Για το δοκίμιο του Νικόλα Σεβαστάκη «Ταξίδι στο άγνωστο – Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού» (εκδ. Στερέωμα).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Και σ’ αυτό το εξαιρετικό του δοκίμιο ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο ΑΠΘ Νικόλας Σεβαστάκης παραδίδει μαθήματα για το πώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει με εύλογα επιχειρήματα τις επιθέσεις κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας από τους εχθρούς της. Αξίζει όμως να παρατηρήσω πως δεν επιχειρηματολογεί μόνο κατά των εχθρών της, αλλά και κατά κάποιων «φίλων» της που την απισχναίνουν από την ψυχή της. Και η «ψυχή της πόλεως», όπως δανείζεται τον όρο από τον Γιαν Πατότσκα, είναι η συναρμογή δύο επιπέδων, όπου το ένα είναι το πολιτικό καθεστώς των ελευθεριών και το άλλο το σύστημα ηθών μιας κοινωνίας που, αν και συντίθεται από πολλά επιμέρους συμφέροντα, κατορθώνει να εκπροσωπεί ορισμένους συλλογικούς σκοπούς.
Κατά τον συγγραφέα οι ποικιλώνυμοι εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπερεκτίμησαν την ισχύ και την έκταση της ιδεολογικής της ηγεμονίας. Δεν κλείνει όμως τα μάτια και στο γεγονός πως υπάρχουν και πολλές σκοτεινές πλευρές σ’ αυτήν. Η αυτόματη εκμηδένισή της αλλά και η αυτόματη εξιδανίκευσή της βλάπτουν το ίδιο τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ποιες όμως είναι οι κύριες ενστάσεις εναντίον της; Η πρώτη αφορά την απόσταση μεταξύ ιδανικού και πραγματικότητας, η δεύτερη –που πηγάζει από τα αριστερά– είναι ότι εξυπηρετεί τον καπιταλισμό και το Κεφάλαιο και η τρίτη –προερχόμενη από τα δεξιά– υποστηρίζει πως οδηγεί στην παρακμή του πνεύματος. Βεβαίως, ο συγγραφέας φροντίζει να μας προετοιμάσει ώστε να μη συγχέουμε –όπως κάνει ο φανατικός λόγος– τις ενστάσεις με τα μέτωπα κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι ενστάσεις πολλές φορές τη βοηθούν να αναπληρώνει τα κενά μεταξύ θεωρίας και πράξης, ενώ τα μέτωπα επιδιώκουν την κατάργησή της.
Ποιες όμως είναι οι κύριες ενστάσεις εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας; Η πρώτη αφορά την απόσταση μεταξύ ιδανικού και πραγματικότητας, η δεύτερη –που πηγάζει από τα αριστερά– είναι ότι εξυπηρετεί τον καπιταλισμό και το Κεφάλαιο και η τρίτη –προερχόμενη από τα δεξιά– υποστηρίζει πως οδηγεί στην παρακμή του πνεύματος.
Πολλές φορές όμως η χαιρέκακη –και η απολιτική, θα συμπλήρωνα– αποδόμηση της δυτικής φιλελεύθερης παράδοσης και σκέψης παίρνει γελοίες μορφές. Τις συναντούμε πλέον καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υπάρχει όμως σοβαρός λόγος εναντίωσης σ’ αυτές τις «γελοίες μορφές» που συνάμα δεν θα ξεχνά και την ανάγκη κριτικής στάσης κατά των ανεπαρκειών της δημοκρατίας; Ο αναγνώστης κρατά στα χέρια του ένα βιβλίο που εκπληρώνει τα κριτήρια αυτού του λόγου. Ο Σεβαστάκης υποβάλλει σε κριτική τόσο τον αριστερό ριζοσπαστικό λόγο που περιφρονεί σημαντικές παραμέτρους της φιλελεύθερης δημοκρατίας όσο και τον δεξιό ριζοσπαστικό και ακροδεξιό λόγο που την ταυτίζει με την παρακμή και τη σήψη. Δεν ξεχνά όμως να αποδώσει και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, όταν αποδομεί εκείνον τον «φιλελευθερισμό» που αδιαφορεί για την κοινωνική και ηθική διάσταση της «ψυχής της πόλης».
Δεν κρύβω πως ενθουσιάστηκα όταν διάβασα κάτι που υποστηρίζω συνεχώς τα τελευταία χρόνια και αφορά τη δημιουργία μιας «διεθνούς των νέων αντιδραστικών». Τι εννοεί ο Σεβαστάκης όταν μιλά για αυτή τη διεθνή; Παλαιότερα η φιλελεύθερη δημοκρατία επικρινόταν και καταγγελλόταν πως αδιαφορεί τόσο για τις ανισότητες όσο και για τις διαφορετικές ταυτότητες, αφού η αντίληψη που κυριαρχούσε ήταν πως αυτή ανέθετε τη λύση τέτοιων προβλημάτων στην αγορά. Σήμερα επικρίνεται «για το ακριβώς αντίθετο: ότι υπό την επίδραση ριζοσπαστικών δικαιωματικών ιδεών και κάτω από την πίεση διαφόρων left-liberal ομάδων πίεσης έχει μεταβληθεί σε κάτι άλλο – έχει γίνει το θύμα ενός “υπερπροοδευτισμού”». Όταν διαβάζει κανείς την επίθεση που γίνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά των ατομικών δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας, επίθεση που γίνεται με το πρόσχημα της κριτικής στην πολυπολιτισμικότητα, δεν μπορεί να μη προσυπογράψει με ενθουσιασμό αυτές τις παρατηρήσεις του Σεβαστάκη. Επειδή δεν είναι όλα πολιτικά, δεν σημαίνει πως τίποτα δεν είναι πολιτικό.
Η εκ μέρους του συγγραφέα κριτική στις ενστάσεις κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν έχει μόνο επιστημονικό χαρακτήρα. Έχει και πολιτική διάσταση. Ο ίδιος αναρωτιέται πού σταματάει η πραγματική αγωνία για μια δικαιότερη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη και πού αρχίζει η περιφρόνηση αλλά και το μίσος για κάποια δομικά της στοιχεία. Γιατί οδηγούμαστε αλλού, αν θεωρούμε πως «η δημοκρατία είναι μόνο μια συνθήκη ισότητας ως προς τα υλικά αποτελέσματα», συνθήκη που απαιτεί την κατάλυση της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας και αλλού όταν –όπως πρεσβεύει ο συγγραφέας– θεωρούμε τη «δημοκρατία εκείνο το πεδίο που οργανώνει την πολιτική συμβίωση διαφορετικών παθών και συμφερόντων στο πλαίσιο μιας βασικής εξελικτικής δομής κράτους δικαίου». Η πρώτη αντίληψη υιοθετεί πολιτικές στάσεις που παρακάμπτουν συστατικά θεσμικά στοιχεία της συνταγματικής δημοκρατίας, ενώ η δεύτερη βλέπει τη δημοκρατία από τη σκοπιά του ελέγχου στις αυθαίρετες και θεσμικά διάτρητες μορφές εξουσιασμού. Ο συγγραφέας με κάθε του λέξη υπερασπίζεται τη δεύτερη αντίληψη.
Ο φορμαλισμός των νόμων ακολουθείται από τους δημοκρατικούς πειραματισμούς, η ψυχρή ηθική της ευθύνης από τη θερμή ηθική της πεποίθησης, η έμφαση στην ουδετερότητα του κράτους από την απαίτηση για ισχυρές δημόσιες δεσμεύσεις.
