Για το βιβλίο του Ντόναλντ Γουντς Γουίνικοτ [D.W. Winnicott] «Διαδικασίες ωρίμανσης και διευκολυντικό περιβάλλον» (μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος, εκδ. Εκδόσεις του εικοστού πρώτου).
Γράφει ο Νίκος Σιδέρης
Τα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο Διαδικασίες ωρίμανσης και διευκολυντικό περιβάλλον (μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος, εκδ. Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) είναι γνωστά σε πολλούς ειδικούς ψυχικής υγείας αλλά και παιδαγωγούς, ιδίως αν ασχολούνται με το βρέφος και το παιδί γενικότερα. Γιατί λοιπόν τα διαβάζουμε ή να τα διαβάσουμε σήμερα; Τι θα διαβάσουμε μέσα ή ανάμεσα στις γραμμές τους που συμβάλλει στην καλλιέργεια της σκέψης και της πράξης μας;
Γιατί να διαβάζουμε Γουίνικοτ σήμερα;
Ο κύριος λόγος θεωρώ ότι είναι ο εξής: Ο τρόπος του Γουίνικοτ είναι υπόδειγμα στοχασμού σε εξέλιξη, η οποία είναι συνάρτηση της κλινικής εμπειρίας. Όσα γράφει πολύ σπάνια έχουν και τη διάσταση του απαγωγικού συλλογισμού – με αφετηρία κάποιες αρχές ή αξιώματα ή θεωρήματα, συναγωγή συμπερασμάτων, πορισμάτων και προτάσεων. Το υπόδειγμα σκέψης και γραφής του Γουίνικοτ είναι η πορεία από την εμπειρία σε προτάσεις γενικευτικές, σε άλλοτε άλλο βαθμό, οι οποίες κατά κανόνα είναι επιδεκτικές εφαρμογής τους στην πράξη, τουτέστιν επαναγωγής τους στην αφετηριακή αναφορά τους, που είναι η εμπειρία του κλινικού ή παιδαγωγικού έργου με το παιδί. Τα κείμενά του είναι μεν καύσιμο για τη σκέψη, αλλά με τη διευκρίνιση ότι πρόκειται για στοχασμό που αποβλέπει στο να λειτουργήσει ως οδηγός για την πράξη.
Υποθέτω ότι ο Γουίνικοτ ποτέ δεν θα αισθανόταν τον πειρασμό να επεξεργασθεί μεγάλες, θεωρητικά καθολικές και ακόμη επιστημολογικά μη-διαψεύσιμες κατασκευές όπως οι ενορμήσεις, τις οποίες ο ίδιος ο Φρόυντ, παρά το θρυλούμενο βαθύτατα ενήμερος για το επιστημολογικό στάτους των επεξεργασιών του, αποκάλεσε «η μυθολογία μας». Ο Γουίνικοτ αυτοσυγκρατείται ή αυτοπεριορίζεται στην ασφάλεια του αγγλοσαξονικού εμπειρισμού, οι δε θεωρητικές επεξεργασίες του έχουν απτούς και διαφανείς δεσμούς με την εμπειρία της κλινικής πράξης. Αν κλείσεις το βιβλίο του Γουίνικοτ και ανοίξεις την πόρτα του ιατρείου ή του γραφείου σου ή της τάξης ή του σπιτιού, δεν χρειάζονται πολλές άλλες διαμεσολαβήσεις για να περάσεις από τον λόγο στην επαφή με τα πράγματα.
Στην Εισαγωγή του, ο Θανάσης Χατζόπουλος επισημαίνει προσφυέστατα τους περιορισμούς των θεωρητικών θέσεων και επιλογών του Γουίνικοτ.
Στην Εισαγωγή του, ο Θανάσης Χατζόπουλος επισημαίνει προσφυέστατα τους περιορισμούς των θεωρητικών θέσεων και επιλογών του Γουίνικοτ. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλους, όπως η αγνόηση του έργου συγκαιρινών του μεγάλων νοών, όπως ο Πιαζέ, ο Βιγκότσκι ή ο Λακάν. Και πάλι όμως, η απάντηση στο ερώτημα «Να διαβάζουμε το Γουίνικοτ σήμερα; Και αν ναι, γιατί, για τι;» θα ήταν καταφατική. Ο λόγος είναι η άλλη όψη –και η μεγάλη αρετή– του εμπειρισμού του. Ότι δηλαδή αντιπροσωπεύει ένα πλούσιο σύνολο εμπειρικής πληροφορίας και γενικευτικών επεξεργασιών της, που δείχνει προς την κλινική πράξη.
