Για τα βιβλία των Καρλ Γιόακιμ Φρήντριχ «Ολοκληρωτική δικτατορία» (μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, εκδ. Τροπή) και Καρλ Ντίτριχ Μπράχερ «Η εποχή των ιδεολογιών» (μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, εκδ. Τροπή).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Στις μέρες μας, η συζήτηση για τον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Για τον σκοπό αυτό οι εκδόσεις Τροπή μετέφρασαν στη γλώσσα μας δύο σημαντικά έργα. Το πρώτο είναι η Ολοκληρωτική δικτακτορία, μετάφραση και συμπλήρωση ενός έργου του καθηγητή πολιτικών επιστημών του Χάρβαρντ Καρλ Γιόακιμ Φρήντριχ, το οποίο συνέγραψε από κοινού με τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι και στο οποίο αναλύει εξαντλητικά τα θεμελιώδη γνωρίσματα των τριών μορφών του σύγχρονου ολοκληρωτισμού (κομμουνισμός, φασισμός, ναζισμός).
O Φρήντριχ εντοπίζει έξι θεμελιώδη γνωρίσματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων: μια ιδεολογία, ένα κόμμα, μυστική τρομοκρατική αστυνομία, μονοπώλιο πληροφοριών, μονοπώλιο όπλων και, τέλος, κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία.
Σύμφωνα με τον Φρήντριχ, ο ολοκληρωτισμός αποτελεί ένα ιδιαίτερο φαινόμενο του σύγχρονου βιομηχανικού κόσμου, και είναι σημαντικά διαφορετικός από παλιότερες μορφές δεσποτισμού. Συγκεκριμένα, ο Φρήντριχ εντοπίζει έξι θεμελιώδη γνωρίσματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων: μια ιδεολογία, ένα κόμμα, μυστική τρομοκρατική αστυνομία, μονοπώλιο πληροφοριών, μονοπώλιο όπλων και, τέλος, κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία. Τα έξι στοιχεία που συνδέονται στενά και αλληλοϋποστηρίζονται, ενώ τουλάχιστον τα τέσσερα από αυτά έχουν καταστεί εφικτά χάρη στην τεχνολογική πρόοδο των ημερών μας. Τονίζει ότι θα ήταν αδύνατη η ύπαρξη τουλάχιστον των τεσσάρων εξ αυτών δίχως τη συνδρομή της τεχνολογίας, ενώ και η ψυχολογία έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμη στις ολοκληρωτικές ηγεσίες.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, κάθε ιδεολογία, προϊόν του σύγχρονου κόσμου πληροφόρησης των μαζών, είναι ένα σύστημα ιδεών πάνω στο πώς μπορεί να βελτιωθεί μια υπάρχουσα κοινωνία με συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης, λαμβάνοντας υπόψη την (περισσότερο ή λιγότερο) ορθολογική κριτική των σφαλμάτων της. Τώρα, πιο συγκεκριμένα, η ολοκληρωτική ιδεολογία αποτελεί ένα συνεκτικό στρώμα ιδεών, το οποίο ξεκινά από μια ολική κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας και έχει ως στόχο της να ανοικοδομήσει μια κοινωνία ολικά, πάντα στα πρότυπα μιας ουτοπικής σύλληψης. Με βάση αυτόν τον ορισμό, ο φασισμός, ο ναζισμός και ο κομμουνισμός αποτελούν ολοκληρωτικές ιδεολογίες.
Ο Φρήντριχ ισχυρίζεται πως είναι δύσκολο να εντοπιστούν με ακρίβεια οι πηγές τους, ακριβώς επειδή ο ολοκληρωτισμός διαθέτει βαθιές ρίζες στη σκέψη της Δύσης: η ιδέα της προόδου, ριζωμένη στη νεώτερη σκέψη, αποτελεί τη βάση δίχως την οποία ο ολοκληρωτισμός δεν θα υφίστατο. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες γεννήθηκαν σε χριστιανικό και δημοκρατικό έδαφος, κάτι που αναγκαστικά επιδρά στη σκέψη και στον τρόπο δράσης των εκπροσώπων τους.
