Για το μυθιστόρημα της Έλενας Μαρούτσου «Δύο» (εκδ. Κίχλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Η σχέση ενός φωτογράφου με τον κόσμο είναι ιδιάζουσα – ενίοτε, αναλόγως τον φωτογράφο, είναι μια σχέση ηδονοβλεπτική, πάει να πει λίγο ως πολύ σαδομαζοχιστική, όπως είναι κάθε κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα. Ο φακός αποξενώνει αφενός το μάτι που κοιτά από μέσα του, και τούτη η αποξένωση είναι μαζοχισμός, και αφετέρου την εικόνα όσο αποκρουστική κι αν είναι, και σ’ αυτή την αποξένωση υπάρχει κάποιος σαδισμός. Πόσον μάλλον, όταν αυτός ο φωτογράφος είναι η Ντιάν Άρμπους, που τα θέματά της ως επί το πλείστον ήταν άνθρωποι παραμορφωμένοι, με κάποια δυσμορφία, περιθωριακοί, που το περιθώριο είχε γραφτεί βαθιά στην όψη τους και στο κορμί τους, ετοιμοθάνατοι, ως και πτώματα στο τραπέζι του ανατόμου – ένα βικτοριανό curiosity shop.
Η λογοτεχνία της Έλενας Μαρούτσου γράφεται κατά κάποιον τρόπο μέσ’ από φωτογραφικό φακό, και στο «δύο», μάλιστα, οι φωτογραφίες της Ντιάν Άρμπους χρησιμοποιούνται ως κομμάτια για τη σκαλωσιά του μυθιστορήματος.
Η λογοτεχνία της Έλενας Μαρούτσου γράφεται κατά κάποιον τρόπο μέσ’ από φωτογραφικό φακό, και στο δύο, μάλιστα, οι φωτογραφίες της Ντιάν Άρμπους χρησιμοποιούνται ως κομμάτια για τη σκαλωσιά του μυθιστορήματος. Σε αντίθεση όμως με τις Χυδαίες ορχιδέες, όπου η Μαρούτσου είχε στήσει για το προσωπικό της οικοδόμημα μια σκαλωσιά καθ’ ολοκληρίαν από ξένα κομμάτια, στο δύο οι φωτογραφίες της Άρμπους είναι απλώς μερικοί «σωλήνες» της.
Τις αναπαράγει με μολύβι η εικονογράφος Εύη Τσακνιά, κι αυτά τα σχέδια συνοδεύουν επιστολές, γραμμένες από την Ούρσουλα Φωσκόλου, προς τη νεκρή Ανδριάνα, την πιθανώς αυτοκτόνο μητέρα της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας στο βιβλίο, της Μυρτώς, που με άκρη του μίτου αυτές τις επιστολές τον ξετυλίγει στο παρελθόν, κάνοντας ένα ταξίδι στη Σέριφο και στα κλειστά πια ορυχεία του νησιού (όπου το 1916 έγινε μια αιματηρή εξέγερση των μεταλλωρύχων), σε μια προσπάθεια να μάθει την αλήθεια για τη μητέρα της, τον παππού, τον προπάππο της, αλλά μαθαίνοντας εντέλει την αλήθεια για τον εαυτό της, που απλώς τον πρόβαλλε πάνω στη μητέρα (το πορτρέτο γίνεται αυτοπορτρέτο).
