Για τη συλλογή διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη «Το μουσείο των τύψεων και άλλες ιστορίες» (εκδ. Πατάκη).
Της Διώνης Δημητριάδου
Στην προμετωπίδα του βιβλίου ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος και ο στίχος του: Κοιμάται και το φεγγάρι τον κατέχει («Ο ποιητής και το φεγγάρι», Χαιρετισμός στον Jorge Luis Borges). Μ’ αυτόν τον τρόπο (αντλημένο από το πλούσιο λογοτεχνικό τοπίο των επιρροών του μπορχεσιανού έργου) ο Αχιλλέας Κυριακίδης επέλεξε την είσοδο στα δικά του κείμενα, τα καινούργια, που φέρουν μέσα τους όλη την αύρα του σύμπαντος κόσμου του μέγιστου διανοητή Μπόρχες. Κάποιος θα πει: Μα πάλι ο Μπόρχες; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι: Μα, φυσικά! Ποιος άλλος; Αν μέσα στα δικά του κείμενα μπορείς να δεις όλον τον κόσμο της λογοτεχνίας (εμφανώς ή όχι, καμία σημασία δεν έχει – ίσα ίσα οι υποκρυπτόμενες αναφορές αποδεικνύονται και οι πλέον ενδιαφέρουσες), τότε η παρουσία του Μπόρχες θα είναι έως και αυτονόητη σε ό,τι σήμερα ακόμη γράφεται με αξιώσεις. Ο Κυριακίδης, επομένως, όχι με στείρα εμμονή αλλά με δημιουργική κάθε φορά διαφοροποίηση του τρόπου, μας φέρνει στο προσκήνιο μια σκέψη δική του με όλη την γόνιμη επιρροή που έχει ασκήσει μέσα της η σκέψη του Μπόρχες.
Εδώ το λογοτεχνικό παιχνίδι γίνεται με άξονα την έννοια του χρόνου, όχι όμως στις τρεις διαστάσεις του, τις συμβατικά αποδεκτές από την ανθρώπινη διάνοια, αλλά στην τέταρτη εκδοχή του: «[…] η μνήμη είναι η τέταρτη –και η μόνη υποκειμενική– εκδοχή του χρόνου»
Με την εισαγωγή, λοιπόν, αυτή εισέρχεσαι υποψιασμένος στις ιστορίες του βιβλίου. Η αλήθεια είναι πως το τοπίο δεν είναι ομαλό για τον αμύητο αναγνώστη. Απαιτείται εδώ η αναγνωστική επάρκεια, που σημαίνει τριβή με τα κείμενα που αρέσκονται να λειτουργούν ως σημαίνοντα για ποικίλα σημαινόμενα, ως πρόκληση για αποκάλυψη των στρωμάτων μιας παλίμψηστης γραφής, κυρίως εκείνα τα κείμενα που προτιμούν να βλέπουν τη λογοτεχνία με τη σοβαρότητα μιας παίζουσας ματιάς – αλλιώς θα λέγαμε εκείνα που προτιμούν να κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη τους προσδοκώντας τη συνωμοτική ανταπόκριση. Εδώ το λογοτεχνικό παιχνίδι γίνεται με άξονα την έννοια του χρόνου, όχι όμως στις τρεις διαστάσεις του, τις συμβατικά αποδεκτές από την ανθρώπινη διάνοια, αλλά στην τέταρτη εκδοχή του: […] η μνήμη είναι η τέταρτη –και η μόνη υποκειμενική– εκδοχή του χρόνου· […] μια βίαιη εισβολή τετελεσμένων σ’ ένα χρόνο, τον παρόντα, που είναι ένα διαρκές work in progress· («Κτερίσματα»).
Στη λογική αυτή δομείται και το παράδοξο Βιογραφικό Σημείωμα, με το οποίο κλείνει η συλλογή – ένα σχόλιο στο οποίο, ωστόσο, προτιμώ να προτάξω καταργώντας τη σειρά του συγγραφέα ή ερμηνεύοντας, όπως ελπίζω, στην ουσία όλο το βιβλίο. Πρόκειται για μια λίστα (πάντα ενδιαφέρουσες οι λίστες, μιλούν καθαρότερα από πολλές αφηρημένες αναλύσεις) με καταγραφές ακουσμάτων, εικόνων, προσώπων και καταστάσεων, που παρατίθενται ως μνημονικοί σταθμοί συγκροτώντας έτσι τον προσωπικό χρόνο μέσα από την τέταρτη διάστασή του, την αναμφίβολα υποκειμενική· στην ουσία την μόνη εκδοχή των χρονικών διαστημάτων που μπορούμε να κρατήσουμε στο χέρι μας, καθώς ο άλλος χρόνος, ο μετρημένος αυστηρά, κυλάει ερήμην μας και αργά αλλά σταθερά μας καταργεί. Κι εδώ τα πρόσωπα των υπολοίπων διηγημάτων επιθυμούν να κρατήσουν τον χρόνο και να τον διαχειριστούν με τον προσφορότερο τρόπο που το καθένα βρίσκει ή (στην ανάγκη) εφευρίσκει.
Πώς γίνεται, για παράδειγμα, ένας επιμελητής εκδόσεων να παρεμβαίνει στα κλασικά έργα και να αλλοιώνει κατά το δοκούν το τέλος τους; Στο ευφυές (και στον τίτλο του) «The Ender» συναντάμε αυτήν ακριβώς τη θρασύτητα. Εκτός αν αυτό που φαίνεται σαν θράσος συνιστά μια αγωνιώδη επιθυμία παρέμβασης στον συντελεσμένο χρόνο – όσο μπορεί αυτό να γίνει κατορθωτό ή όσο μπορεί να λειτουργήσει (ιαματικά ίσως) ως μάταιη αυτονόμηση της ύπαρξης από τα δεσμευτικά όρια. Το τέλος της ιστορίας παραπέμπει στο δίσημο τέλος του «Νότου», του αριστουργηματικού διηγήματος του Μπόρχες, αφήνοντας τον αναγνώστη να αποτελειώσει ελεύθερα με τη δική του εκδοχή το κείμενο.
Κι έπειτα, στο έξοχο «Με τον Φούνες», συντελείται η μυθοπλαστική συνάντηση (δε συναντηθήκαμε στην πραγματικότητα, αλλά σε μια γωνιά της μυθοπλασίας) του συγγραφέα με τον μνήμονα Φούνες, τον ήρωα του Μπόρχες στη «Μυθοπλασία» παραβιάζοντας κάθε λογική συνθήκη και ανατρέποντας τον χρόνο και ως χρονική διάρκεια αλλά και ως χρόνο των λογοτεχνικών αφηγήσεων, που πλέον μαγικά συγχέουν τον δημιουργό με τον ήρωα.
Στο «Εξωφρενικό αριστούργημα», ίσως το πιο ευφάνταστο στην επινόησή του από όλα τα διηγήματα του βιβλίου, ο χρόνος επανέρχεται πάλι για να εκτιμηθεί ως «αέναη ροή που μας προσπερνάει στο σκοτάδι», ενώ εμείς είμαστε εκεί που η μνήμη επιθυμεί να μας οδηγήσει με τις επιλεκτικές της ανακύπτουσες αναφορές.
Αλλά και στο «Εξωφρενικό αριστούργημα», ίσως το πιο ευφάνταστο στην επινόησή του από όλα τα διηγήματα του βιβλίου, ο χρόνος επανέρχεται πάλι για να εκτιμηθεί ως αέναη ροή που μας προσπερνάει στο σκοτάδι, ενώ εμείς είμαστε εκεί που η μνήμη επιθυμεί να μας οδηγήσει με τις επιλεκτικές της ανακύπτουσες αναφορές. Από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει και η δημιουργία, η Τέχνη, η προσωπική σφραγίδα του νοήμονος όντος, που στην προκειμένη περίπτωση περιγελά ευθαρσώς τα φυσικά όρια, και που κατασκευάζει το πανίσχυρο άλλοθι, προκειμένου να υλοποιήσει τη μέγιστη επιθυμία του ανθρώπου, δηλαδή να επέμβει και να διαφοροποιήσει το παρελθόν.
Τέλος, ας γίνει μνεία του πιο παράξενου (αλλά και πιο πιστού στο σύμπαν του Μπόρχες) διηγήματος με τον τίτλο «Κτερίσματα». Κι ας μην αναρωτηθούμε ποιος το γράφει αυτό το μικρό άριστο δείγμα γραφής, που μέσα σε αγκύλες στο τέλος υπογράφεται [Χόρχε Λουίς Μπόρχες], γιατί πράγματι δεν έχει καμία σημασία. Όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: […] ένα διήγημα που ο Μπόρχες δεν εξέδωσε (μπορεί και να μην έγραψε) ποτέ.
Κι αν επιμένει κάποιος να ρωτάει για την ταυτότητα του διηγήματος, εδώ ο ίδιος ο Μπόρχες δίνει μια απάντηση: […] Ο Σπινόζα κατάλαβε πως όλα τα πράγματα θέλουν να παραμείνουν αυτό που είναι˙ η πέτρα θέλει να είναι αιωνίως πέτρα, και η τίγρη, τίγρη. Εγώ θα παραμείνω Μπόρχες˙ όχι ο εαυτός μου (αν υποτεθεί ότι είμαι κάποιος), αν και αναγνωρίζω τον εαυτό μου λιγότερο στα βιβλία μου απ’ όσο στα βιβλία πολλών άλλων ή στο περίτεχνο γρατζούνισμα μιας κιθάρας. Πριν κάποια χρόνια, προσπάθησα ν’ απελευθερωθώ απ’ αυτόν, και πέρασα απ’ τις μυθολογίες των προαστίων στα παιχνίδια με το χρόνο και το άπειρο˙ αυτά τα παιχνίδια, όμως, τώρα πια ανήκουν στον Μπόρχες, και θα χρειαστεί να επινοήσω άλλα. Έτσι, όλη μου η ζωή είναι μια φυγή, κι όλα τα χάνω κι όλα ανήκουν στη λήθη – ή σ’ αυτόν. Δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας γράφει αυτή τη σελίδα. («Ο Μπόρχες κι εγώ», Ο ποιητής, 1960, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ελληνικά Γράμματα, 2005)
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ο βιωμένος χρόνος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα έργο του περουβιανού ζωγράφου Herman Braun-Vega (1933 - )
Το μουσείο των τύψεων
Και άλλα διηγήματα
Αχιλλέας Κυριακίδης
Πατάκης 2018
Σελ. 160, τιμή εκδότη €8,70