Ο Ρωμαϊκός πέλεκυς όπως χρησιμοποιήθηκε από το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα του Μπενίτο Μουσολίνι. |
Βέβαια, οι ιδεολογίες αυτές διαφέρουν μεταξύ τους: ενώ ο κομμουνισμός προϋποθέτει γενιές βιβλιογραφικής και φιλοσοφικής παράδοσης από τον Μαρξ και τους Μαρξιστές, ο φασισμός και ο ναζισμός οργανώθηκαν σε δόγματα προσωπικά από τους δικτάτορες που τους εκπροσώπησαν στην πολιτική ζωή, από των οποίων τα κείμενα (Ο αγώνας μου, άρθρα Μουσολίνι) έλαβαν την οριστική τους μορφή. Επιπλέον, ο κομμουνισμός, αν και συμβατός με εθνικά ιδεώδη, διαθέτει και οικουμενικότητα οπότε μπορεί εύκολα να λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, ο φασισμός και ναζισμός είναι εθνικιστικοί, άρα και ακατάλληλοι για μια οικουμενική οργάνωση του κόσμου.
Πώς όμως προκύπτει η βιαιότητα, που χαρακτηρίζει κάθε μορφή ολοκληρωτισμού; Ο Γερμανός καθηγητής απαντά ότι προκύπτει πάντα ως επακόλουθο της καταπίεσης που προκαλεί η ίδια. Συγκεκριμένα, επιδιώκοντας την ολική μεταμόρφωση του ανθρώπου και της κοινωνίας, ο ολοκληρωτισμός έρχεται σε επαφή με τις αντίθετες φωνές και τότε δεν του μένει παρά να τις φιμώσει προκειμένου να πραγματοποιήσει με θρησκευτική προσήλωση το ουτοπικό του σχέδιο (αταξική κοινωνία, εθνική αναβίωση, φυλετική καθαρότητα). Ο ολοκληρωτισμός έχει επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως «κοσμική θρησκεία» και γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της εκκοσμίκευσης και της αποθρησκειοποίησης των σύγχρονων μαζών.
Με αυτό συνδέεται μια ακόμη σημαντική διάσταση κάθε ολοκληρωτικής ιδεολογίας: η χρήση συμβόλων. Τόσο το σφυροδρέπανο όσο ο αγκυλωτός σταυρός και ο ρωμαϊκός πέλεκυς αποτελούν θετικά σύμβολα των ολοκληρωτισμών, τα οποία εκφράζουν μύθους (υπεροχή νόμων ιστορίας, εθνική ή φυλετική υπεροχή) και συνοδεύονται πάντα αντιθετικά από αρνητικά σύμβολα: πρόκειται για τους εχθρούς του λαού (καπιταλιστές, εβραίοι, κομμουνιστές, αναλόγως της μορφής του ολοκληρωτισμού), οι οποίοι οφείλουν να εξοντωθούν ή (στην καλύτερη περίπτωση) να σωφρονιστούν.
Μουσολίνι, Στάλιν, Χίτλερ Οι φυσιογνωμίες και των τριών ηγετών, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, σύμφωνα με τον Φρήντριχ, στην εξάπλωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. |
Ασφαλώς όμως, το σημαντικότερο σύμβολο αποτελεί η φυσιογνωμία του ηγέτη. Μάλιστα, ακριβώς χάρη στα σύμβολα, τα συνθήματα και τους μύθους, γράφει ο Φρήντριχ, οι μάζες σκέφτονται και αισθάνονται ανάλογα με τα ερεθίσματα που έχει επεξεργαστεί εκ των προτέρων η ολοκληρωτική ηγεσία. Το μαρξικό σύνθημα «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» και «σήμερα η Γερμανία, αύριο ο κόσμος» αποτελούν χαρακτηριστικά συνθήματα που επαναλαμβάνονται ακούραστα εκεί.
Μια επίσης σημαντική πτυχή των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, το κόμμα. Συγκεκριμένα, προκειμένου να κατευθύνουν τη βούληση των μαζών, οι ολοκληρωτικοί ηγέτες σχηματίζουν ένα κόμμα, το οποίο αντιπροσωπεύει την ελίτ του κράτους και μεσολαβεί ανάμεσα στις μάζες και σ’ εκείνους.
Ασφαλώς, τέτοια κόμματα είναι εντελώς αντιδημοκρατικά και θυμίζουν περισσότερο μυστικές σέκτες παρά πραγματικά «κόμματα» με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Εξαιτίας του ριζοσπαστισμού τους, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι αναγκασμένα να στηρίζονται σε τέτοιου είδους κόμματα, τα οποία διαρκώς εμφυσούν επαναστατική πνοή στη νεολαία, κάτι που γίνεται με όλο και μεγαλύτερη ορμή, όσο ισχυροποιούν τη θέση τους. Αυτό εξηγείται από τη φουτουριστική διάσταση των ολοκληρωτικών συστημάτων, που οφείλεται κυρίως στην ουτοπική τους σύλληψη για ολικό μετασχηματισμό της υπάρχουσας κοινωνίας. Μάλιστα, τα ολοκληρωτικά κόμματα υποβάλλουν ασκήσεις και δοκιμασίες για είσοδο νέων μελών, καθιστώντας έτσι ιδιαίτερη τιμή για τη νεολαία την ένταξη στο κόμμα.
Σύμφωνα με τον Φρήντριχ, βασικό ρόλο για τη διατήρηση κάθε ολοκληρωτισμού διαδραματίζει επίσης η τρομοκρατία. Αυτή ενισχύει τον ψευδοθρησκευτικό ζήλο, εξοντώνοντας τους αντιφρονούντες και σκορπώντας τρόπο. Αίτια για την ολοκληρωτική τρομοκρατία είναι τόσο η ολική και ουτοπική σύλληψη για τον μετασχηματισμό της υπάρχουσας κοινωνίας, όσο και οι πρακτικές ανάγκες των δικτατόρων για τη διατήρηση της εξουσίας.
Ένα τρομακτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τέτοια καθεστώτα είναι ότι η τρομοκρατία αυξάνεται όσο πιο πολύ εδραιώνεται η κυριαρχία τους: από την εξάλειψη των δημόσιων εχθρών καταλήγει στη μαζική τρομοκρατία. [...] Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν ικανοποιούνται σε μια παθητική συμμόρφωση, αλλά αντίθετα επιδιώκουν την ενθουσιώδη συμμετοχή των πολιτών τους στα τεκταινόμενα.
Ένα τρομακτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τέτοια καθεστώτα είναι ότι η τρομοκρατία αυξάνεται όσο πιο πολύ εδραιώνεται η κυριαρχία τους: από την εξάλειψη των δημόσιων εχθρών καταλήγει στη μαζική τρομοκρατία. Αυτή η τρομοκρατία εφαρμόζεται παντού και ενισχύει τη μισαλλοδοξία και την καχυποψία, ενώ παράλληλα παραλύει κάθε πιθανή αντίσταση. Ωστόσο, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν ικανοποιούνται σε μια παθητική συμμόρφωση, αλλά αντίθετα επιδιώκουν την ενθουσιώδη συμμετοχή των πολιτών τους στα τεκταινόμενα. Σε τέτοια καθεστώτα, ακόμη και η έλλειψη ενθουσιασμού προκαλεί την καχυποψία για εκείνον που την εκφράζει. Οι νουβέλες του Κάφκα, ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Χάξλεϊ και το 1984 του Όργουελ αποτελούν πιστές αναπαραστάσεις της ζωής σε τέτοιες συνθήκες.
Ενώ στον ιταλικό φασισμό και στον ναζισμό, η τρομοκρατία εφαρμόστηκε αρχικά από παρακρατικές ομάδες, η τρομοκρατία θα λάβει πλήρη μορφή με τη δημιουργία της μυστικής αστυνομίας. Εκείνη αναλαμβάνει την εξόντωση των διαφόρων ανεπιθύμητων στοιχείων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στα ολοκληρωτικά μορφώματα συναντάμε δύο μορφές εξόντωσης: την κανονική, που στρέφεται εναντίον όσων έχουν κηρυχθεί «εχθροί του λαού», και την εκκαθάριση, που στοχεύει τους υποστηρικτές του καθεστώτος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εξόντωσης ήταν, μεταξύ άλλων, το ναζιστικό Ολοκαύτωμα των εβραίων και η μαζική σφαγή χιλιάδων Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Κατίν από τους Σοβιετικούς. Μάλιστα, η εξόντωση των εχθρών του καθεστώτος δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του ολοκληρωτικού κράτους, αλλά διεισδύει και στο εξωτερικό.
