Για το βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα «Μποέμ και Ρικάρντο – Τρεις νουβέλες και μία συνάντηση» (εκδ. Κέδρος).
Του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη
Ανακαλώ τη μορφή του Γαργαντούα όπως μνημειώθηκε στην εμβληματική ανάλυση του Μπαχτίν (Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, μτφρ. Γιώργος Πινακούλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), χωρίς καθόλου να με μέλλει αν συγκλίνει ή αποκλίνει από την αληθινή σύλληψη του Ραμπελέ. Ανακαλώ λοιπόν έναν Γαργαντούα να πίνει τον άμπακο, να σαβουρώνει και να χλαπακιάζει τον αγλέουρα, να κατουράει ολόκληρα ποτάμια, να αφοδεύει παντού, να συνουσιάζεται ασταμάτητα, να γελάει και να χορεύει. Και σκέφτομαι ότι εδώ ακριβώς, εννοώ στην ιδρυτική αρχή της μπαχτινικής ανάλυσης, βρίσκεται η αληθινή υπεροχή της λογοτεχνίας, η δικαίωση και ο λόγος της, αλλά και η αρετή και ο κίνδυνός της, η πρόοδος ή η συντήρησή της. Το ότι σε αντίθεση με κάθε άλλο είδος γραφής έχει όχι μόνο τη δυνατότητα αλλά και την ευθύνη να κατασκευάζει, να επεκτείνει και να εξαπλώνει διαρκώς και αδιαλείπτως τον εαυτό της, τη νομοθεσία της, το σύμπαν της σε συνάφεια ή σε αντιπαλότητα με τον αληθινό κόσμο, αρκεί βεβαίως να διέπεται από την αρχή της εσωτερικής συνέπειας, να έχει τον αναγκαίο βαθμό αληθοφάνειας και να μη λησμονεί να κλείνει πού και πού συνωμοτικά το μάτι στον αναγνώστη.
Υπάρχει μια παιγνιώδης διάθεση στο βιβλίο του, μπαχτινικής πιστεύω έμπνευσης: κόσμοι, πρόσωπα, τεχνικές αναμειγνύονται για να φανερωθεί η καρναβαλική λειτουργία της γραφής, η ικανότητά της να ντύνει τον βασιλιά για να τον αφήσει γυμνό, να δημιουργεί άλλες πραγματικότητες για να ξεμπροστιάζει τις υφιστάμενες, να επινοεί άλλους μύθους για να αποκαλύψει τις βολικές μας αυταπάτες.
Ο Γούτας παίζει με την πραγματικότητα, παραβιάζει την πραγματικότητα, αναποδογυρίζει την πραγματικότητα χωρίς να λησμονεί το συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού. Υπάρχει μια παιγνιώδης διάθεση στο βιβλίο του, μπαχτινικής πιστεύω έμπνευσης: κόσμοι, πρόσωπα, τεχνικές αναμειγνύονται για να φανερωθεί η καρναβαλική λειτουργία της γραφής, η ικανότητά της να ντύνει τον βασιλιά για να τον αφήσει γυμνό, να δημιουργεί άλλες πραγματικότητες για να ξεμπροστιάζει τις υφιστάμενες, να επινοεί άλλους μύθους για να αποκαλύψει τις βολικές μας αυταπάτες.
Έτσι, στο «Μποέμ» ανασταίνει τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που περιφέρεται στην Ευδαίμονα, μπεκροπίνει στα ουζερί της, παρακολουθεί ταχύρρυθμα σεμινάρια λογοτεχνικής θεωρίας, ερωτοτροπεί με το άλλο φύλο και επιθυμεί διακαώς να μονάσει στη Βλατάδων. Στο «Ρικάρντο» η αλλόκοτη συντροφιά των λουομένων της Συκιάς στέκεται βδομάδες, μήνες και χρόνια περιμένοντας την έλευση του Απόλλωνα, σύμφωνα με τον τελευταίο χρησμό της Πυθίας. Στο «Της αγάπης αναθήματα» ο νεκρός παππούς υλοποιεί τον ανεκπλήρωτο χρησμό του Απόλλωνα νεύοντας στον ενήλικο εγγονό, που αναζητάει την επαφή του με το παρελθόν και τις ρίζες του στον τόπο. Στο «Τύμβος» φιλοτεχνείται ένας αισθητικός παράδεισος, με υλικά αντλημένα από τη χριστιανική κοιλάδα του Ιωσαφάτ και απ’ την αρχαιοελληνική νήσο των Μακάρων, για να αποτελέσει τον χώρο όπου η φαντασία, τα όνειρα, η αγνότητα και όλοι της γης οι κολασμένοι θα πάρουν επιτέλους γδικιωμό από τη σκληρή πραγματικότητα.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια πυκνή στην πλέξη της διακειμενική συνομιλία, που δεν εκφέρεται μόνο με αρθρωμένο λόγο προς ορισμένα πρόσωπα αλλά και με ψιθύρους, με νεύματα, με σιωπές και με μορφασμούς, έτσι που κάθε κείμενο του βιβλίου να μοιάζει με τους παραδοσιακούς αργαλειούς. Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η διακειμενική αυτή συνομιλία προσπερνά το συνηθισμένο επίπεδο της επιλεκτικής αναφοράς σε άλλα βιβλία ή της χρήσης ορισμένων αποσπασμάτων τους, για να περάσει στο απολύτως δημιουργικό στάδιο της αναπαραγωγής του κλίματος, του πνεύματος και της ατμόσφαιρας, χωρίς βέβαια να λησμονεί τη λειτουργία της μίμησης, η οποία μάλιστα συχνά πυκνά ομολογείται απ’ τον συγγραφέα με αυτοϋπονομευτική διάθεση.
Έτσι, η πρώτη νουβέλα διαπνέεται από την παπαδιαμαντική ηθογραφία, χαρακτηρίζεται από κλίμα νοσταλγίας απέναντι στο παρελθόν, συναντά τον δυστοπικό ρεαλισμό του Όργουελ και διασταυρώνει την καθαρεύουσα με την καθομιλουμένη και την καθομιλουμένη με την τρέχουσα αργκό. Στη δεύτερη νουβέλα το φανταστικό στοιχείο δεν προεκτείνει και δεν υπονομεύει το πραγματικό, αλλά γίνεται αναπόσπαστο μέρος του με την τεχνική του μαγικού ρεαλισμού, που αφήνοντας τη λατινοαμερικανική γενέθλια χώρα του εγκλιματίζεται σε μια παραλία της Δήλου, για να δώσει στα πρόσωπα και στα πράγματα μια άλλην όψη πέραν της ορατής. Στην τρίτη νουβέλα η εναλλαγή μεταξύ πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, ενήλικης και παιδικής ματιάς, σοβαρού και αστείου και η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου θραύει τα καθιερωμένα στεγανά του αφηγηματικού προσώπου, για να φέρει συνειδητά στην επιφάνεια την εντύπωση του αφηγηματικού παιχνιδιού.
Ο Παναγιώτης Γούτας |
Στην περίπτωση του Γούτα τα νήματα που αισθητικώ τω τρόπω τραβιούνται, υφαίνονται και πλέκονται αφορούν την εργαλειοποίηση της λογοτεχνίας, την εμπορευματοποίηση της γνώσης, την υποβάθμιση της λογοτεχνικής παιδείας, τον υποβιβασμό της έμπνευσης σε τεχνικές δημιουργικής γραφής.
Ό,τι τελικά προκύπτει απ’ όλα αυτά είναι η δικαίωση της μπαχτινικής καταστατικής αρχής για τη λειτουργία του διαλόγου ως γενεσιουργού δύναμης των πάντων και πριν απ’ όλα της ίδιας της πραγματικότητας που παρουσιάζεται μπροστά μας επιστρωμένη από πολλά, ατελεύτητα και εξελισσόμενα διαλογικά στοιχεία. Η κοινωνική, λογοτεχνική, υπαρξιακή, πολιτική θέση που παίρνει ο καθένας απέναντι στον εαυτό του και στους άλλους εξαρτάται από τα νήματα αυτού του διαλόγου που επιλέγει ή αναγκάζεται να σύρει. Στην περίπτωση του Γούτα τα νήματα που αισθητικώ τω τρόπω τραβιούνται, υφαίνονται και πλέκονται αφορούν την εργαλειοποίηση της λογοτεχνίας, την εμπορευματοποίηση της γνώσης, την υποβάθμιση της λογοτεχνικής παιδείας, τον υποβιβασμό της έμπνευσης σε τεχνικές δημιουργικής γραφής, τις βολικές συλλογικές αυταπάτες, τους επελαύνοντες φανατισμούς, την ανάγκη μιας γόνιμης επαφής με το παρελθόν και τη λειτουργία της γραφής σαν καθαρτήριο της πραγματικότητας.
Σε ένα δικό μου διηγηματάκι, μιλώντας γι’ αυτήν ακριβώς τη λειτουργία της γραφής, λέω τα εξής:
Αν για κάτι λατρεύω τη γραφή είναι που μπορεί να αίρεται πάνω από την πραγματικότητα. Τις προάλλες φερειπείν κάτι γριές μαγκούφες με φαρδιές ρόμπες, μουστάκια και τρέμουλο στα χέρια εμφανίστηκαν απρόσκλητες στην οθόνη του μυαλού μου και ως δια μαγείας μεταμορφώθηκαν αμέσως σε αθώα κοριτσόπουλα που κάναν πιτζάμα πάρτι στην οθόνη του υπολογιστή μου. Στεκόμουν εγώ αντίκρυ τους σαν χάνος και κοιτούσα. Ξανά με εμπαίζουνε οι λέξεις, είπα.
(Η ιδιωτική μου αντωνυμία, εκδ. Κίχλη).
Αυτή ακριβώς τη μεταμόρφωση επιχειρεί και ο Γούτας στο βιβλίο του, μόνο που το κάνει πολύ πιο πυκνά και επεξεργασμένα. Οι δικοί του λογοτεχνικοί ήρωες δεν μεταμορφώνονται απλώς, όπως συμβαίνει με τις δικές μου τις γριές, αλλά και μεταμορφώνουν την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΗΣΙΑΔΗΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» (εκδ. Κίχλη).