Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη «Αδέλφια» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Βέη«Ενώ όλοι οι άλλοι ασχολούνται με όλα, εκτός από το γράψιμο, οι συγγραφείς δεν κάνουν τίποτε άλλο
παρά να σκέφτονται διαρκώς τη ζωή, να σκέφτονται διαρκώς λέξεις».
Fuminori Nakamura, Evil and the mask (2010)
Χρόνος: η κρίσιμη, η μεταβατική δεκαετία του ’50, οι αρχές της δεκαετίας του ’60. Τότε που η Ελλάδα και η Ιαπωνία σημείωναν τον ταχύτερο δείκτη οικονομικής ανάπτυξης παγκοσμίως. Η πρώτη, ως γνωστόν, για μικρό σχετικά διάστημα, η δεύτερη για πολύ περισσότερο.
Η δυστοπία σ’ έναν βαθμό βέβαια εξορκίζεται κι εξημερώνεται. Επειδή ακριβώς ο ανθρώπινος μόχθος δεν γίνεται να αποβεί εντελώς μάταιος. Επειδή γεννιούνται, μεγαλώνουν και ωριμάζουν εδώ ορισμένοι άνθρωποι μη ευτελείς. Έστω λίγοι, με κάποιο όραμα.
Τόπος: το λεγόμενο κοιμητήριο των πλοίων, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Η καθημαγμένη Ελευσίνα. Η δυστοπία σ’ έναν βαθμό βέβαια εξορκίζεται κι εξημερώνεται. Επειδή ακριβώς ο ανθρώπινος μόχθος δεν γίνεται να αποβεί εντελώς μάταιος. Επειδή γεννιούνται, μεγαλώνουν και ωριμάζουν εδώ ορισμένοι άνθρωποι μη ευτελείς. Έστω λίγοι, με κάποιο όραμα. Κατά ευτυχή συγγραφική σύμπτωση πρόκειται για τη γενέτειρα του συγγραφέα. Άρα, τη γνωρίζει εξ απαλών ονύχων. Και δεν είναι, ως ευνόητον, λίγο αυτό για τις δομές της διήγησης. Δεν κατονομάζεται όμως εκ προθέσεως. Δεν υφίσταται δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση απόπειρα έμμεσης καν αυτοβιογραφίας, αλλά συνειδητή εμπέδωση όσο το δυνατόν περισσότερο αληθοφανούς, περισσότερο λειτουργικής κι ενδελεχούς μυθο-μαρτυρίας.
Κύρια πρόσωπα: ο αρχετυπικός πατέρας, «ένας πολύ βίαιος, αλλά εργατικός, φιλοπρόοδος και δίκαιος άνθρωπος», η μητέρα, μια κλασική νεοελληνική περσόνα «υποτονική, αλλά και όμορφη» και δύο αδέλφια, με τρία χρόνια διαφορά ηλικίας, «ο μεγάλος», ονόματι Θανάσης, «με τα δικαιώματα του μεγάλου κι ένας μικρός που δεν έκανε με τίποτα πίσω». Μερικά στοιχεία πλοκής: ο προσοντούχος Θανάσης, ο οποίος έχει φοιτήσει στη Σιβιτανίδειο Σχολή εργοδηγών, διακρίνεται αμέσως στον τομέα ανέγερσης κατοικιών κι άλλων κτισμάτων, ανταγωνιζόμενος με αποφασιστικότητα και σθένος όσους ενεργούν αντιστοίχως στην περιοχή των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Ο πατέρας έχει ήδη χτίσει, με αδιάπτωτο ομολογουμένως φιλότιμο, μιαν εστία καλού και αγαθού, στα δικά του, οίκοθεν νοείται, μέτρα και σταθμά. Φαίνεται όμως ότι σ’ έναν βαθμό εντέλει υστερεί: ο Οίκος δεν μπορεί να σταθεί αντάξιος του Υπερεγώ ενός εκρηκτικού Θανάση. Η οικογένεια εδώ εκφράζει τη μερική αποτυχία της ουσιαστικής γονικής μέριμνας και παροχής. Η γραφή καταφάσκει πάντως στη ζωή, ιδίως στη στρατηγική του εναρμονισμένου έγγαμου βίου, που δεν ευνοεί την παρακμή των οικογενειακών δεσμών. Αλλά η γραφή στρέφεται και κατά της εμφανώς άναρχης δόμησης, κατά του εκφυλισμού δηλαδή του άστεως σε αποικία τιμωρημένων. Η όλη καταγγελτική γραμμή της αφήγησης τεκμαίρεται βέβαια πλαγίως. Πάγια άλλωστε κειμενική τεχνική του Γιώργου Συμπάρδη αφορά στην ευθύβολη σήμανση, στην απώτερη κρίσιμη συνδήλωση, την οποία εκλύει εκ του ασφαλούς ο δημιουργικός υπαινιγμός. Τα συμφραζόμενα ορίζουν κατά κύριο λόγο την κλίμακα των αξιών.