Εκεί πραγματοποιείται είτε με κοινές εγκληματικές πράξεις (π.χ. δολοφονία Τρότσκι) είτε με ανατρεπτικές ομάδες, γνωστές ως «Πέμπτες Φάλαγγες». Αντίστοιχα, η εκκαθάριση είναι εγγενής στα ολοκληρωτικά συστήματα. Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, αυτή δεν αποτελεί ένδειξη παρακμής ενός καθεστώτος αλλά σταθερότητας και δύναμης αυτού. Ίσα ίσα που μια εκκαθάριση διαλύει τις όποιες εντάσεις, καταστέλλει τις εξουσιαστικές διαθέσεις των κατώτερων ηγετών, ικανοποιεί τις μάζες και αναζωπυρώνει τον επαναστατικό ενθουσιασμό. Ωστόσο, τονίζει ο συγγραφέας, η τρομοκρατία διαθέτει και αυτή τις αδυναμίες της, σοβαρότερη από τις οποίες αποτελεί αυτό που ο ίδιος ονομάζει «κενό». Το «κενό» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απόσταση που δημιουργείται ανάμεσα στον ολοκληρωτικό ηγέτη και τον κόσμο.
Πιο συγκεκριμένα, εξαιτίας της τρομοκρατίας και του φόβου που ο ηγέτης εμπνέει σε όλους, δημιουργείται αμοιβαία καχυποψία και φόβος, που έχουν ως αποτέλεσμα την έλλειψη συνεννόησης και, τελικά, την έλλειψη ενημέρωσης του ίδιου του ηγέτη για τα πραγματικά γεγονότα. Κλασικό παράδειγμα ήταν η απροθυμία των αξιωματούχων του Χίτλερ να τον ενημερώσουν για την πιθανότητα εμπλοκής των Αμερικανών στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, από φόβο μήπως τον δυσαρεστήσουν, με αποτελέσματα ολέθρια για το χιτλερικό καθεστώς.
Ο Καρλ Γιόακιμ Φρήντριχ πήρε το διδακτορικό του στην ιστορία και την πολιτική οικονομία απ' το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου είχε καθηγητή τον Άλφρεντ Βέμπερ, αδελφό του Μαξ Βέμπερ. Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου είχε μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα ως καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. |
Αν όμως τα μοντέρνα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι τόσο ισχυρά και εξουσιαστικά, ποια δυνατότητα αντίστασης υπάρχει; Σύμφωνα με τον Φρήντριχ, όσο ισχυρός και αν είναι ο ολοκληρωτικός μηχανισμός, πάντα υφίστανται ορισμένοι χώροι που δεν μπορεί να διαπεράσει πλήρως η εξουσίας του: «νησίδες αποχωρισμού» τις αποκαλεί ο ίδιος. Πρόκειται για την οικογένεια, την εκκλησία, το πανεπιστήμιο και τον στρατό. Ο στρατός παίζει στην εξωτερική πολιτική ακριβώς τον ίδιο ρόλο που διαδραματίζει η μυστική αστυνομία στην εσωτερική πολιτική.
Ο ίδιος ο Μουσολίνι υπήρξε ιδιαίτερα διαλλακτικός απέναντι στον στρατό, ακριβώς επειδή ο τελευταίος δεν τον εμπόδισε στην πραξικοπηματική του κατάληψη της εξουσίας («Πορεία προς τη Ρώμη»). Ενώ κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς προσπαθεί επιμόνως να εμφυσήσει τις αρχές του και σε αυτούς τους τέσσερις χώρους, εντούτοις ο πλήρης ολοκληρωτικός μετασχηματισμός τους είναι αδύνατος, με αποτέλεσμα ν’ αποτελούν τις σημαντικότερες κοιτίδες αντίστασης. Ασφαλώς βέβαια, η αντίσταση ενδέχεται να είναι πάντα και ατομική, από τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν υποχρέωσή τους να προασπίσουν την ελευθερία και τα δικαιώματά τους αντιστεκόμενοι στο καθεστώς. Όσο γενναία και αν είναι μια τέτοια κίνηση, έχει ελάχιστες πιθανότητες να είναι επιτυχημένη.
