Για το μυθιστόρημα της Έλενας Μαρούτσου «Δύο» (εκδ. Κίχλη).
Της Μαρίας Γιαγιάννου
Η λογοτεχνία της Έλενας Μαρούτσου έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα (έχει περισσότερα, αλλά επί τη ευκαιρία ας υποταχθούμε στον αριθμό δύο): α) δεν έχει αναστολές, και β) δεν υποκρίνεται πως αγνοεί τη δημιουργό της, δηλαδή η λογοτεχνία της Μαρούτσου δεν απαρνείται τη μητέρα της. Είναι συχνό φαινόμενο να μη θέλουμε να ξέρουμε ποια πραγματικά είναι η μητέρα μας. Το να έχει κανείς πρόσβαση στην πληροφορία που τον ενημερώνει για τον χαρακτήρα, τις άγνωστες συνήθειες, τις μύχιες σκέψεις και το παρελθόν της μητέρας, είναι σχεδόν σκανδαλιστικό. Και αυτό επειδή το τέκνο εκεί μέσα μπορεί να βρει στοιχεία που το αποχωρίζουν από τη μάνα του – που του λένε «η μαμά σου έχει κάνει και αυτό στη ζωή της, δεν το ήξερες;» ή «η μαμά σου γράφει ημερολόγιο, δηλαδή έχει σημεία που είναι απρόσιτα, δεν σου ανήκουν» ή «η μαμά σου έχει απευθύνει επιστολές σε ανθρώπους που δεν είναι εσύ και σχηματίζει δυάδες που δεν σε περικλείουν». Αυτομάτως το παιδί (κι όταν λέω παιδί δεν εννοώ απαραιτήτως το ανήλικο) παθαίνει μια διπλή εμπλοκή: από τη μία βλέπει τη μαμά του με το κιάλι (μια μαμά που μοιάζει τώρα με μια άγνωστη σε μια ξένη φωτογραφία ή χειρότερα με μια παλιά του γνωστή,) και από την άλλη μετατρέπει σε προσωπική μυθολογία, σε ιστορία δική του (σε ταυτότητα δική του – ακόμα πιο τρομερό), όσα σκέφτηκε και έπραξε η μαμά. Αυτή η διπλή, αντίθετη, παράλληλη κίνηση απόσχισης και ταύτισης, απομάκρυνσης και εγγύτητας κόρης και μαμάς, ξεχώρισε κατά την ανάγνωσή μου, ως η πιο ενδιαφέρουσα ψυχολογική πτυχή του μυθιστορήματος δύο – του νέου βιβλίου της Έλενας Μαρούτσου με τη σημαίνουσα συμμετοχή της Ούρσουλας Φώσκολου, που κυκλοφορεί από τις αισθητικά αλάνθαστες εκδόσεις Κίχλη.
Η ηρωίδα ψάχνει τον εαυτό της στη ζωή της μητέρας της, αλλά τον βρίσκει στο κενό – και το κενό γεμίζει μόνο με μυθοπλασία. Νά η μητέρα της ηρωίδας, νά η μητέρα της συγγραφέως, νά και το παιδί της: η μυθοπλασία.
Καθώς η πληγωμένη από μάνα και εραστή ηρωίδα προσπαθεί να διαλευκάνει την υπόθεση του παρελθόντος της μάνας, άρα και δικού της, σ’ αυτό το ερωτικό οδοιπορικό μυστηρίου με φόντο τα καφέ της ερωτικής αναμονής στην Αθήνα και την πολιτική ιστορία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο (με φόντο τα σώματα και τα σωματεία), η συγγραφέας εντωμεταξύ ρίχνει ανάμεσα στις γραμμές ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πρόβλημα: Μήπως επιλέγουμε λανθασμένα να ερμηνεύσουμε τις ελεύθερες επιλογές μας ως προκαθορισμένη κληρονομικότητα; Μήπως θέλουμε σαν τρελοί να μεταθέσουμε την ευθύνη σε κάποια μοίρα που έχει ήδη δήθεν προαποφασίσει για εμάς ώστε εμείς απλώς να εκτελούμε το αναπόφευκτο; Κι από την άλλη, αν κάνουμε αυτό που μας λένε ότι είναι κληρονομικό, χωρίς να το έχουμε κληρονομήσει, δεν βρισκόμαστε μέσα στον φαύλο κύκλο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας; Η ηρωίδα ψάχνει τον εαυτό της στη ζωή της μητέρας της, αλλά τον βρίσκει στο κενό – και το κενό γεμίζει μόνο με μυθοπλασία. Νά η μητέρα της ηρωίδας, νά η μητέρα της συγγραφέως, νά και το παιδί της: η μυθοπλασία.