Ζούμε σε μια εποχή που όλα αλλάζουν ραγδαία, με ρυθμούς που δύσκολα μπορούμε να επεξεργαστούμε τα ψυχοδιανοητικά και εννοιολογικά τους αντίστοιχα χωρίς να έχουν ήδη προβάλει νέα φαινόμενα, γρίφοι κι αινίγματα. Ο κυκεώνας των λεγόμενων «νέων παθολογιών», όπως και η αμφισβήτηση εγκαθιδρυμένων συστημάτων και εννοιών κάτω από την πίεση τόσο των νευροεπιστημών, άλλων επιστημών, αλλά και κοινωνικών κινημάτων, εικονογραφεί αυτή την κινούμενη άμμο όπου καλείται να αναδειχθεί ο έγκυρος λόγος. Σε τέτοιες συνθήκες, για τους κλινικούς, η ασφαλέστερη αναφορά και άγκυρα είναι ακριβώς η εμπειρία της πράξης τους. Ο Γουίνικοτ προσεγγίζει τα φαινόμενα και τον λόγο περί των φαινομένων με αυτόν ακριβώς τον τρόπο: Ως οδηγό για πράξη.
Δεκαετίες πλέον ενασχόλησής μου και με την κλινική πράξη, την εμπειρία, αλλά και τη θεωρητική επεξεργασία σε πολλά πεδία, με έχουν οδηγήσει σε ένα βασικό θεώρημα: Οι θεωρίες μας κάνουν και αποκλίνουμε, η κλινική μας κάνει και συγκλίνουμε. Ο Γουίνικοτ αντιπροσωπεύει υποδειγματική εικονογράφηση αυτού του πορίσματος. Όσοι τον έχουν ήδη διαβάσει, θα τον ξαναδιαβάσουν και θα δουν νέα πράγματα για την κλινική ή παιδαγωγική τους λειτουργία. Και όσοι δεν έχουν διαβάσει αυτά τα κείμενα, θα αισθανθούν διαβάζοντάς τα την οικειότητα της επίσκεψης σε έναν τόπο σημαντικό γι’ αυτούς – την εμπειρία της κλινικής τους πράξης φωτισμένη από τον ανοιχτό αναστοχασμό ενός λαμπρού νοός.
Το βάρος μιας εισαγωγής ή ο Γουίνικοτ ως αντικείμενο αναστοχασμού
Σε μια πρώτη ματιά, έχουμε εδώ ένα βιβλίο που περιέχει μεταφρασμένα στα ελληνικά κάποια σημαδιακά κείμενα του Γουίνικοτ – επανέκδοση της πρώτης παρουσίασής τους το 2016. Ωστόσο, το συγκεκριμένο βιβλίο έχει στην αρχή του ένα (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός) επι-κείμενο: Ένα κείμενο άλλου για το κείμενο του Γουίνικοτ, έναν λόγο που υποστηρίζει μια πιο ενήμερη ανάγνωση του Γουίνικοτ. Πρόκειται για την Εισαγωγή του Θανάση Χατζόπουλου.
Δεν πρόκειται για κείμενο αγιογραφικό (συνήθης πειρασμός σε μεταφράσεις). Η εν λόγω Εισαγωγή αντιπροσωπεύει ένα κείμενο αναστοχαστικό, που επιτελεί μια ιδιαίτερη, άκρως σημαντική λειτουργία. Όχι βεβαίως αυτή του κράχτη ή του πορτιέρη που απλώς ανοίγει την πόρτα για να μπεις στον χώρο του ενδιαφέροντός σου. Πρόκειται για τη λειτουργία του «συνεργικού άλλου» κατά Βιγκότσκι – ενός άλλου του οποίου η ψυχοδιανοητική σκευή τον καθιστά ικανό να συνοδεύσει τον αναγνώστη σε μια εμπειρία περιδιάβασης σε γνωστά και άγνωστα, οικεία και ανοίκεια περιβάλλοντα, κατά τρόπο που συμβάλλει στην προσωπική του εξέλιξη.
Είναι η λειτουργία του ενήμερου συνοδοιπόρου, που αντιπροσωπεύει τον περάτη, όπως ο Βιργίλιος για τον Δάντη στη «Θεία Κωμωδία». Εκείνου που διαθέτει εμπειρία, γνώση και ικανότητα επεξεργασίας ως προς βασικά τοπόσημα και κρίσιμα οδόσημα της πνευματικής διαδρομής του αναγνώστη, καθώς και επαρκείς αναφορές και τρόπους ώστε να ενδύει την εμπειρία με λόγο και αφηγήσεις.