Σύμφωνα με τον Φρήντριχ, όσο ισχυρός και αν είναι ο ολοκληρωτικός μηχανισμός, πάντα υφίστανται ορισμένοι χώροι που δεν μπορεί να διαπεράσει πλήρως η εξουσίας του: «νησίδες αποχωρισμού» τις αποκαλεί ο ίδιος. Πρόκειται για την οικογένεια, την εκκλησία, το πανεπιστήμιο και τον στρατό.
Ο Φρήντριχ ισχυρίζεται πως κάθε αντιστασιακή δράση είναι είτε εσωτερική είτε εθνική. Η εθνική, που είναι η ισχυρότερη λόγω της μεγαλύτερης μαζικής συσπείρωσης, έχει στόχο να ανατρέψει την ξενόφερτη δικτατορία, ενώ η εσωτερική επιδιώκει απλώς την ανατροπή του συγκεκριμένου καθεστώτος ως τέτοιου και μπορεί να καθοδηγείται από διάφορες και απρόβλεπτες αιτίες.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στα φασιστικά καθεστώτα και σε εκείνα όπου επικρατεί ο κομμουνισμός είναι ισχυρότερες από τις μεταξύ τους διαφορές. Ενώ στα κομμουνιστικά καθεστώτα, η ιδιοκτησία ανήκει πλήρως στο κράτος, το οποίο δεσμεύει τα μέσα παραγωγής, ο φασισμός και ο ναζισμός σχεδιάζουν μια έκτακτη «διατακτική οικονομία» με στόχο τον πόλεμο, στην οποία ελέγχεται ολόκληρη η παραγωγή.
Καίτοι οι τελευταίοι διατηρούν επιφανειακά την ατομική ιδιοκτησία, είναι γεγονός πως ευνοούν την κυριαρχία ολιγοπωλίων και μονοπωλίων, τα οποία καθοδηγούνται άμεσα και εντελώς από τις κρατικές διαταγές. Αυτό αποδεικνύει την εσφαλμένη συλλογιστική που συλλαμβάνει τον φασισμό ως όργανο των καπιταλιστικών συμφερόντων. Εντέλει, τόσο στα κομμουνιστικά όσο και στα φασιστικά καθεστώτα η οικονομία παύει να είναι καπιταλιστική, αφού δεν λειτουργεί με βάση το κέρδος και τον καταναλωτή, αλλά σχεδιάζεται για έναν ορισμένο σκοπό. Το βιβλίο καταλήγει πως είναι απίθανη μια σίγουρη πρόβλεψη για το μέλλον των ολοκληρωτικών δικτατοριών, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που αυτά έχουν αποδειχτεί σταθερά και ισχυρά (π.χ. ΕΣΣΔ).
Σύμφωνα με τον Μπράχερ, ο εικοστός αιώνας αποτέλεσε το σημείο τομής ανάμεσα στην ιδεολογικοποίηση της έννοιας της προόδου και στη ρήξη με αυτή. Η εποχή μας κατέγραψε για πρώτη φορά την εφαρμογή ριζοσπαστικών πολιτικών ιδεών της Δεξιάς και της Αριστεράς στην πράξη και νέες μορφές δικτατορίας έκαναν την εμφάνισή τους, ακριβώς στο όνομα της ιστορικής προόδου.
Στην ίδια συλλογιστική με τον Φρήντριχ, κινείται το επίσης ενδιαφέρον και πιο πρόσφατο βιβλίο Η εποχή των ιδεολογιών: μια ιστορία της πολιτικής σκέψης στον εικοστό αιώνα. Στα τρία κεφάλαιά του, o ιστορικός και ειδικός μελετητής του ολοκληρωτισμού, Καρλ Ντίτριχ Μπράχερ, σκιαγραφεί συνοπτικά την ιστορική πορεία και την εφαρμογή των πολιτικών ιδεολογιών του εικοστού αιώνα στην πράξη, φανερώνοντας τις ηθικές τους αξιολογήσεις, σε συνάρτηση πάντα με το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της εποχής.
Βασική ιδέα που διατρέχει όλο το βιβλίο είναι η ιδέα της προόδου, ιδέα θεμελιώδης για τον δυτικό πολιτισμό. Σύμφωνα με τον Μπράχερ, ο εικοστός αιώνας αποτέλεσε το σημείο τομής ανάμεσα στην ιδεολογικοποίηση της έννοιας της προόδου και στη ρήξη με αυτή. Η εποχή μας κατέγραψε για πρώτη φορά την εφαρμογή ριζοσπαστικών πολιτικών ιδεών της Δεξιάς και της Αριστεράς στην πράξη και νέες μορφές δικτατορίας έκαναν την εμφάνισή τους, ακριβώς στο όνομα της ιστορικής προόδου. Πραγματικά, ο εικοστός αιώνας πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη κριτική των ιδεολογιών, αλλά και τη μεγαλύτερη εξύμνησή τους. Ως «ιδεολογικοποίηση» θεωρείται η μανιχαϊστική υπεραπλούστευση των πολύπλοκων κοινωνικών φαινομένων σε μια πραγματικότητα καλού και κακού, σύμφωνα με την οποία είναι αναγκαίος –και σχεδόν ιερός– ο θρίαμβος του καλού μέσω της εξόντωσης αυτού που θεωρείται κακό.
Πρόκειται για ολοκληρωτικές ιδεολογίες, που εμφανίστηκαν πρώτη φορά κατά τη Γαλλική επανάσταση και μορφές των οποίων υπήρξαν οι φασιστικές εθνοφυλετικές ιδέες αλλά και οι ταξικές αναλύσεις του κομμουνισμού. Η απολυτοποίηση του δόγματος της προόδου αλλά και η ρήξη με αυτό ευνόησαν την υποταγή των κοινωνιών σε τέτοιους ολοκληρωτισμούς. Στον εικοστό αιώνα οι άνθρωποι έγιναν μάρτυρες τέτοιων ιδεολογικοποιήσεων, θύματα των οποίων υπήρξαν όχι μόνο οι μάζες αλλά και η ελίτ των διανοουμένων. Γι’ αυτό και ο εικοστός αιώνας ήταν η εποχή των ιδεολογιών.
Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού εμφανίστηκαν νέες τάσεις στον χώρο των ιδεών. Η ψυχανάλυση, ο φιλοσοφικός βιταλισμός και πραγματισμός υπήρξαν ρεύματα που αμφισβητούσαν τον ορθολογισμό και αναζητούσαν έναν αμεσότερο τρόπο γνώσης της πραγματικότητας. Αυτός ο ανορθολογισμός επηρέασε μαζικά τον κόσμο και ενέπνευσε την αμφισβήτηση απέναντι στον ορθολογισμό και την πρόοδο μέσω της τεχνολογίας. Οι ακραίοι πόλοι της δυτικής σκέψης ήταν από τη μια μεριά η υπεραισιόδοξη λατρεία της προόδου και από την άλλη οι προφητείες παρακμής.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος που ακολούθησε διέλυσε τις ελέω Θεού μοναρχίες και, μαζί με αυτές, τις ψευδαισθήσεις για τη σταθερή πρόοδο της ανθρωπότητας, διαδραματίζοντας βασικό ρόλο στην αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του δυτικού πολιτισμού εν γένει. Επιπλέον, η ίδια η έννοια της προόδου, σημειώνει ο Μπράχερ, ήταν εξαρχής έννοια διφορούμενη: μπορούσε να σημαίνει τη συνολική μεγιστοποίηση της ανθρώπινης ελευθερίας, αλλά και την ενδυνάμωση της εξουσίας ορισμένων εθνών σε βάρος άλλων.
Ο Καρλ Ντίτριχ Μπράχερ. |
Η άνοδος της Αμερικής, η αντιφατική δομή των στόχων του πολέμου και της ειρήνης, το πρόβλημα των εθνοτήτων και η επικράτηση της κρίσης της δημοκρατίας ήταν οι τέσσερεις σοβαρότερες συνέπειες του πολέμου. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, έγινε αισθητή η απομόνωση του ανθρώπου σε αυτόν τον επεκτεινόμενο και απρόσωπο κόσμο, η οποία σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση των θρησκευτικών δογμάτων οδήγησε τελικά τον κατακερματισμένο δυτικό άνθρωπο στην αναζήτηση κοινότητας και διεξόδου. Ο πολιτισμικός πεσιμισμός, που έκανε την εμφάνισή του μετά την Παρακμή της Δύσης του Σπένγκλερ, επηρέασε την πνευματική ελίτ της Δυτικής Ευρώπης, εκφράζοντας ένα κύμα σκεπτικισμού και μια ανάγκη για μια καινούργια πίστη, την οποία επρόκειτο αργότερα να ανακαλύψει στον εθνικισμό ή στον κομμουνισμό.
