Σκέψεις για τη μελέτη του Ronald Dworkin «Θρησκεία χωρίς Θεό» (μτφρ. Στέλιος Βιρβιδάκης, εκδ. Πατάκη).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Έχουμε ακούσει αρκετές φορές τη μομφή που αποδίδουν στις ολοκληρωτικές ιδεολογίες (π.χ. στον φασισμό, τον ναζισμό και τον κομμουνισμό) ότι αποτελούν «θρησκείες χωρίς Θεό», ακριβώς επειδή τείνουν να διοχετεύουν στην πολιτική διάφορα αισθήματα που παραδοσιακά εξέφραζαν οι θρησκείες, όπως η λατρεία συμβόλων, η προσωπολατρία, ο μεσσιανισμός, η ατομική αυτοθυσία κλπ. Δεν δυσκολεύεται κανείς να καταλάβει τον λόγο που κάτι τέτοιο αποτελεί μομφή: η ιδέα μιας θρησκείας δίχως Θεό είναι κάτι που φαίνεται παραλογισμός, μια contradictio in terminis, καθώς μέσα στο μυαλό μας κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ούτε ιδεολογία αλλά ούτε και γνήσιο θρησκευτικό σύστημα.
Η ιδέα μιας θρησκείας δίχως Θεό είναι κάτι που φαίνεται παραλογισμός, μια contradictio in terminis, καθώς μέσα στο μυαλό μας κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ούτε ιδεολογία αλλά ούτε και γνήσιο θρησκευτικό σύστημα.
Εδώ βέβαια θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι διάφορα πανάρχαια ανιμιστικά θρησκεύματα, αλλά και ο ίδιος ο Βουδισμός, αποτελούν θρησκεύματα χωρίς να περιλαμβάνουν αναγκαστικά την πίστη σε κάποιο ανώτερο ον. Τα πράγματα όμως αλλάζουν όταν μαθαίνει κανείς για την επιδίωξη ορισμένων σύγχρονων διανοουμένων να δημιουργηθεί ένα θρησκευτικό σύστημα το οποίο δεν θα περιλαμβάνει (αναγκαστικά) την πίστη στην ύπαρξη ενός Θεού, αλλά ούτε και κάποιο άλλο από τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών θρησκειών. Πραγματικά, κάτι τέτοιο συνέβη και επικεφαλής μιας τέτοιας προσπάθειας ήταν ο σημαντικός φιλόσοφος και ειδικός στο συνταγματικό Δίκαιο Ρόναλντ Ντουόρκιν, ο οποίος απεβίωσε το 2013. Το βιβλίο του με τον ιδιαίτερα προκλητικό τίτλο Θρησκεία χωρίς Θεό στηρίζεται σε μια σειρά διαλέξεων που έδωσε ο ίδιος γύρω στο 2011 στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Πώς όμως προέκυψε αυτή η θρησκεία, η οποία αξιώνει να είναι χωρίς Θεό;
Αρχικά, τα «άρθρα πίστης» αυτού του κατά Ντουόρκιν θρησκευτικού συστήματος είναι μονάχα τα εξής δύο: πρώτον, η ανθρώπινη ζωή διαθέτει νόημα αντικειμενικά, και, δεύτερον, το σύμπαν χαρακτηρίζεται από εγγενή αξία και ομορφιά. Αυτό ονομάζεται από τον ίδιο ηθικός ρεαλισμός. «Ο Ντουόρκιν θεωρεί εσφαλμένη και περιττή την επίκληση οντολογικών ερεισμάτων για τη στήριξη της κατ’ αυτόν αδιαμφισβήτητης αντικειμενικότητας βασικών κανονιστικών πεποιθήσεων» μας πληροφορεί ο Στέλιος Βιρβιδάκης στο επίμετρο του βιβλίου. Η συλλογιστική του Ντουόρκιν αφαιρεί το θεωρητικό μέρος της θρησκευτικής διδασκαλίας, επιδιώκοντας παράλληλα τη διατήρηση των ηθικών συνεπειών της. «Αυτό που έχει βασική σημασία για την παρόρμηση να ζει κανείς καλά είναι η πεποίθηση πως υπάρχει ένας ανεξάρτητα και αντικειμενικά σωστός τρόπος να ζει κανείς» γράφει χαρακτηριστικά. Μάλιστα, δεν διστάζει να παραβάλει την ηθική με τα μαθηματικά. Σύμφωνα με τον Ντουόρκιν, τα μαθηματικά μοιράζονται με την ηθική το κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι αδύνατο να θεμελιωθούν από κάτι που βρίσκεται εκτός τους: όπως η πρόταση ότι οι αριθμοί επτά συν πέντε μας δίνουν ως αποτέλεσμα τον αριθμό δώδεκα οφείλει να αποδειχτεί μονάχα με μαθηματικά και όχι με κάτι έξω από αυτά, έτσι και η ηθική δεν μπορεί παρά να στηριχθεί και να αποδειχτεί με κάτι που να μην είναι εκτός αυτής: αυτό για τον Ντουόρκιν είναι ο αξιακός ρεαλισμός χωρίς θεμέλια.
