
Για τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Νικολάου «Άτιτλα κείμενα» (εκδ. Το Ροδακιό).
Της Νάσιας Διονυσίου
Με τη συλλογή διηγημάτων Άτιτλα κείμενα μάς συστήνεται στην πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση ο Γιώργος Νικολάου. Έντεκα διηγήματα, που έχουν για τίτλους τους γράμματα του αλφαβήτου ή σύμβολα και ως ήρωές τους ανώνυμα πρόσωπα και, κατ’ εξαίρεση, επώνυμα ζώα. Απόφαση απολύτως συνειδητή, όπως αποκαλύπτει, ανάμεσα στις γραμμές του, ο ίδιος ο συγγραφέας: «Σαν λύση, ίσως θα ήταν καλύτερα αν έλεγα στον υπεύθυνό μου το αλφάβητο, ώστε να καταλάβει το μέγεθος της άγνοιάς μου. (…) Έτσι ας πούμε: α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ υ φ χ ψ ω», ενώ παράλληλα: «[…] ένα όνομα, πράγμα αχρείαστο στους ανθρώπους, μια κι οι τίτλοι του καθενός μπορούν να δώσουν κάποιο χαρακτηριστικό και με το παραπάνω, χωρίς να χρειάζεται κάποια επιπλέον ονομασία. Τι σημασία έχει αν έχετε βαφτιστεί, εάν πρώτα είστε βιομήχανος ή δικαστής και κύριος τόσων ψυχών ή κουρελής και φτωχός, υποτακτικός της μικροπρέπειας και της ταπεινής ζωής;»
Ένα όνομα, πράγμα αχρείαστο στους ανθρώπους, μια κι οι τίτλοι του καθενός μπορούν να δώσουν κάποιο χαρακτηριστικό και με το παραπάνω, χωρίς να χρειάζεται κάποια επιπλέον ονομασία. Τι σημασία έχει αν έχετε βαφτιστεί, εάν πρώτα είστε βιομήχανος ή δικαστής και κύριος τόσων ψυχών ή κουρελής και φτωχός, υποτακτικός της μικροπρέπειας και της ταπεινής ζωής;
Ειρωνεία, σαρκασμός και αυτοϋπονόμευση είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ύφος του συγγραφέα, όπως εύκολα διαφαίνεται από τα αποσπάσματα που παρατίθενται εδώ. Στην αντίπερα όχθη των εύκολων εξιδανικεύσεων και των ωραιοποιημένων παραστάσεων, ο Νικολάου στο πρώτο κιόλας διήγημα της συλλογής του επισημαίνει καυστικά: «Μα υπάρχουν πιο ιδιότροποι άνθρωποι απ’ όλους αυτούς που γράφουν;» και παρακάτω: «Μην κοιτάτε με πολύ θαυμασμό αυτούς που γράφουν και τα γραφτά τους· δεν ξέρετε εσείς!» και ακόμα, στο τελευταίο κείμενο της συλλογής: «Άλλοτε τους δημιουργώ την εντύπωση πως δεν υπάρχει τίποτα που να με συγκινεί ή να με κλονίζει, πως είμαι λειψός […] απόλυτα εξηγήσιμος και λογικός στους γύρω μου, για τα καλά τρελός».
Δύσπιστος απέναντι στις δομές που δεσπόζουν ανέκαθεν στον κόσμο, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αυτές κάθε φορά εκδηλώνονται ή υποδηλώνονται, ο συγγραφέας μοιάζει να ξύνει το επίχρισμα των πραγμάτων, σκοπώντας να φωτίσει λοξά τη συγκαλυμμένη κενότητα, τον συνθλιπτικό παραλογισμό τους. Και το πετυχαίνει χρησιμοποιώντας γλώσσα αδρή, άγρια και εικόνες γλαφυρής ψυχρότητας, μα και υπόκωφης ποιητικότητας – «ο κουβαριασμένος όγκος» του πτώματος μιας γυναίκας, «σημάδια από τους τροχούς ενός τρακτέρ που διασχίζει την παραλία κάθε πρωί μαζεύοντας σκουπίδια», «ψόφα! ψόφα!» το επίμονο κρώξιμο στα αυτιά του γέρου, τα νοσοκομειακά λάστιχα με «το ζουμί που έρεε μέσα», «ξυπνήστε, γιατρέ!» οι φωνές των δειλών αρρώστων που μυξοκλαίνε, το χλιμίντρισμα των αφηνιασμένων αλόγων σ’ ένα κάρο μισοβουλιαγμένο στο ποτάμι, ο καθηλωμένος άνθρωπος που η μόνη σωματική αίσθησή του είναι «ενός πέτρινου τοίχου και μιας πέτρινης δομής χωρίς αρμούς ή πλίνθους μεταξύ των μερών του, ενός απολιθώματος» ή πάλι εκείνη «του ξεχειλώματος των αδένων γύρω από το στόμα».
Από τα κείμενα απουσιάζει η έντονη δράση και η περίτεχνη πλοκή, ενώ η αφήγηση, κυρίως πρωτοπρόσωπη και εσωτερική, δημιουργεί την εντύπωση πως η φωνή που διαπερνά ολόκληρη τη συλλογή ανήκει τελικά σε ένα και μοναδικό –μοναχικό– χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό, εντούτοις, δεν θίγει την αξία της λογοτεχνικής σύνθεσης του Νικολάου, αφού ο συγγραφέας, μέσα από την εξονυχιστική και καταιγιστική παρατήρηση των αλλόκοτων καταστάσεων που περιγράφει, κατορθώνει να προσδώσει ένα ώριμο και πρωτότυπο τόνο σε ζοφερές υπαρξιακές αναρωτήσεις κι οδυνηρές προσωπικές αγκυλώσεις και να συμπαρασύρει, έτσι, τον αναγνώστη του σ’ ένα απροσδιόριστο χρονικά και τοπικά –άτιτλο– σύμπαν, πλην όμως σπαρακτικά και συνάμα παρηγορητικά οικείο, ιδίως για όσους «δεν πάσχουν από αυτοπεποίθηση», αλλά αντίθετα «έχουν αρνηθεί ότι ξέρουν οτιδήποτε ή οποιονδήποτε».
* Η ΝΑΣΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Περιττή ομορφιά» (εκδ. Το Ροδακιό).
→ Στην κεντρική εικόνα η φωτογραφία του Dmytro Kupriyan © «Ντοκουμέντα» (2013).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