Ο μικρός γιος επιχειρεί στο μεταξύ να οριοθετήσει ταυτότητα, σφαίρα ατομικής πραγμάτωσης και ζωτικό χωροχρόνο. Η συμπλοκή και δη ενίοτε η εξαιρετικά βίαιη ξεσπά ως να ήταν ένα προβλεπόμενο φυσικό φαινόμενο.
Ο μικρός γιος επιχειρεί στο μεταξύ να οριοθετήσει ταυτότητα, σφαίρα ατομικής πραγμάτωσης και ζωτικό χωροχρόνο. Η συμπλοκή και δη ενίοτε η εξαιρετικά βίαιη ξεσπά ως να ήταν ένα προβλεπόμενο φυσικό φαινόμενο. Ως άλλοι Ετεοκλής και Πολυνείκης, μάχονται, μετατρέποντας ραγδαία τον δεσμό αίματος σε δεσμό άγους. Ο δε αλληγορικός φόνος του πατέρα από τον πρωτότοκο τονίζω ότι τελείται στην ώρα του κατά αυστηρή, μαθηματική μάλιστα συνέπεια: όταν ο Θανάσης καθίσταται πλέον θέσει γεννήτωρ, ήτοι αναμφισβήτητος Πατέρας στεγαστικών μικρομονάδων. Δεν διστάζει όμως να γκρεμίζει, να αποδομεί, να υπονομεύει κοντολογίς εαυτόν, παραμένοντας ένας μυστηριώδης κατά βάθος χαρακτήρας. Εξού και το αναγνωστικό ενδιαφέρον, το οποίο συναγωνίζεται επάξια το ενδιαφέρον του μικρότερου αδελφού να διερμηνεύσει τα αίτια και τα αιτιατά της όλης συμπεριφοράς του αντιφατικού εν γένει, εμμανούς ερωτικά, επιτήδειου υπαρξιακά, κατ’ ουσίαν δυσπρόσιτου Θανάση.