Θεωρώ ότι η Εισαγωγή του ξεχωριστού συναδέλφου Θανάση Χατζόπουλου αποτελεί οργανική συνιστώσα του όλου βιβλίου-έργου που θα διαβάσει ο αναγνώστης, αναβαθμίζοντας την πληροφορία και την εμπειρία της ανάγνωσης του συγκεκριμένου βιβλίου. Κατά τρόπο μάλιστα ακόμη πιο αξιοσημείωτο, είναι κάτι σαν χάρτης για μια περιδιάβαση απαιτητική, στο μέτρο του ότι το πεδίο της γραφής συντάσσεται με άξονα το βρέφος και το περιβάλλον του – ένα κόσμο ρευστό, κινούμενο, μία πυκνότατη εκδοχή του αναπτυξιακού γίγνεσθαι, η γνώση περί του οποίου σε μεγάλο βαθμό βασίζεται σε μεταθέσεις υλικού και πορισμάτων που προκύπτουν από τη θεραπεία ενηλίκων, οι οποίοι ήδη κατοικούν τη γλώσσα, σε προγλωσσικές εμπειρίες, ψυχοδιανοητικές εμπειρίες και αντίστοιχες σχέσεις. Δίχως την Εισαγωγή του Χατζόπουλου, το έργο του Γουίνικοτ θα ήταν το ίδιο, αλλά το συγκεκριμένο βιβλίο αισθητά φτωχότερο.
Τι εστί «περιβάλλον»
Η συνεισφορά και οι περιορισμοί του αγγλοσαξωνικού εμπειρισμού κατά Γουίνικοτ είναι ανάγλυφες στο σκέλος της φαινομενολογικής και εννοιολογικής αναφοράς του στο «περιβάλλον» -- τον ένα από τους πυλώνες αυτού του βιβλίου. Η εντύπωσή μου συνοψίζεται στο ότι ο Γουίνικοτ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «περιβάλλον» ως αυστηρά εννοιοποιημένη οντότητα. Από τη μια θεωρεί «περιβάλλον» την αυθόρμητη ιδέα των ανθρώπων περί του τι εστί περιβάλλον, και από την άλλη μια πειραγμένη αναπαράσταση του τι εστί περιβάλλον.
Θεωρώ ότι η τάση του είναι όχι απλώς να αξονίζει, αλλά και να περιστέλλει το βιωμένο περιβάλλον του βρέφους στη σχέση του με τη μητέρα «και κάποια ακόμη πρόσωπα», όπως ο πατέρας, που η παρουσία τους και η διάδραση του βρέφους με αυτά είναι περιθωριακή, στη σκιά της μητρικής παρουσίας (περισσότερο παρουσίας παρά αναπαράστασης ή μορφοειδώλου). Επίσης, συναφής ροπή της ματιάς του είναι η περιθωριοποίηση κολοσσιαίων καθορισμών, όπως η γλώσσα και ο λόγος ο οποίος, τροφοδοτούμενος από πλήθος φαντασιώσεων, κάνει το βρέφος να συλλαμβάνεται και να γεννιέται πολύ πριν την όποια βιολογική διαδικασία γένεσης του εμβρύου.
Το κατά Γουίνικοτ «περιβάλλον» δίνει την εντύπωση ότι νοείται πρωτίστως ως έμπρακτη διάδραση με πρόσωπα και πολύ λιγότερο με μη-προσωπικές πτυχές του φαινομένου, όπως η γλώσσα, το Συμβολικό και οι συλλογικές αναπαραστάσεις.
Γενικότερα, το κατά Γουίνικοτ «περιβάλλον» δίνει την εντύπωση ότι νοείται πρωτίστως ως έμπρακτη διάδραση με πρόσωπα και πολύ λιγότερο με μη-προσωπικές πτυχές του φαινομένου, όπως η γλώσσα, το Συμβολικό, οι συλλογικές αναπαραστάσεις και οι λόγοι που εμποτίζουν τα πρόσωπα, αλλά και αισθητηριακά ερεθίσματα πέραν της μητρικής παρουσίας, όπως το φως, οι μυρωδιές, τα ακούσματα, οι χώροι και οι κινησιολογία ανθρώπινων και μη-ανθρώπινων όντων…
Αυθόρμητη ιδέα
Αυτή η εμπειριστική «αυθόρμητη ιδέα» και οι περιορισμοί της δεν αναφέρονται για να σχετικοποιηθεί η αξία της συμβολής του Γουίνικοτ. Σε κάθε περίπτωση, ο Γουίνικοτ, αρνούμενος έναν ακρογωνιαίο λίθο της φροϋδικής μεταψυχολογίας, προσπερνώντας ένα θεμέλιο του ψυχισμού και της σχέσης (τη γλώσσα)… με διάφορους περιορισμούς, λοιπόν, κατορθώνει και διαμορφώνει μία επαρκώς συνεκτική και επιχειρησιακή θεώρηση της βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Το μυστήριο παύει να υφίσταται αν σκεφτούμε ότι γι’ αυτόν το κριτήριο των επεξεργασιών του δεν είναι τόσο η επιστημολογική αυστηρότητα, όσο η γονιμότητα της εφαρμογής τους στην πράξη.