Για να πλαστεί ο μύθος θέλει κενά και πατήματα. Τα πατήματα της αφήγησης εδώ είναι: α) οι φωτογραφίες της Diane Arbus και β) το επιστολικό σκέλος του μυθιστορήματος. Οι δύο άξονες που περιελίσσονται μας οδηγούν από μόνοι τους στη λύση. Η Ντιάν Άρμπους έχει μια έντονη περιέργεια για τους αλλόκοτους, τους περιθωριακούς, τους παραμορφωμένους, αλλά και για τις αδιόρατες εκείνες πτυχές μιας σκηνής που αν την πετύχεις στον δρόμο δεν θα τις αναγνωρίσεις – τις λεπτές ρυτίδες του πόνου, της διακινδύνευσης, της ύπαρξης, που ασκούν αναμφίβολα στη φωτογράφο μεγάλη γοητεία. Αυτή η παρέκκλιση είναι κάτι που συγκινεί και τη συγγραφέα και φροντίζει να μας πάει προς τα εκεί ώστε – ως αληθινή λάτρης της παρέκκλισης – να παρεκκλίνει ακόμα κι από αυτήν. Το επιστολικό σκέλος, γραμμένο από τη Φώσκολου, είναι εκείνο που επιτυγχάνει να ενώσει τη μητρότητα με τον ερωτισμό (μια σχέση εξ ορισμού διαρρηγμένη) με κρυφή μαεστρία, και σε αυτό θα επανέλθω.
Λοιπόν, παρά τους κινδύνους που εγκυμονεί το να γνωρίσεις τη μητέρα σου, η λογοτεχνία της Μαρούτσου δεν φοβάται να το κάνει κι επιπλέον τολμά και μας την αποκαλύπτει στις αντανακλάσεις των σελίδων που την αποτελούν. Το λογοτεχνικό στίγμα της συγγραφέως αντλεί από την προσωπικότητά της κι ακόμα περισσότερο από την ανάγκη της να γεννήσει αυτό το έργο και κάθε της έργο, για να την ξαναγεννήσει με τη σειρά του κι αυτό. Η ανάγκη αυτή να έρθει στο φως μια πλήρως ανεπτυγμένη μυθοπλασία είναι ένα χαρακτηριστικό πολύ συγκινητικό που αποδίδει στη λογοτεχνία κάτι που της αξίζει: έναν συγγραφέα που την έχει απόλυτη ανάγκη, που είναι δεμένος μαζί της με έναν ομφάλιο λώρο. Μόλις μου πέρασε από το μυαλό… ίσως είναι η λογοτεχνία που γέννησε τη Μαρούτσου και πρόκειται απλώς για μυθοπλαστικό χαρακτήρα. Ίσως έχει επινοήσει τον εαυτό της και αν γυρίσει στο πλάι θα φανεί ότι είναι μια λεπτή φλούδα από χαρτί, μια σελίδα από το βιβλίο της.
Η Έλενα Μαρούτσου |
Είναι ωραίο να ξέρεις δημιουργούς που δεν κοροϊδεύουν τον αναγνώστη ή και τον εαυτό τους, που το «επάγγελμα» συγγραφέας δεν έχει κλέψει φως από την πηγή τους, που η πηγή τους είναι ακόμα παιδική και η ανάγκη τους είναι όπως του παιδιού για το παιχνίδι (ήτοι: δεν παίρνει αναβολή).
Η συγγραφέας ζει από τη λογοτεχνία – και δεν εννοώ ότι βγάζει τα προς το ζην, αλλά κάτι άλλο που δεν μετριέται∙ τυγχάνει να μπορώ να το αφουγκραστώ αφού τη γνωρίζω και ως άνθρωπο. Είναι ωραίο να ξέρεις δημιουργούς που δεν κοροϊδεύουν τον αναγνώστη ή και τον εαυτό τους, που το «επάγγελμα» συγγραφέας δεν έχει κλέψει φως από την πηγή τους, που η πηγή τους είναι ακόμα παιδική και η ανάγκη τους είναι όπως του παιδιού για το παιχνίδι (ήτοι: δεν παίρνει αναβολή).
Στο δύο βρίσκουμε ξανά το συγγραφικό της γονιδίωμα, το dna της, όπως και στα προηγούμενα. Η πιστοποιημένη μητρότητα είναι σημαντική διότι ορίζει τη δημιουργό ως μια οντότητα με συνέχεια, ως δημιουργό έργων που έχουν χαρακτήρα, υπογραφή, και που οι λέξεις τους ελίσσονται γύρω από έναν πάσσαλο, σαν αθλητικά σκυλιά με μακριά λουριά που τα κρατάει το αφεντικό τους. Το πεζογραφικό κείμενο πρέπει να έχει αφεντικό – τον συγγραφέα. Αλλιώς οι λέξεις λυσσάνε προς κάθε κατεύθυνση και χάνονται ή κοπροσκυλιάζουν, το βιβλίο γίνεται κβαντικό και χάνεται στο σύμπαν της ανοησίας. Η συγγραφέας αφήνει μερικά σκυλιά ελεύθερα να διανύσουν κάποιες αποστάσεις μέσα στο βιβλίο, για να επιστρέψουν πιο πιστά από ποτέ στον έλεγχό της. Το dna που εντοπίζεται στα βιβλία της Έλενας Μαρούτσου (αντί για δεσοξυριβοζονουκλεϊκόας το πούμε ερωτικο-αυτοαναφορικο-ποιητικό οξύ) είναι αυτό που ρυθμίζει τη φυσιογνωμία τους: γλώσσα που χρησιμοποιεί μαεστρικά τις μεταφορές, υπόθεση που σου εξάπτει την περιέργεια και θέλεις να την παρακολουθήσεις μέχρι τη λύση, λύσεις που σε ξαφνιάζουν, πόνος στην κλινική του μορφή αλλά και μέχρι τη ρίζα των αιτιών του, συμμετρία στη δομή και παράλληλοι άξονες αφήγησης, διακειμενικότητα, έντονη σεξουαλικότητα, χιούμορ, επιστροφή στο παιδί, ενδιαφέρον για τα οπτικά ντοκουμέντα μιας αφήγησης (εικαστικά/φωτογραφία), διπλές αναγνώσεις.