Ο λενινισμός ήταν η πρώτη μορφή του σύγχρονου ολοκληρωτισμού στον εικοστό αιώνα και είχε ως αποτέλεσμα τον παραμερισμό των ήπιων φιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων ιδεών για χάρη ενός επαναστατικού ριζοσπαστισμού. Τα δύο αντιπαρατιθέμενα στρατόπεδα ήταν πλέον ο φασισμός και ο κομμουνισμός.
Αν η δεκαετία του ’20 ήταν εποχή του σκεπτικισμού και της αμφιβολίας, η δεκαετία του ’30 χαρακτηρίστηκε από πολιτική στράτευση. Όλο και περισσότερο διανοούμενοι άρχισαν να υιοθετούν αντιδημοκρατικές ιδέες, υποστηρίζοντας τη, σχετικά πρόσφατη τότε, Ρωσική Επανάσταση, αλλά και τα λαϊκιστικά κινήματα της Ιταλίας και της Γερμανίας. Ο λενινισμός ήταν η πρώτη μορφή του σύγχρονου ολοκληρωτισμού στον εικοστό αιώνα και είχε ως αποτέλεσμα τον παραμερισμό των ήπιων φιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων ιδεών για χάρη ενός επαναστατικού ριζοσπαστισμού. Τα δύο αντιπαρατιθέμενα στρατόπεδα ήταν πλέον ο φασισμός και ο κομμουνισμός. Παρά την αντιπαράθεση, και οι δύο καινούργιες ιδεολογίες διέθεταν βασικές κοινές ιδιότητες που τις διαφοροποιούσαν ριζικά από τη φιλελεύθερη δημοκρατία που αποδοκίμαζαν: ήταν παραδοσιακές, επαναστατικές, λαϊκίστικες, κοινωνικές, αυταρχικές και φυσικά, ολοκληρωτικές ιδεολογίες.
Στο όνομα της «πραγματικής βούλησης του λαού» επεδίωξαν μια μονοκρατορία μιας χαρισματικής ηγεσίας και κόμματος και την εξόντωση κάθε αντίρρησης. Και οι δύο ιδεολογίες ταύτιζαν τη «γενική βούληση» (κατά Ρουσσώ) με τη βούληση της ηγεσίας, ανυψώνοντας την ιδεολογία τους σε πολιτική θρησκεία, για την οποία κάθε θυσία ήταν απαραίτητη. Οι μεσσιανικές προσδοκίες τους αποτελούσαν, κατά κάποιον τρόπο, το αποκορύφωμα και τον εξευτελισμό της δυτικής ιδέας της προόδου.
Χρησιμοποιώντας εκλεκτικά διάφορες ιδέες των Χέγκελ, Νίτσε, Μαρξ, Σορέλ, Παρέτο και Μακιαβέλι, τα ολοκληρωτικά κινήματα του κομμουνισμού και του φασισμού, σύμφωνα με τον Μπράχερ, προσέφεραν στην ανθρωπότητα εκείνο που χριεαζόταν: μια υπεραπλούστευση της κοινωνικής πραγματικότητας, μια μεσσιανική προσδοκία μιας τελικής κοινότητας και ένα κίνητρο για μάχη απέναντι σε απόλυτους εχθρούς. Σήμερα, με την αναζωπύρωση των άκρων, τη νοσταλγία ολοκληρωτικών ιδεολογημάτων και τη δυσφορία μιας μεγάλης μερίδας πολιτών απέναντι στη φιλελεύθερη δημοκρατία, καταλαβαίνει κανείς την επικαιρότητα των συγγραμμάτων του Μπράχερ και του Φρήντριχ, και επομένως την ευτυχή συγκυρία της μετάφρασης και έκδοσής τους στην ελληνική γλώσσα.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.