Αξιολόγηση: σε συνάφεια καταρχάς με ό,τι κατά σειρά προηγήθηκε, ήτοι: Μέντιουμ (1987), Ο άχρηστος Δημήτρης (1998), Υπόσχεση γάμου (2011) και Μεγάλες γυναίκες (2015) στις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο λόγος στα Αδέλφια οργανώνεται συστηματικά γύρω από τη ρεαλιστική, την εμπράγματη πτυχή της εκάστοτε στοχευμένης θεματογραφίας. Η διηγητική τέχνη του πολύπειρου, πολυβραβευμένου συγγραφέα, αναπαριστώντας σήμερα ένα κρίσιμο παρελθόν τριβών, ικανό και αναγκαίο όμως να εμπεριέχει ευρύτερες κοινωνικές παραμέτρους, αποδεικνύει ακόμη μια φορά, μεταξύ άλλων, στο πεδίο των απαιτητικών αισθητικών κρυσταλλώσεων, την εξειδικευμένη δεινότητα τόσο των ελιγμών της και των ανατροπών της, όσο και της συνολικής, ως εκ των πραγμάτων, ευρηματικότητάς της. Η εξιστόρηση εν ολίγοις τοιχογραφεί πατρίδα. Συγκρατώ, επίσης, ότι την κειμενική αλήθεια την εισπράττουμε μόνον από τον μικρότερο αδελφό. Γνωρίζουμε δε επιπροσθέτως ότι υπάρχει ένα κέντρο γύρω από το οποίο πλέκεται με αρκετά περίτεχνο τρόπο η βαθύτερη αντίφαση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος, στη ζωή και στην αφήγηση. Ενδεικτικός σχετικά με το χαρακτηριστικό αυτό είναι και ο τρόπος με τον οποίο τιτλοφορούνται τα κεφάλαια του βιβλίου: «Το τελευταίο ποδαρικό» και «Αρχή μ’ ένα σουγιά», «Οικογενειακές φωτογραφίες» και «Μυστική ζωή», «Στο υπόγειο με πυρετό» και «Καμίνια», «Οι φίλοι» και «Ποιος αγαπάει τις γυναίκες», «Τα αδέλφια» και στο τέλος «Κόκκινη κλωστή δεμένη» που δείχνει αυτό το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας σημείωνε και αλλού: ποτέ και τίποτα δεν τελειώνει τελειωτικά, η ζωή ξαναγυρίζει σε άλλον κύκλο, η αφήγηση επανέρχεται, για να πει ξανά τα ίδια (πώς αλλιώς;), για να μιλήσει ωστόσο και πάλι διαφορετικά» (βλ. τη διεξοδική, κριτική ανάλυση της ποιήτριας Άννας Αφεντουλίδου στον ηλεκτρονικό Αναγνώστη).
Ο νουνεχής, επίμονος αναγνώστης θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει, χωρίς δισταγμούς, ότι η παρατεταμένη σύγκρουση των δύο αδελφών αντικαθρεφτίζει, ως συμπαγής, καλοδουλεμένη αλληγορία, την άλλη τραγική μάχη, Ελλήνων δηλαδή κατά Ελλήνων, η οποία προηγήθηκε λίγα μόλις χρόνια πριν.
Βεβαίως, ένα δεύτερο βιβλίο θα μπορούσε να προκύψει ενδεχομένως από την πληρέστερη εξομολόγηση του επίσης γλωσσικά επαρκούς πρωτότοκου, του αριστούχου πάλαι ποτέ μαθητή, του Σημαιοφόρου της ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου, απρόβλεπτου ηθικά Θανάση, σε τριακόσιες ή τετρακόσιες εμπύρετες σελίδες. Θα μπορούσε κοντολογίς η άλλη αλήθεια, η Αλήθεια (του), να φώτιζε διεξοδικά ό,τι τώρα παραμένει σκοπίμως σε μια γκρίζα ή ενίοτε σε τελείως σκοτεινή κειμενική ζώνη. Όπως επίσης ένα τρίτο βιβλίο, ένα χρονικό δηλαδή του οικογενειακού ρομάντζου-εμφυλίου σπαραγμού, θα μπορούσε να μας κληροδοτήσει η πρόνοια του πληθωρικού, αεικίνητου πατέρα, μαζί με το αντίστοιχο τέταρτο χρονικό, ήτοι εκείνο της στοχαστικής, εσωστρεφούς πλην όμως φιλόστοργης μητέρας. Προς