Στέκεται όμως απέναντι και σ’ εκείνες τις αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες δεν υπάρχει καμία διαφορά απέναντι στις «προβληματικές δημοκρατίες» και στον απολυταρχισμό. Ονομάζει «τεράστιο και καταθλιπτικό ψεύδος» αυτή την άποψη. Με αυτό το σκεπτικό διαχωρίζει τα κινήματα που αποτελούν μορφές πειραματισμού στη δημοκρατία από τα κινήματα στα οποία ο λαϊκιστικός δημεργετισμός καλλιεργεί ένα διάχυτο μίσος για τις ελίτ. Από την άλλη όμως η αδυναμία του «φιλελεύθερου κέντρου» να αφουγκραστεί τις κοινωνικές αγωνίες και τις σύγχρονες εκφάνσεις της κοινωνικής δυσαρέσκειας δυναμιτίζει τα θεμέλια τηςφιλελεύθερης δημοκρατίας. Γι’ αυτό και σπεύδει να προειδοποιήσει πως δεν πρέπει να κατατάσσουμε κάθε πλευρά της λαϊκίστικης έγκλισης στους αυτόματους εχθρούς της δημοκρατίας, αλλά ούτε και να κατατάσσουμε όλους όσοι απορρίπτουν τις ακραίες λαϊκιστικές φωνές στους κληρονόμους του συντηρητισμού.
Πολύ σημαντική στιγμή του βιβλίου είναι η θέση του σύμφωνα με την οποία η φιλελεύθερη δημοκρατία διαπερνιέται από ψυχρά και θερμά ρεύματα. Ο φορμαλισμός των νόμων ακολουθείται από τους δημοκρατικούς πειραματισμούς, η ψυχρή ηθική της ευθύνης από τη θερμή ηθική της πεποίθησης, η έμφαση στην ουδετερότητα του κράτους από την απαίτηση για ισχυρές δημόσιες δεσμεύσεις. Αυτό εξάλλου –κατά την οξυδερκή παρατήρησή του– είναι και το «παράδειγμα» της μεταπολεμικής σύνθεσης των θερμών μεταπολεμικών σοσιαλδημοκρατικών ιδεών για την κοινωνική δημοκρατία με το ψυχρό ρεύμα του αστικού νομικού πλαισίου, προερχόμενου από τον χριστιανοδημοκρατικό φιλελευθερισμό.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης γεννήθηκε στο Καρλόβασι της Σάμου το 1964. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο και πολιτική θεωρία στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Lyon II της Γαλλίας. Η διδακτορική του διατριβή αναφέρεται στη χαϊντεγγεριανή κριτική της τεχνικής και της νεωτερικότητας. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική και περιστασιακά με τη μετάφραση. Από το 1999 διδάσκει πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, αρχικά στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, και από το 2006 στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ όπου είναι πλέον Καθηγητής. Μέσα από μια σειρά βιβλίων και άρθρων του, έχει ασχοληθεί με ζητήματα κριτικής της ιδεολογίας και της νεωτερικότητας.
|
Άλλη σημαντική παράμετρος στο βιβλίο είναι η υπεράσπιση της προόδου. Η κριτική και ο έλεγχος που πρέπει να ασκούμε στις ψευδαισθήσεις της προόδου δεν πρέπει να οδηγούν στη σχετικοποίηση των πραγματικών προόδων. Επίσης, αξίζει να διαβαστεί πολύ προσεκτικά η κριτική στην «ανθεκτικότητα του εθνικισμού» και η απειλή κατά της δημοκρατίας που εκπορεύεται απ’ αυτόν, μέσα κυρίως από τους κόλπους της μεσαίας τάξης που δαιμονοποιεί τη μετανάστευση ως απειλή κατά της «εθνικής ταυτότητας». Οι εθνικισμοί εμφανίζονται ως οι μοναδικές συλλογικότητες της εποχής και γίνονται υποδοχείς των ποικίλων δυσαρεσκειών από τις αντινομίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Ποιες όμως εντέλει είναι αυτές οι αντινομίες; Ο κυβερνήτης, όχι κατά τον Μαρξ αλλά κατά τον Άνταμ Σμιθ, οφείλει να προστατεύει την κοινωνία από τη βία, από την αδικία και την καταπίεση και να κατασκευάζει δημόσια έργα. Πώς όμως η φιλελεύθερη δημοκρατία με την καχυποψία της κατά κάθε κρατικής παρέμβασης μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο; Εμποδίζει ο φόβος από το κράτος τον φιλελευθερισμό να δίνει απαντήσεις στην κρίση της δημοκρατίας; Αρκεί η επίκληση της δικαιοσύνης για να απαντηθούν οι κοινωνικές δυσαρέσκειες; Μήπως ακριβώς η αυτονόμηση του πολιτικού από το δίκαιο ή και το ανάποδο δίνει βήμα στους ένθεν κακείθεν ριζοσπάστες να αρνούνται το δίκαιο, κάτι που έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την αυταρχική εκτροπή;
Πολλές από τις εκδοχές του αντιφιλελευθερισμού πατούν πάνω στα τρωτά σημεία και τις αντινομίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας για να νομιμοποιήσουν την ωμή περιφρόνησή τους κατά του κράτους δικαίου. Από την άλλη όμως ο τεχνολαϊκισμός ξεγυμνώνει τη δημοκρατία από το απαραίτητο για την υπεράσπισή της πάθος. Όταν η πολιτική επιχειρεί να δώσει απαντήσεις πολιτισμικού βάθους, δύσκολα συγκρατείται στα όρια του φιλελευθερισμού, όταν πάλι το αρνείται, τότε δίνει έδαφος στον μεσσιανισμό. Η απαραίτητη για τη δημοκρατία έξοδος από τις μεσσιανικές μορφές πάθους παρουσιάζεται με το πρόσωπο ενός οπορτουνισμού χωρίς αρχές. Και τα δυο –μεσσιανικό πάθος και οπορτουνισμός– χρειάζονται να βρουν απαντήσεις από τη δημοκρατία ως τον, κατά τον Σεβαστάκη, «τόπο του ενδιάμεσου». Ο Σεβαστάκης εδώ αλλά και στο συνολικό του έργο, για όποιον τον παρακολουθεί, ακολουθεί μια αριστοτέλεια μορφή μεσότητας που καθόλου όμως δεν είναι μια πληκτική και τυποποιημένη έκφραση αυτής της απολιτικής άποψης που ονομάζεται «φιλελεύθερο κέντρο». Ίσως το βιβλίο να ήταν ακόμη καλύτερο αν ο συγγραφέας είχε επιμείνει περισσότερο στις αντινομίες που γεννά η παγκοσμιοποίηση. Αλλά εντέλει αυτό το βιβλίο, αναδεικνύοντας τα κρίσιμα ερωτήματα, δίνει έδαφος να αναπτυχθεί ο δημοκρατικός διάλογος για το μέλλον της Δημοκρατίας.
Τελικά ποιο είναι το μήνυμα του Σεβαστάκη για το μέλλον των δημοκρατιών; Όπως φαίνεται και από το απόσπασμα που παρατίθεται παρακάτω, αυτός συνδυάζει την αισιοδοξία του ανθρώπου με κοινωνικές ανησυχίες με την απαισιοδοξία του κοινωνικού επιστήμονα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το ΒΙΒΛΙΟ
«Η κριτική συζήτηση για το τι πάει στραβά στη φιλελεύθερη δημοκρατία και φυσικά σε εκείνη ή την άλλη εθνική περίπτωση, χρειάζεται πολυεστιακούς φακούς, που θα βλέπουν συγχρόνως μακριά και πιο κοντά, θα εντοπίζουν τους δομικούς κινδύνους αλλά και τις περιστασιακές αιμορραγίες, θα διακρίνουν την προσωρινή ίσως οπισθοχώρηση από τη μονιμότερη αλλοίωση ή τη δραματική μετάλλαξη… Επί του παρόντος φαίνεται να κερδίζει έδαφος η δυστοπική περιγραφή και μια ολόκληρη πολιτισμική βιομηχανία αποθάρρυνσης και αυτοοικτιρμού».
Ταξίδι στο άγνωστο
Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού
Νικόλας Σεβαστάκης
Στερέωμα 2020
Σελ. 192, τιμή εκδότη €13,90