
Για τη συλλογή διηγημάτων της Εύας Στάμου «Τα κορίτσια που γελούν» (εκδ. Αρμός).
Της Διώνης Δημητριάδου
Συλλογή με έξι ιστορίες, επικεντρωμένες (κυρίως) στη γυναικεία στάση και ψυχολογία, το νέο βιβλίο της Εύας Στάμου. Είναι συχνά παρακινδυνευμένη η προβολή του θηλυκού στοιχείου στη λογοτεχνία, καθώς εύκολα μπορεί να παρασυρθεί ο αναγνώστης σε μια συγκεκριμένη ματιά στον κόσμο με συνακόλουθη μετουσίωση των εικόνων σε μια διασπασμένη (ως προς την κοσμοαντίληψη των δύο φύλων) εκδοχή των πραγμάτων – γεγονός τουλάχιστον αμφισβητήσιμο. Η επιστημονική όμως κατάρτιση της Εύας Στάμου, όπως προκύπτει από τις σπουδές και τις ενασχολήσεις της με το αντικείμενο της ψυχολογίας, καθιστά το συγκεκριμένο εγχείρημα ενδιαφέρον και σοβαρό. Η ανάγνωση των διηγημάτων οδηγεί σε επαλήθευση της αρχικής αυτής εκτίμησης. Οι ιστορίες του βιβλίου προσεγγίζουν τους χαρακτήρες τους με την προσοχή που απαιτεί η γραφή, όταν φιλοδοξεί (και το κατορθώνει) να αναχθεί πέρα και πάνω από το επιφανειακό περίβλημα των προσώπων και επιχειρεί μια καταβύθιση στον εσωτερικό τους κόσμο – με τις ομοιότητες αλλά και τις διαφορές που χαρακτηρίζουν και συχνά κατηγοριοποιούν τα δύο φύλα.
Το πιο ασθενές στη θεματική του διήγημα της συλλογής Τα κορίτσια που γελούν στεγάζει κάτω από τον τίτλο του και τα υπόλοιπα αδικώντας στο μερίδιο της προβολής το πολύ ενδιαφέρον «Δείπνο» και την άριστα γραμμένη (σε θεματική, επεξεργασία και δομή) «Βοστώνη». Εκτός αν η επιλογή του τίτλου της συλλογής είχε ως κριτήριο τον έμμεσο σχολιασμό της γυναικείας στάσης απέναντι στη ζωή – κάτι που παραδόξως έρχεται σε αντίθεση με τη σκιαγράφηση των γυναικείων χαρακτήρων των διηγημάτων. Στην προσωπική μου ανάγνωση οι γυναίκες αυτών των ιστοριών καθόλου δεν γελούν.
Το «Ένα τέλειο έγκλημα» εστιάζει στη διαταραγμένη προσωπικότητα μια γυναίκας, τα αντικοινωνικά αισθήματα της οποίας την ωθούν στον σχεδιασμό ενός εγκλήματος χωρίς καμία απολύτως αιτιολογία που θα το έκανε τουλάχιστον κατανοητό αν όχι και αποδεκτό.
Στη «Θερμοκοιτίδα» (εύστοχος ο τίτλος) δίνεται η ευκαιρία να συνεκτιμηθεί ο εγκλεισμός σε ένα δημόσιο ψυχιατρείο με τον διφορούμενο ανάλογο περιορισμό σε ένα «στρατόπεδο» προσφύγων. Ενδιαφέρον μέσα στη συντομία του.
Στο «Δείπνο», από τα καλύτερα της συλλογής, οι χαρακτήρες μέσα από συγκρούσεις φθάνουν σε αποκαλύψεις που αναιρούν τις επιφανειακές εκτιμήσεις τους για την αλήθεια των προσώπων.
Στο άνισο σε σχέση με τα υπόλοιπα «Τα κορίτσια που γελούν» το θέμα της ηλικίας, που γράφει πάνω στα πρόσωπα, θα παρουσιαστεί σημειολογικά με το γέλιο (ανέμελο τάχα ή μήπως αγχωτικό και αμήχανο;) της νεαρής ηλικίας σε αντίστιξη με την ωριμότητα.
Στο «Δείπνο», από τα καλύτερα της συλλογής, οι χαρακτήρες μέσα από συγκρούσεις φθάνουν σε αποκαλύψεις που αναιρούν τις επιφανειακές εκτιμήσεις τους για την αλήθεια των προσώπων. Το πλέον σημαντικό είναι πως η διάρκεια ενός δείπνου (ευκαιρία για να αναδειχθεί το ταλέντο της Στάμου ως προς την οικονομία του χρόνου της αφήγησης) αρκεί για να ανιχνευθούν οι προσχηματικές διαπροσωπικές σχέσεις και να έρθει στην επιφάνεια η μοναξιά των ηρώων.
Έριξε μια ματιά στους υπόλοιπους και διαπίστωσε ότι ήταν όλοι απορροφημένοι σε κάτι διαφορετικό, και χωρίς διάθεση για επικοινωνία: η Άννε κρυμμένη πίσω από το βιβλίο, ο Λίο ξαπλωμένος σε έναν από τους καναπέδες με τα μάτια κλειστά απολαμβάνοντας τη μουσική –ένα σιντί του Μπιλ Έβανς με τίτλο «YoumustbelieveinSpring» που είχε ο ίδιος επιλέξει–, η Χριστίνα καθισμένη στο πάτωμα ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της οικογένειας του Λαρς και εκείνος στην άλλη άκρη του δωματίου καπνίζοντας δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, με το βλέμμα προσηλωμένο στο κινητό του.