Από αυτή την άποψη, ακόμη και η επισήμανση των περιορισμών της θεώρησής του (κάτι που επισημαίνει και ο Θανάσης Χατζόπουλος στην Εισαγωγή του) μπορεί να λειτουργήσει εποικοδομητικά. Επειδή μας επιτρέπει να αξιοποιήσουμε και τους περιορισμούς του έργου αυτού ως κίνητρο, ερέθισμα και ένδειξη για το έργο που περιμένει όλους και όλες εμάς, που καλούμαστε να αξιοποιήσουμε τη δική μας κλινική και κοινωνική εμπειρία, τις νέες γνώσεις μας και τη στοχαστική μας λειτουργία ώστε να συνεχίσουμε το έργο και του Γουίνικοτ με τον καλύτερο τρόπο.
Για το καλό του βρέφους
Εμπλουτίζοντας, διευρύνοντας και αναβαθμίζοντας τη γνώση, τη στάση και την πράξη μας για το καλό του βρέφους και του ανθρώπου – του οποίου, κατά Φρόυντ, πατέρας είναι το παιδί. Άλλωστε, το μέγεθος ενός έργου συναρτάται και με τις προκλήσεις που γεννά η κριτική θεώρησή του και, όλως ιδιαιτέρως, η αξιοποίηση των σημείων που αντιπροσωπεύουν γόνιμα σφάλματα. Δηλαδή, σφάλματα που ελέγχονται πραγματολογικά και επιστημολογικά, αλλά ταυτόχρονα, μέσα από την πανουργία του λόγου, ενεργοποιούν πρακτικές και επιστημολογικές αναζητήσεις που καθιστούν την υπέρβασή τους προχώρημα της γνώσης και της πράξης.
Σ’ αυτό το πνεύμα, η δική μου ανάγνωση (και) του συγκεκριμένου βιβλίου οδηγεί στην εξής θέση: Η σχέση βρέφους και περιβάλλοντός του ισοδυναμεί με σχέση αλληλοπεριχώρησης του Μικρού και του Μεγάλου. Το Μικρό (το σύστημα σχέσεων μεταξύ βρέφους και εγγύς περιβάλλοντός του) επιδρά και διευκολύνει την ανάπτυξη και ωρίμανση του βρέφους με τη διαμεσολάβηση του Μεγάλου (βιολογία του είδους, φυσικό περιβάλλον, πολιτισμός, γλώσσες και συλλογικές αναπαραστάσεις…).
Και αντίστροφα, το Μεγάλο επιδρά στο μικρό (στο βρέφος στο μικροπεριβάλλον του) με τη διαμεσολάβηση του Μικρού (πρωτίστως η μητέρα στη σχέση της με το βρέφος και όλα τα λοιπά συστατικά που αναφέραμε).
Αυτή η πολύπλοκη διαλεκτική, μέσα από χιλιετηρίδες εξέλιξης, είναι σχεδιασμένη ώστε καταρχήν να επιτυγχάνει επαρκώς (να είναι good enough) και να αστοχεί λίγο και εντός των περιθωρίων αντιρρόπησης και ομοιοστασίας που διαθέτει τόσο το βρέφος όσο και το μικροπεριβάλλον του, ενίοτε προσφεύγοντας αναγκαία στην αρωγή του Μεγάλου (π.χ. ιατρική επιστήμη…).
Η συμβολή του Γουίνικοτ στην κατανόηση αυτής της πολύπλοκης διαλεκτικής, μαζί και των αστοχιών της, είναι πολύτιμη. Όπως πολύτιμη για την Ελληνική γλώσσα και για το παιδί στην Ελλάδα είναι και η συμβολή του παρόντος βιβλίου, που με τόση αγάπη και φροντίδα μας προσφέρει ο Θανάσης Χατζόπουλος.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγεία «Γαληνός».