Για την ποιητική συλλογή του Θωμά Τσαλαπάτη Άλμπα (εκδ. Εκάτη).
Του Παναγιώτη Λογγινίδη
Κυριευμένη από στοιχεία δυισμού, η δεύτερη ποιητική συλλογή του Θωμά Τσαλαπάτη, γεμάτη στοιχεία νεοτερισμού στην αντίληψη για την ποίηση, μεταμφιέζεται μερικώς σε πεζό λόγο με ποιητική διαφάνεια. Πόλη ή γυναίκα, πεζό ή ποίηση, φώς ή σκοτάδι, τελικά είναι διαφορετικές όψεις του ενός και μόνου πράγματος, του πραγματικού βιώματος.
Διαβάζοντας το δεύτερο βιβλίο του Θωμά Τσαλαπάτη, δεν είναι δυνατόν να νοιώσουμε έστω και μία στιγμή εκτός της Άλμπα. Επιθετικός ο ποιητής, αποφασίζει να μας βάλει στο μίξερ της Άλμπα και να μας χτυπήσει ανελέητα μέχρι να καταλάβουμε ότι η ζωή έτσι μόνο είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή, σαν ένα πράγμα (υλικό) ή ένα γεγονός (ιδέα) που διαρκεί μόνο όταν έχει χρονικό πλάτος και εδαφικά δευτερόλεπτα.
Ατρόμητος, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη και για αυτόν αλλά και για τον αναγνώστη που βυθίζεται στο σκοτεινό βούρκο της Άλμπα χωρίς να σκέφτεται τι θα επακολουθήσει.
Η Άλμπα είναι μία φανταστική πόλη που ενώ γνωρίζουμε την εικονικότητά της, νοιώθουμε δεμένοι στο άρμα της, στον κυκλώνα που δημιουργεί στα βαθύτερα ένστικτά μας, στις επιθυμίες μας. Αλίμονο αν αποφασίσεις να ξεκουραστείς ενώ βρίσκεσαι εντός των ορίων της Άλμπα. Η διάλυσή σου είναι αναμενόμενη. Αφού λοιπόν αποφάσισε ο ποιητής να μας εσωκλείσει στην πόλη του –εδώ η λέξη «εσωκλείω» δεν είναι τυχαία αφού μέσα από τα κάγκελα της πόλης βλέπουμε τις ημέρες που βρίσκονται έξω αλλά μας αποκλείεται να τις μυρίσουμε– θεώρησε σκόπιμο να μας αποκαλύψει όλα τα ένοχα μυστικά της. Ναι λοιπόν, η πόλη λειτουργεί ενοχικά, τα πουλιά της που «βουλιάζουν σαν πέτρες στον ουρανό» και «στον ύπνο τους γαντζώνονται στον ουρανό», τα σταφύλια που «γεννούν και γερνούν μέσα σε λίγες ώρες», οι αγέννητοι που «έχουν την ίδια μοίρα με τους νεκρούς». Η ενοχή σκεπάζει τα πάντα και ο ποιητής δε φοβάται να τη δει και να τη διαλαλήσει όσο πιο έντονα μπορεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Ατρόμητος, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη και για αυτόν αλλά και για τον αναγνώστη που βυθίζεται στο σκοτεινό βούρκο της Άλμπα χωρίς να σκέφτεται τι θα επακολουθήσει. Μάλιστα η Άλμπα είναι τόσο ιδιόμορφη, ξενίζει τόσο πολύ η δύσμορφη ρυμοτομία της και οι αφύσικες αντανακλάσεις της –εδώ οι ανηφόρες της αρνούνται να γίνουν κατηφόρες, …στέγες γαλάζιες τραβούν τα κτήρια προς τον ουρανό, … οι αυλές είναι σπαρμένες με δόντια– που κανείς δε θα ευχόταν μία επίσκεψη σε αυτήν εκτός αν ήταν ο αναγνώστης της. Ω, τυχερέ αναγνώστη που έχεις μάτια περισσότερα από την Άλμπα και δέντρα κοντύτερα ώστε να την κερδίσεις στην μάχη που έτσι κι αλλιώς σου επιφυλάσσεται από τη μοίρα.
Γεμάτο λεκτικά δίπολα, το γραπτό παίζει με κλασικά λογοτεχνικά μοτίβα, πρόσωπο και προσωπείο, χρόνος και μη χρόνος, άνθρωπος και άνθρωπος.
Το κείμενο που συμπτωματικά είναι και το σώμα της πόλης Άλμπα, είναι γεμάτο αντιθέσεις. Προσευχή≠πέτρα, λιμνάζουν≠λέξεις, όψη≠βλέμμα. Περίεργη πόλη που μετεωρίζεται μεταξύ ποίησης και διηγήματος, παλαιάς πόλης και νέας και δε σ’ αφήνει να διαλέξεις, ως το τέλος. Γεμάτο λεκτικά δίπολα, το γραπτό παίζει με κλασικά λογοτεχνικά μοτίβα, πρόσωπο και προσωπείο, χρόνος και μη χρόνος, άνθρωπος και άνθρωπος. Και κει που πας να συνηθίσεις το στρωτό ποιητικό λόγο έρχεται σαν νέος λογοτεχνικός κεραυνός ο πεζός ποιητής να ανοίξει τον κύκλο για να ξανάρθει η άλλη Άλμπα, το πρόσωπο.
Περίεργη σύμπτωση λογοτεχνικά αν και όχι σε επίπεδο αντανάκλασης (βλ. Μαρία Νεφέλη-Αντιφωνητής) το δίπολο φαίνεται απαραίτητο στο συγγραφέα προκειμένου να αναδείξει τους κρυφούς θησαυρός της πόλης. Χωρίς ψεκτικούς χαρακτηρισμούς προς την πόλη, μόνο με την παράθεση ενός προσώπου γυναικείου, μάλλον νέου, ο ποιητής δημιουργεί την αντιπαράθεση. Πέρα από τη σκοτεινή πόλη, υπάρχει η μονάδα. Πέρα από το σύνολο που σε εμπεριέχει και εκ των πραγμάτων σε απορροφά όταν παλινδρομικά συμβαίνει, υπάρχει αυτή η μία, το αντίβαρο στην εξουθενωτική πόλη, το άλλο πρόσωπο στην ιστορία που συμπτωματικά έχει πάντα το ίδιο όνομα. Εύστοχο το δίπολο, ο αντικατοπτρισμός του «εγώ» στο «εμείς», ο άλλος που είναι πάντα εκεί για να νοηματοδοτεί το άμορφο όλο. Αν η διήγηση του κειμένου εμφανίζεται στρωτή, συμπαγής, απαλλαγμένη από τσαχπινιές, η σύνδεση με το στίχο επιτυγχάνεται σχεδόν αυτοματοποιημένα χάριν της λεπτότητας της γυναίκας Άλμπα, του ερωτικού της υπερβατισμού που τελικά κατακλύζει το σύνολο του έργου.
Αφού λοιπόν το κείμενο το διαφεντεύει η πετυχημένη παράθεση λέξεων, μόνο αυτή θα αποδυνάμωνε τους πρωταγωνιστές που μάλλον φαντάζουν λαμπροί όταν έχουν να παίξουν αυτή την παρτίδα αντιπαράθεσης με το λόγο.
Βεβαίως η γυναίκα Άλμπα, εμφανίζεται πρωτίστως ως ερωτικό πρόσωπο. Παρ’ ότι και η πόλη έχει ερωτικά ψήγματα η γυναίκα κατακλύζεται από ερωτισμό που καταφέρνει να τρυπώσει στους ερωτογενείς δέκτες μας και να μας τυραννάει μέχρι να «στέκεται όρθια με μια λέξη λιγότερη». Αυτό είναι το χτύπημά της, η μεγάλη της απώλεια, η αντίσταση και τελικά η σωτηρία του συγγραφέα στην απορρόφηση που υπέστη από αυτή τη Μπλανς Ντιμπουά της Άλπμα, να της αφαιρεθεί μία λέξη. Στην ποίηση οι λέξεις έχουν την εξουσία και εμείς, οι πόλεις, οι ερωτικές γυναίκες υπηρετούμε τις διαταγές τους. Αφού λοιπόν το κείμενο το διαφεντεύει η πετυχημένη παράθεση λέξεων, μόνο αυτή θα αποδυνάμωνε τους πρωταγωνιστές που μάλλον φαντάζουν λαμπροί όταν έχουν να παίξουν αυτή την παρτίδα αντιπαράθεσης με το λόγο. Και εδώ η αφαιρετική λογική του συγγραφέα λυτρώνει τον αναγνώστη που τόση ώρα παρακολουθεί ένα άρτιο πρόσωπο που δεν καταδέχεται υποψία ελλείμματος.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο αναγνώστης έχει δύο επιλογές καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης: ή να επιλέξει την πόλη Άλμπα, μια πόλη καθόλου συμβατική, μυστηριώδης, με γειτονιές μόνο με μονούς αριθμούς και με μία Πέμπτη που μάλλον κάπου παράπεσε, ανάμεσα στις άλλες ημέρες και κανείς δεν την αναζήτησε ή να ακολουθήσει το άρωμα της γυναίκας Άλμπα που ξεχωρίζει στις ζωές μας και αποφασίζει να σταθεί απέναντι στη δυνατή πόλη, ως μία μονάδα συγκλονιστική. Όποιος νομίζει ότι η επιλογή είναι εύκολη θα αποδειχθεί ο αδύναμος κρίκος του νοήματος.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΟΓΓΙΝΙΔΗΣ είναι ποιητής.
Άλμπα
Θωμάς Τσαλαπάτης
Εκάτη 2016
Σελ. 48, τιμή εκδότη €8,48