Αυτό σημαίνει πως η θρησκευτική στάση που προτείνει ο ίδιος είναι μεν θέμα πίστης, αλλά και η επιστήμη και τα μαθηματικά είναι στη βάση τους αποτέλεσμα πίστης, αφού δεν μπορούν να θεμελιωθούν από τίποτε έξω από αυτά. Οι αρχές της επιστημονικής μεθόδου δικαιολογούνται μόνο από τη συσσώρευση επιστημονικής γνώσης που έχουν παραγάγει. Όσο για την επιστήμη, αυτή επικυρώνεται μέσω πειραμάτων αλλά τα πειράματα είναι μέρη αυτού που ονομάζουμε επιστήμη. Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας μη κυκλικός τρόπος να επικυρώσουμε την αλήθεια ενός διανοητικού τομέα. Είτε γίνεται λόγος για μια θετική επιστήμη είτε για τα μαθηματικά, δεν υπάρχει κανένα «σύστημα» που να μπορεί να επιβεβαιωθεί από κάτι που βρίσκεται εκτός του.
Ο πυρήνας του επιχειρήματος του Ντουόρκιν είναι ο ακόλουθος: τα συμβάντα δεν μπορούν καταστήσουν αυτόματα αληθείς τις αξιολογικές κρίσεις αλλά απαιτείται πάντοτε μια υποκείμενη απόδοση αξίας εκ μέρους μας.
Έπειτα, ο Ντουόρκιν επικαλείται μια καίριας σημασίας διάκριση όσον αφορά τα θρησκευτικά συστήματα: πρόκειται για τη διάκριση σε «γνωσιακό» και «αξιακό» μέρος. Συγκεκριμένα, κάθε θρησκεία, υποστηρίζει, αποτελείται από αυτά τα δύο τμήματα. Το πρώτο μέρος, το γνωσιακό, ουσιαστικά περιέχει τη θεωρητική διδασκαλία της θρησκείας, με όλη τη δογματική και τα βασικά άρθρα πίστης (π.χ. το τρισυπόστατο της θεότητας, το αειπάρθενο της Θεοτόκου και τη διπλή φύση του Χριστού για τους Χριστιανούς, την αναγνώριση του Μωάμεθ ως προφήτη για τους Μουσουλμάνους κλπ.), ενώ το δεύτερο αποτελείται από τα ηθικά παραγγέλματα (π.χ. αγάπη, ισότητα όλων των ψυχών μπροστά στον Θεό κλπ.). Ο πυρήνας του επιχειρήματος του Ντουόρκιν είναι ο ακόλουθος: τα συμβάντα δεν μπορούν να καταστήσουν αυτόματα αληθείς τις αξιολογικές κρίσεις αλλά απαιτείται πάντοτε μια υποκείμενη απόδοση αξίας εκ μέρους μας. Πιο απλά: η ζωή και ο κόσμος δεν μπορεί να θεωρούνται έμπλεα νοήματος απλώς και μόνο λόγω ενός Θεού. Αυτό που εννοεί ο Ντουόρκιν είναι ότι ανεξάρτητα από το αν πιστεύει κανείς σε θρησκευτικά δόγματα («γνωσιακό μέρος»), προκειμένου να πιστέψει στην αντικειμενικότητα της ηθικής («αξιακό») πάντοτε αναγκάζεται να κάνει ένα λογικό άλμα, καθώς και ότι αυτό το συμμερίζονται τόσο οι θρησκευόμενοι όσο και οι άθεοι. Γι’ αυτό η θεϊστική θρησκεία και ό,τι ο ίδιος αποκαλεί «αθεϊστική θρησκεία», έχουν περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους παρά αντιθέσεις, υποστηρίζει. Μάλιστα, σε παραδείγματα «αθεϊστικής θρησκείας», αναφέρει τους Αϊνστάιν και Σπινόζα, οι οποίοι δεν πίστευαν σε έναν προσωπικό θεό, αλλά αρκούνταν να επιδεικνύουν μια «θρησκευτική πίστη στη φύση». Η βασική ιδέα του Ντουόρκιν είναι ότι η θρησκεία, ως φαινόμενο, είναι βαθύτερη από τον Θεό και μπορεί να διατηρηθεί παρά την εγκατάλειψη της πίστης σε Αυτόν. Θεμέλιο κάθε θρησκείας είναι η πίστη. Επομένως, τόσο ο άθεος όσο και ο θεϊστής μπορούν, για τον Ντουόρκιν, να είναι εξίσου θρησκευόμενα όντα.
O Ρόναλντ Ντουόρκιν (1931-2013) σπούδασε φιλοσοφία
και νομικά στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Γέιλ και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Δίδαξε φιλοσοφία του Δικαίου στο Γέιλ έως το 1969, και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου διαδέχτηκε τον μεγάλο φιλόσοφο του δικαίου Χέρμπερτ Χαρτ. Ως ένας από τους σημαντικότερους δημόσιους
διανοούμενους των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, δεν περιορίστηκε μόνο στην έρευνα και τη διδασκαλία αλλά παρενέβαινε ενεργά στο δημόσιο διάλογο, αρθρογραφώντας στη "New York Review of Books" για θέματα ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Επίσης, αναλάμβανε σημαντικές υποθέσεις που αφορούσαν τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και διετέλεσε νομικός σύμβουλος του Δημοκρατικού Κόμματος. |
Θα μπορούσε ίσως κανείς να ασκήσει κριτική στον ιδιαίτερο «αθεϊσμό» που εκφράζεται εδώ, αναρωτώμενος για το πώς μπορεί κανείς να δέχεται το αξιακό μέρος μιας θρησκείας απορρίπτοντας το γνωστικό. Πραγματικά, δεν είναι σπάνια η φιλοσοφική κριτική στον άθεο ανθρωπισμό ότι αποτελεί μια εκκοσμικευμένη θεολογία (πιο πρόσφατα, η κριτική του John Gray στον Marx και τους Νέους Αθεϊστές).
Έχει υποτεθεί ότι ο Dworkin προσπαθεί εδώ να νομιμοποιήσει μια ηθική που δε θα προβαίνει στην επίκληση ενός Θεού. Ο Θεός όμως δεν διαθέτει αναγκαία ρόλο στην ηθική φιλοσοφία σήμερα και σίγουρα παίζει μικρότερο ρόλο σε σχέση με έννοιες όπως το έλλογο και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Η «θρησκεία» που μας παρουσιάζει φαίνεται περισσότερο μια εναλλακτική μορφή αθεϊσμού, αποτέλεσμα της απογοήτευσης από τα νατουραλιστικά συστήματα του Dawkins και των Νέων Αθεϊστών. Από αυτήν την άποψη, ο Dworkin δεν προσπαθεί να βγάλει τον Θεό από την ηθική συζήτηση αλλά μάλλον να βάλει ξανά μέσα την έννοια του θρησκευτικού βιώματος. Έστω και αν αυτό είναι ένα βίωμα «δίχως Θεό».
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.