Εκτός από τη διπλή ανάγνωση που επιφυλάσσουν αρκετά στιγμιότυπα του βιβλίου, εδώ επιλέγεται και η διπλή γραφή. Μια συγγραφέας προσκαλεί μια δεύτερη συγγραφέα να δημιουργήσει μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας οκτώ κείμενα (δύο παραμύθια και έξι επιστολές). Γιατί; Υπάρχει δομικός λόγος; Νομίζω ότι μια συγγραφέας που είναι απολύτως εξοικειωμένη με το θέατρο και μιλάει τις φωνές δεκάδων ηρώων δεν χρειάζεται μια άλλη για να μιλήσει την έτερη φωνή του βιβλίου. Κι όμως – πέραν της αδρής ποιητικής αυτονομίας που αποκτούν τα ωραία αυτά ενδιάμεσα κείμενα της Φώσκολου – υπάρχει ένας άλλος λόγος, μη-δομικός. Μα είναι η ίδια η πρόσκληση (και αποδοχή) της συνύπαρξης, μια χειρονομία άρσης της μοναξιάς που δένει δυο κοτσίδες με διαφορετικό χρώμα όπως τους δύο έλικες του dna.
Ο αποτυχημένος έρωτας και η αποτυχημένη μητρότητα, στο πλαίσιο της αφήγησης, αγκαλιάζονται σφιχτά από μια μυθοπλασία που υπεραναπληρώνει και στεφανώνει σαν πλούσια κόμη τις δύο δίδυμες συνθήκες.
Το dna ως γνωστόν έχει τη μορφή μιας διπλής έλικας, μιας πλεξίδας. Το ανά χείρας βιβλίο είναι γεμάτο δυϊσμούς. Είμαι υποχρεωμένη να τους κρατήσω κρυφούς για το καλό σας και να αφήσω πάνω στην εισήγησή μου ένα πέπλο συσκότισης. Κάτι όμως που μπορώ να πω για να το ανακαλύψετε και μόνοι σας εκ των υστέρων είναι ότι το «δύο» του τίτλου είναι ψέμα. Όπως το δυαδικό σύστημα αποτελείται από μηδέν και ένα, έτσι κι αυτό το «δύο» είναι στην πραγματικότητα το διχασμένο «ένα». Το διχασμένο «ένα» του ερωτικού ζεύγους και πρωτίστως το διχασμένο «ένα» της ενότητας μάνα-παιδί. Το πρόβλημα είναι πως όταν το ένα γίνεται δύο μοιάζει αρκετά με το μηδέν.
Η συζήτηση για τη σχέση μητρότητας και έρωτα λειτουργεί και ως μια κεκαλυμμένη συζήτηση για τη μυθοπλασία ως μητρότητα και ως έρωτα. Ο αποτυχημένος έρωτας και η αποτυχημένη μητρότητα, στο πλαίσιο της αφήγησης, αγκαλιάζονται σφιχτά από μια μυθοπλασία που υπεραναπληρώνει και στεφανώνει σαν πλούσια κόμη τις δύο δίδυμες συνθήκες. Η διαδικασία μεταγραφής των φωτογραφιών της Άρμπους σε ζωγραφικά σχέδια (από την Εύη Τσακνιά) που κοσμούν τις περιεχόμενες επιστολές δεν είναι παρά ένα κομψό σχόλιο για τις διαδρομές που επιλέγει η μυθοπλασία για να φτιάξει το οικοδόμημά της. Φωτογραφία; Ζωγραφική; Γραφή; Έλικες, έλικες, έλικες. Απαραίτητοι για το σώμα μας και για την απογείωσή του.
* Η ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ είναι πεζογράφος και θεωρητικός τέχνης.
Τελευταίο της βιβλίο, το θεατρικό «Κλάρα Σούμαν – Τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας» (εκδ. Μελάνι).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία της © Diane Arbus.
→ Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Cafe στις 10/01/2019.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΜΑΡΟΥΤΣΟΥ