμός δεν έχει χαρακτηριστεί τυχαία ως ο “σοσιαλισμός των ηλιθίων”, και ο Σελίν αντιλαμβάνεται τα μεγάλα δεινά της εποχής μας σαν ένας οποιοσδήποτε χαμηλής μόρφωσης, στενοκέφαλος μικροαστός. Μισεί χωρίς να βλέπει πέρα από τη μύτη του, και το επιμελώς καλλιεργημένο μίσος του τον παρασύρει σε περιοχές όπου δεν υπάρχει ούτε λογική ούτε πνεύματα για να τον κατανοήσουν. Δεν ξέρω πού πάει και πού θα φτάσει· δεν ξέρω καν αν πρέπει να τον περιφρονήσω ή να τον οικτίρω. Κάθε εποχή έχει τη δική της ασθένεια, που συνήθως καταστρέφει τους ανθρώπους αλλά ορισμένες φορές τους εμπνέει. Το κακό σήμερα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο: όχι μόνο διότι εξαπλώνεται συνεχώς, σαν επιδημία ή σαν ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, αλλά προπάντων επειδή προκαλεί την αυτοκαταστροφή του πολιτισμού. Ο αντισημιτισμός, η βούληση να εγκαταλείψουμε κάθε κριτική σκέψη και η επιθυμία να υποταχθούμε τυφλά σ’ έναν μύθο που εκπροσωπείται από έναν ηγέτη, δεν είναι παρά τα συμπτώματα τούτης της ασθένειας. Η προέλευσή της είναι υλικής τάξης. Ο οργανισμός της σύγχρονης κοινωνίας έχει απορρυθμιστεί και όποιος θέλει να τον θεραπεύσει, πρέπει να αναζητήσει γιατρικά ικανά να καταπολεμήσουν τις αιτίες των δεινών του».