το παρόν όμως η ανάγνωση αρκείται κατ’ ανάγκην σ’ αυτό το οποίο της δόθηκε. Ο Θανάσης συνεπώς, όπως παράγεται από σελίδα σε σελίδα του παρόντος και μόνον του παρόντος, ισχυρίζομαι ότι συνιστά, σε έναν δεύτερο βαθμό σημασιολογικής πρόσληψης, μιαν αρραγή προσωποποίηση, ένα σχολαστικό απείκασμα της ασίγαστης εκείνης ενέργειας, της τυφλής εσωτερικής δύναμης, η οποία ως μοιραίο ή μη κινούν θέτει σε λειτουργία το ον. Ο παράδοξος εκείνος μονήρης της Δρέσδης και της Φρανκφούρτης, ο φιλέλληνας Άρθουρ Σοπενχάουερ, την ονόμασε, ως γνωστόν, Βούληση. Κι έτσι διερμηνεύεται πλήρως η εκκωφαντική, η θυελλώδης συμπεριφορά του πρωτότοκου, η επηρμένη στάση του, η σαφώς προκλητική, η εξόφθαλμη υπέρβαση του Συμβολαίου της συνύπαρξης και της συναντίληψης στο πλαίσιο πάντα των δράσεων της κοινωνικής κυψέλης. Αλλά κι ο δευτερότοκος γιος, «ο μικρός», ο αυριανός επίσης ενήλιξ, σύζυγος-πατέρας-παππούς είναι φορέας Βούλησης. Εξού και η αποφασιστικότητα, η ανυποχώρητη ανταπόδοση στο μέτρο του εφικτού πάντα, οποία διακρίνει τη συμμετοχή του στις αλλεπάλληλες ενδοοικογενειακές συρράξεις. Το γονίδιο της Βούλησης υπαγορεύει τις παραγράφους της οργόνης και της ορμής. Ο νουνεχής, επίμονος αναγνώστης θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει, χωρίς δισταγμούς, ότι η παρατεταμένη σύγκρουση των δύο αδελφών αντικαθρεφτίζει, ως συμπαγής, καλοδουλεμένη αλληγορία, την άλλη τραγική μάχη, Ελλήνων δηλαδή κατά Ελλήνων, η οποία προηγήθηκε λίγα μόλις χρόνια πριν.
Συμπέρασμα: αυτή η ανυποχώρητη, η εγγενής θέληση για δύναμη, για να θυμηθούμε και τον καλό μαθητή του Σοπενχάουερ, τον Φρίντριχ Νίτσε, έχει εξ ορισμού προκαθορίσει το εννοιολογικό υπόβαθρο του υποδειγματικού αυτού μυθιστορήματος.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών κειμένων «Ινδικοπλεύστης» (εκδ. Κέδρος).
Στην κεντρική εικόνα πίνακας της © Lavanna Martin.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πόλος έλξης και πρόσωπο σημασίας μεγάλης, εκείνον τον καιρό, η ιδιοκτήτρια του πρακτορείου. Η κυρία Δουκάκη –έτσι μας είχε επιβληθεί η ιδιοκτήτρια, με το επίθετό της− ως χήρα που ήταν πενθούσε, αλλά τα μαύρα ρούχα που συχνάλλαζε, το μερσεριζέ πουκάμισο με τα γιακαδάκια, η μερσεριζέ μπλούζα της, καμιά φορά και ολόκληρο το φόρεμα και πάντως κάποιο μέρος του, συνήθως το πάνω από το στήθος μέρος του, ήταν από δαντέλα. Πυκνή το χειμώνα και το καλοκαίρι αραιά δουλεμένη, αν και κάλυπτε όλον τον λαιμό μέχρι επάνω ψηλά, και φίνα η δαντέλα. […] Μεγάλη εύνοια το κομματάκι που κατά καιρούς έκοβε με το μαχαιράκι της από μία πλάκα σοκολάτας και μου πρόσφερε. Ίδια πάντοτε, πικρή, σχεδόν χωρίς ζάχαρη και χωρίς σπουδαία γεύση, ήταν η σοκολάτα, αλλά από το χέρι της κι από την πλάκα σοκολάτας με την οποία τάιζε το καλοθρεμμένο και νωθρό γατί της, τον Ματού στο όνομα, τον πολυαγαπημένο. Τίποτα το περίεργο, τίποτα άλλο εκτός από την τροφή του Ματού κι από τις δαντέλες της».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΥΜΠΑΡΔΗ