Για τη μελέτη του Étienne Gilson «Το πνεύμα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας» (μτφρ. Χρήστος Μαρσέλλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Στην κεντρική εικόνα, εικόνα του 14οου αιώνα από διάλεξη σε πανεπιστήμιο. Στην εικόνα μέσα στο κείμενο, ο Θωμάς Ακινάτης ζωγραφισμένος από τον Carlo Crivelli (1476).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Ο Μεσαίωνας, εκείνη η σχεδόν χιλιετής περίοδος που ξεκινά από την κατάλυση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476 μ.Χ.) από τον Γερμανό βασιλιά Οδόακρο και τελειώνει περίπου με τον Πετράρχη και την Αναγέννηση, είναι ίσως μια από τις πιο δυσφημισμένες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας. Πράγματι, στο συλλογικό φαντασιακό μας κυριαρχεί ακόμη το στερεότυπο περί του Μεσαίωνα ως μιας εποχής απόλυτου σκοταδισμού, αμάθειας, θρησκευτικού φανατισμού και πολέμων. Όλα αυτά όμως μονάχα εν μέρει αληθεύουν. Για παράδειγμα, κόντρα στη συνήθη παρανόηση, οι μεσαιωνικοί διανοούμενοι γνώριζαν ότι η γη δεν είναι επίπεδη αλλά σφαιρική και τα πρώτα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν τότε, αποσκοπώντας κυρίως στη θεολογική εκπαίδευση του κλήρου. Μάλιστα, κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί των φυσικών επιστημών (π.χ. Έντουαρντ Γκραντ [Edward Grant]), έχουν φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι αυτές έχουν τα θεμέλιά τους όχι στη Νεωτερικότητα αλλά ήδη στους Μεσαιωνικούς Χρόνους. Όσο για τον χριστιανισμό, τον οποίο εκπροσωπούσε η Καθολική Εκκλησία, υπήρξε για αιώνες όχι απλώς η αιτία του σκοταδισμού αλλά πρωτίστως η κύρια πηγή γλωσσικού εγγραμματισμού, διαπαιδαγώγησης και «εξευγενισμού» των αρχικά νομαδικών φυλών που είχαν κατεβεί επιθετικά από τον γερμανικό Βορρά προς την Ευρώπη.
Ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός της φιλοσοφίας Ετιέν Ζιλσόν επιχειρεί να μας προσφέρει όχι μια εξαντλητική ενημέρωση πάνω στη μεσαιωνική σκέψη, αλλά μάλλον ένα κατατοπιστικό πανόραμα, επιχειρώντας να υπερβεί τις γνωστές προκαταλήψεις και υπεραπλουστεύσεις.
Σε τούτη εδώ τη μνημειώδη μελέτη του, που προέρχεται από διαλέξεις που έδωσε το 1931 στο πανεπιστήμιο του Aberdeen (Gifford Lectures), ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός της φιλοσοφίας Ετιέν Ζιλσόν επιχειρεί να μας προσφέρει όχι μια εξαντλητική ενημέρωση πάνω στη μεσαιωνική σκέψη, αλλά μάλλον ένα κατατοπιστικό πανόραμα, επιχειρώντας να υπερβεί τις γνωστές προκαταλήψεις και υπεραπλουστεύσεις. Αντικείμενο της πραγμάτευσής του είναι η μεσαιωνική χριστιανική φιλοσοφία. Αρχικά, ο Ζιλσόν κάνει μια αναγκαία διευκρίνιση: η μεσαιωνική φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με τη χριστιανική, διότι αφενός χριστιανική φιλοσοφία υπάρχει ως έναν βαθμό και στη σημερινή εποχή, αφετέρου στη μεσαιωνική φιλοσοφία εντάσσονται και διάφοροι ιουδαίοι και μουσουλμάνοι στοχαστές. Προτού όμως σκιαγραφήσει το περιεχόμενο αυτής της φιλοσοφίας, ο Ζιλσόν αναγκάζεται να απαντήσει στο ερώτημα του αν πραγματικά υπήρξε όντως μια φιλοσοφία που να ήταν συνάμα μεσαιωνική και χριστιανική. Σύμφωνα με τη γνωστή μομφή του Αδόλφου φον Χάρνακ (Adolf von Harnack), την οποία υιοθέτησαν αργότερα και ειδικοί ερευνητές της φιλοσοφίας όπως ο Εμίλ Μπρεγιέ (Émile Bréhier), οι χριστιανοί δεν διέθεταν αρχικά καμία θεωρητική θεμελίωση της πίστης τους, και μονάχα αιώνες αργότερα, υιοθετώντας ιδέες από την αρχαιοελληνική σκέψη, κατόρθωσαν να αναπτύξουν ένα είδος φιλοσοφικής θεολογίας.
Αρχικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε, απαντά ο Ζιλσόν, το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν φιλοσοφούσαν με κύριο στόχο την επίλυση κάποιων αφηρημένων διανοητικών προβλημάτων. Η φιλοσοφία τους ήταν μια «βιοσοφία», μια απάντηση στα πιεστικά πρακτικά προβλήματα της ζωής. Αυτή τη σημασία είχε το φιλοσοφείν για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, και ακόμη περισσότερο για τους Στωικούς και τους διαδόχους τους.
Όταν ο Παύλος αποκήρυσσε τη φιλοσοφία, γράφοντας χαρακτηριστικά «μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων» (Κολ. 2,8), εκείνο που είχε υπόψη του είναι οι απόψεις των Ελλήνων ειδωλολατρών για τους οποίους το χριστιανικό μήνυμα ήταν «μωρία» (Α΄ Κορ. 1,23), και όχι η δραστηριότητα του ανθρώπινου νου καθαυτή. Άλλωστε, ο ίδιος ο Παύλος αναγνώρισε τη δυνατότητα των μη χριστιανών να έχουν κάποια (έστω περιορισμένη) πρόσβαση στον θεϊκό νόμο, μέσω της εσωτερικής τους συνείδησης (Ρωμ. 2,10-16). Από εκεί εκπηγάζει κάθε μεταγενέστερη απόπειρα θεμελίωσης μιας φυσικής θεολογίας, καθώς και η αναζήτηση της θεϊκής αλήθειας μέσα στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Συγκεκριμένα, με τη θεωρία του περί «σπερματικών λόγων», ο Ιουστίνος αναγνώριζε σπέρματα αλήθειας (και) στους προ Χριστού ειδωλολάτρες, κάνοντας το καθοριστικό βήμα προσέγγισης της αρχαιοελληνικής σκέψης εκ μέρους του χριστιανισμού. Η εναλλακτική και (κατά Ζιλσόν) απλοϊκή άποψη του Φίλωνος του Αλεξανδρέα, ότι τάχα οι φιλόσοφοι διέθεταν, με κάποιον άγνωστο σε μας τρόπο, πρόσβαση στη Γραφή και αντλούσαν από εκεί τις αλήθειες τους, παρέμεινε στο περιθώριο.
Ο Étienne Gilson (1884–1978) γεννήθηκε και σπούδασε στο Παρίσι. Δίδαξε, μεταξὺ άλλων, στη Σορβόννη και στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια κατέλαβε την έδρα μεσαιωνικής φιλοσοφίας του Κολλεγίου της Γαλλίας. Υπήρξε ιδρυτής του Ποντιφικοῦ Ινστιτούτου Μεσαιωνικών Σπουδών του Τορόντο. Το 1946 εξελέγη μέλος της Γαλλικῆς Ακαδημίας. Αναγνωρίζεται ευρύτατα ως ο μεγαλύτερος ιστορικός της μεσαιωνικής φιλοσοφίας. Το Πνεύμα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας (L’esprit de la philosophie médiévale, 1932, 21943) —μαζὶ με το Ον και η Ουσία (L’Etre et l’Essence, 1948), το οποίο επίσης εκδόθηκε στα ελληνικά το 2016 απὸ τις Πανεπιστημιακὲς Εκδόσεις Κρήτης— αποτελεῖ ένα απὸ τα σημεία αναφοράς του έργου του. Άλλα σημαντικὰ έργα του: Introduction à l’étude de Saint Augustin (1929), The Unity of Philosophical Experience (1937), Jean Duns Scot, introduction à ses positions fondamentales (1952), La Philosophie au Moyen-âge (1962), Le Thomisme (1964). |
Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες θεωρούσαν απολύτως αυτάρκη τη χριστιανική αλήθεια και δεν πίστευαν πως είχε ανάγκη την αρχαιοελληνική φιλοσοφία για να καταστεί πλήρης. Για την ακρίβεια, θεωρούσαν τη δεύτερη ως μια πρώιμη και ατελέστερη εκδοχή της πρώτης, όμοια με τον ιουδαϊκό νόμο, που στόχο είχε να λειτουργήσει ως μια «προπαιδεία» για τον Χριστό και έπειτα να ξεπεραστεί. Έτσι, ο Ηράκλειτος, ο Σωκράτης, οι Στωικοί και γενικά όλοι οι ενάρετοι ειδωλολάτρες, λογίζονταν ως δίκαιοι και «προ Χριστού χριστιανοί», ενώ η χριστιανική αλήθεια θεωρήθηκε ως το επιστέγασμα των δικών τους προσπαθειών και συνάμα η μεγαλύτερη και πληρέστερη αλήθεια από όλες.
Για τον Ζιλσόν, η μεσαιωνική φιλοσοφία υπήρξε στις καλύτερες στιγμές της μια χριστιανική φιλοσοφία. Το πνεύμα της ήταν σαφώς διαποτισμένο από το χριστιανικό βίωμα, μα και λεπτοδουλεμένο στις έννοιες της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας ώστε να παραγάγει μια ειδικά χριστιανική κοσμοθεώρηση:
«Όλα συνέβαιναν λοιπόν, για τους στοχαστές του Μεσαίωνα, σαν να τους είχε ανατεθεί η διπλή ευθύνη να διατηρήσουν μια φιλοσοφία της φύσης οικοδομώντας συγχρόνως μια θεολογία της υπερφύσης (surnature), και να ενσωματώσουν την πρώτη μέσα στη δεύτερη, σε ένα συνεκτικό σύστημα».
Έχει εύστοχα παρατηρηθεί πως εκείνη η εποχή ήταν εποχή των υπομνηματιστών, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε πως επρόκειτο για φιλοσόφους υπομνηματιστές. Οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι πόρρω απείχαν από το να είναι απλοί σχολιαστές των αρχαίων Ελλήνων. Αντίθετα με άλλους (π.χ. για τον Αβερρόη, που κατά Ζιλσόν δεν συνεισέφερε ούτε μια πρωτότυπη έννοια στη φιλοσοφική σκέψη), οι χριστιανοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα επέλεξαν να είναι λιγότερο υπομνηματιστές και περισσότερο φιλόσοφοι, ερμηνεύοντας τους αρχαίους στοχαστές υπό ένα πρωτότυπο χριστιανικό πρίσμα. Χαρακτηριστικό είναι, σε αυτό το σημείο, το πρόβλημα του Θεού: παρά το γεγονός ότι αμφότεροι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είχαν προχωρήσει αρκετά σε σχέση με τον υλιστικό ειδωλολατρικό τρόπο σύλληψης του θείου, κανένας τους δεν έφτασε στο σημείο να αναγνωρίσει τον Θεό ως πηγή των όντων και του Είναι εν γένει. Αυτό που η αρχαιοελληνική φιλοσοφία πλησίασε μα δεν κατόρθωσε να φτάσει, αποκαλύφθηκε στους χριστιανούς με άμεσο τρόπο. Θεμέλιο ολόκληρης της χριστιανικής φιλοσοφίας είναι η φράση «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν», που είπε ο Θεός στον Μωυσή μέσα στη φλεγόμενη βάτο, όπως μας λέει η Παλαιά Διαθήκη (Έξ. 3,14). Αυτή είναι η πρώτη αλήθεια, από την οποία προκύπτουν οι υπόλοιπες. Ο Θεός ταυτίζεται με το ίδιο το Είναι, την πηγή της ύπαρξης των όντων, και ως causa sui διαθέτει δύο βασικές ιδιότητες: απειρία (δεν έχει πέρας) και τελειότητα (δε στερείται από τίποτα). Εδώ παρατηρείται μια σημαντική αντίθεση με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, για την οποία αυτές οι δύο ιδιότητες δεν συμβιβάζονταν, αφού η τελειότητα ήταν αναγκαστικά συνυφασμένη με το πέρας. Αντίθετα με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, που κινήθηκε από το «ἀγαθὸν» προς το Είναι, η χριστιανική σκέψη πορεύτηκε από το Είναι (Θεός) προς το «ἀγαθὸν».