Ευρηματική η «Κυρία με το καπέλο» εν συντομία αφήνει να αναδυθεί η δύναμη των συνειρμών.
Η Εύα Στάμου αξιοποιεί τις γνώσεις της στην Ψυχολογία για να δώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στις ιστορίες της, χωρίς όμως να τις φορτώνει με το βάρος της επιστήμης της. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται με έναν επιφανειακά εύκολο τρόπο, ωστόσο δεν αργείς να αντιληφθείς πως υπάρχουν πολλά που αποκαλύπτονται για τη συμπεριφορά τους.
Τέλος η «Βοστώνη», που θα αρκούσε μόνον αυτή για να έχουμε μια αξιοπρόσεκτη έκδοση. Το θέμα αντλείται από την πανεπιστημιακή κοινότητα και τις σχέσεις καθηγητών και φοιτητών. Ωστόσο, ενώ στα χέρια ενός ατάλαντου συγγραφέα θα κατέληγε να δοθεί σαν μια ιστορία ερωτική (αν και μονόπλευρη) που θα προσέλκυε το φιλοπερίεργο αναγνωστικό κοινό, εδώ εξελίσσεται με μια πλοκή καταιγιστική αλλά παράλληλα εξαιρετική ως προς τη συγγραφική ανατομία των χαρακτήρων. Να προστεθεί εδώ και ο άψογος χειρισμός του απρόβλεπτου παράγοντα, των ανατροπών και του ατελούς σεναρίου, στοιχείο αυτό το τελευταίο που αναδεικνύει τη μη αναγκαιότητα καταγραφής του αυτονόητου. Αν ήταν κινηματογραφική ταινία, η καταληκτική ερώτηση: Ποια είναι η Σοφία Μο; θα αποτελούσε το άψογο τελείωμα της ιστορίας.
Αυτό που τον πείραζε περισσότερο ήταν ο τρόπος που τον είχε ξεγελάσει ο Διευθυντής, αφήνοντάς τον να πιστεύει πως όλα είχαν τελειώσει προς όφελός του, την ίδια στιγμή που υποσχόταν την τιμωρία του στη Μο και τους υποστηρικτές της. Τι απαίσια ιστορία!
Η Εύα Στάμου αξιοποιεί τις γνώσεις της στην Ψυχολογία για να δώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στις ιστορίες της, χωρίς όμως να τις φορτώνει με το βάρος της επιστήμης της. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται με έναν επιφανειακά εύκολο τρόπο, ωστόσο δεν αργείς να αντιληφθείς πως υπάρχουν πολλά που αποκαλύπτονται για τη συμπεριφορά τους, έτσι ώστε να μπορούν να αποτελέσουν αντιπροσωπευτικό ο καθένας τύπο για περιπτώσεις που κατηγοριοποιούνται στην Ψυχολογία. Σαν να πρόκειται για κλινικές περιπτώσεις που η συγγραφέας απομόνωσε και κατόπιν ενέταξε μέσα στο μυθοπλαστικό της τοπίο. Επειδή, όμως, η μυθοπλασία αναδεικνύεται ισχυρότερη από την όποια πραγματικότητα, αρκεί να ειπωθεί πως η πείρα της Στάμου στις πολλές κλινικές περιπτώσεις αποτέλεσε το πρόσφορο υπόβαθρο για τη δημιουργική της φαντασία. Αυτή είναι μια ικανή συνθήκη για την καλή λογοτεχνία, που ως γνωστόν αντλεί από βιώματα, δεν είναι όμως αυτοβιογραφική, με τα όρια της μυθοπλασίας να αγγίζουν τις αληθινές ιστορίες χωρίς φυσικά να τις αντιγράφουν. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή της Εύας Στάμου, που δίνει εδώ έξι ιστορίες στη μικρή φόρμα και με μία από αυτές (τη «Βοστώνη») να φέρει επάξια τον τίτλο της νουβέλας. Όχι για την έκτασή της (αυτό ας αποτελεί το άνευ ουσίας επιπρόσθετο και επιφανειακό χαρακτηριστικό του είδους) αλλά για το εύρος του αφηγηματικού χρόνου, τη διαπλοκή των σχέσεων των ηρώων και φυσικά την άριστη ψυχογραφία των προσώπων. Πέντε διηγήματα, λοιπόν, και μία νουβέλα η νέα συγγραφική κατάθεση της Εύας Στάμου.
Η εικόνα του εξωφύλλου σε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με τις ιστορίες του βιβλίου, με τη γυναικεία φιγούρα να γυρνά την πλάτη και να απομακρύνεται, αδιάφορη ίσως για τα γεγονότα που διαδραματίζονται ερήμην της ή με την ηθελημένη απουσία της. Αν στρεφόταν προς το μέρος μας, θα βλέπαμε πως δεν γελά.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).