Ταυτίζοντας το Είναι με τον Θεό, ο Μεσαίωνας άνοιγε τον δρόμο για την πρωτότυπη απόπειρα απόδειξης της θείας ύπαρξης μέσα από την εννοιολογική σύλληψή της.
Η μεσαιωνική φιλοσοφική σκέψη είναι λοιπόν η κατεξοχήν χριστιανική σκέψη. Θεμέλιό της ήταν ό,τι ο Ζιλσόν ονομάζει «μεταφυσικό πρωτείο του Είναι». Σύμφωνα με αυτή την ιδέα, η ουσία του Θεού ταυτίζεται με την ύπαρξή Του. Ταυτίζοντας το Είναι με τον Θεό, ο Μεσαίωνας άνοιγε τον δρόμο για την πρωτότυπη απόπειρα απόδειξης της θείας ύπαρξης μέσα από την εννοιολογική σύλληψή της. Αν ο Θεός είναι λογικά δυνατός, πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει: έτσι όριζε το περίφημο οντολογικό επιχείρημα του Ανσέλμου, που επηρέασε τη νεώτερη φιλοσοφία, από τους Ντεκάρτ και Σπινόζα ώς τον Χέγκελ. Σύμφωνα με τον Ζιλσόν, το οντολογικό επιχείρημα, στηριγμένο στην τελειότητα με την οποία συνδέεται λογικά μέσα στο μυαλό μας η έννοια του Θεού, κατόρθωσε μονάχα να μας πείσει ότι αν υπάρχει ο Θεός, τότε θα πρέπει να υπάρχει αναγκαία. Δεν κατόρθωσε όμως να αποδείξει τη θεία ύπαρξη, αν και βέβαια υπέδειξε τη στενή σχέση ουσίας και ύπαρξης στον Θεό. Για να αποδείξουμε πως υπάρχει πραγματικά ο Θεός, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ύπαρξη και να καταλήξουμε στην ουσία και όχι το αντίστροφο. Αυτό ακριβώς επιχείρησε να κάνει ο κορυφαίος φιλόσοφος που έζησε στους Μεσαιωνικούς Χρόνους, ο Θωμάς Ακινάτης. Για τον Ζιλσόν, ο Ακινάτης υπήρξε όχι μόνο κορυφαίος ανάμεσα στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα, αλλά παραμένει ο σπουδαιότερος όλων και στον εικοστό αιώνα. Η σύγχρονη σκέψη, μοιάζει να μας λέει, μόνο να ωφεληθεί μπορεί αν παραμερίσει τις προκαταλήψεις της και στραφεί εκ νέου στη μελέτη της χριστιανικής φιλοσοφίας του Μεσαίωνα, που είναι ένα από τα μεγάλα οικοδομήματα του πνεύματος διαχρονικά.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Το πνεύμα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας
ΕΤΙΕΝ ΖΙΛΣΟΝ
Μτφρ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ 2019
Σελ. 544, τιμή εκδότη 30,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η βιβλιοθήκη ενός μεσαιωνικού θεολόγου περιείχε πρώτα τη Βίβλο· έπειτα τον Αριστοτέλη· έπειτα κάποια υπομνήματα στον Αριστοτέλη, σαν αυτά του Αλβέρτου του Μεγάλου ή του αγίου Θωμά· τέλος, αν οι πόροι του του το επέτρεπαν, κάποια υπερυπομνήματα που υπομνημάτιζαν τα υπομνήματα, σαν αυτό που έκανε ο Ιωάννης του Γένδουνου για τον Αβερρόη, και, σαν να μην έφταναν αυτά, ένα σωρό από Quaestiones disputate για να ξέρει τι σήμαιναν όλα τα παραπάνω».