Τούτα τα σκίτσα, γέννημα της εμμονής της Ανδριάνας με την Ντιάν Άρμπους, κοσμούν το βιβλίο μα συνάμα, νιώθω, δεσμεύουν κάπως τη φαντασία όπως δεν θα τη δέσμευαν οι ίδιες οι φωτογραφίες, γιατί ένα πρόσωπο φωτογραφικά αποτυπωμένο με δεξιοτεχνία –με τις ρυτίδες του, τις σκιές, τις κοιλάδες του, τις λίμνες των ματιών του– είναι μια χώρα, κι ένα σώμα είναι ολόκληρη ήπειρος· κι όπως δεν δεσμεύουν τη φαντασία –απεναντίας– οι περίτεχνες περιγραφές της Μαρούτσου, που εδώ ως συγγραφέας βρίσκεται στην πιο ώριμη στιγμή της. Χρησιμοποιεί την Άρμπους ως μπούσουλα και ως απόθεμα εικόνων απ’ όπου αντλεί μεταφορές («Ενώ ξεφύλλιζα το άλμπουμ, τη φανταζόμουν [τη μητέρα της] πιο πολύ στην αγκαλιά ενός από αυτούς τους ανθρώπους του τσίρκου, σαν αυτόν εδώ που καταπίνει φωτιές ή τον άλλο που έχει τρυπήσει με βελόνες όλο του το πρόσωπο και το σώμα», που ακολουθείται απ’ το σαδομαζοχιστικό: «Τέτοια τραύματα, τόσο εξόφθαλμα, θα ήταν πολύ ελκυστικά για την Ανδριάνα» κι από μια ποιητική κατακλείδα που αρέσει πάντα στη Μαρούτσου να βάζει στις μεταφορές της: «Ένας άντρας που καταπίνει φλεγόμενα δαδιά, με τα σωθικά του μια αέναα φλεγόμενη αλλά άκαυτη βάτος»), μα δεν την έχει εντέλει ανάγκη [την Άρμπους]· με καλά ακονισμένα τα εργαλεία της πλάθει φράσεις όπως: «Λες και τα κρεμασμένα ρούχα ήταν η ίδια η ουσία της αναμονής: υπήρχαν απλώς και μόνο για να φορεθούν, την περίμεναν αυτή τη στιγμή που θα γέμιζαν σάρκα και παλλόμενους μυς, ανυπομονούσαν να βγουν να πάνε βόλτα» ή «Και τότε, όπως ένα αιφνίδιο ρεύμα αέρα ανοίγει ξάφνου τα φύλλα της μπαλκονόπορτας, που πίστευες πως ήταν καλά μανταλωμένη, και από ένα αόρατο χέρι, λες, τραβιούνται οι κουρτίνες και φουσκώνουν, καθώς απογειώνονται χαρτιά απ’ το τραπέζι κι έρχεται ένα με δικά του φτερά να προσγειωθεί με αδιάφορα δήθεν λικνίσματα πάνω στην ποδιά σου, έτσι και τώρα βρέθηκα να κρατώ ακόμη ένα γράμμα, σαν φτερό ενός άφαντου αγγελιαφόρου».
Στη Μαρούτσου αρέσουν επίσης οι παραλληλίες: Η Μυρτώ υποφέρει από ιλίγγους κι έχει στο αφτί ένα βόμβο που γίνεται απόηχος των ορυχείων της Σερίφου: «Το αριστερό μου αυτί έβγαζε έναν ήχο συριστικό, λες και φυσούσε μέσα απ’ τις στοές του λαβυρίνθου αέρας»· οι ονομασίες των ορυκτών –μαγνητίτης, αιματίτης– επέχουν θέση ψυχικών συμβόλων, και η εξόρυξη του μεταλλεύματος στο νησί γίνεται κι εξόρυξη ψυχική, σε τούτη την ιστορία που την προοικονομούν με τρόπο γοητευτικά γριφώδη δυο σκοτεινά κι όμορφα παραμύθια, η δεύτερη και πιο σημαντική συμβολή της Ούρσουλας Φωσκόλου στο βιβλίο.
Είναι μια ιστορία διπλών ταυτοτήτων όπου τα πρόσωπα έχουν μια δεύτερη κρυφή φύση, σεξουαλική πρωτίστως.
Είναι μια ιστορία διπλών ταυτοτήτων όπου τα πρόσωπα έχουν μια δεύτερη κρυφή φύση, σεξουαλική πρωτίστως, έναν «λυκάνθρωπο», σαν τον εραστή της Μυρτώς τον Πέτρο: «Το πρόσωπό του, με όμορφες γωνίες στα ζυγωματικά, χείλη λεπτά και μια κάθετη βαθιά γραμμή ανάμεσα στο επάνω χείλος και στη μύτη, ήταν το πρόσωπο ενός άντρα ακούραστου με τεντωμένες τις αισθήσεις, ενός λύκου […] Το σώμα του όμως ήταν πλαδαρό». Στον Πέτρο, ο άνθρωπος κι ο λύκος συνυπάρχουν στην όψη του, στην επιφάνεια, μα στη Μυρτώ, που αρέσκεται να πληγώνεται («Με γύρισε στο πλάι όπως πάντα και μπήκε μέσα μου τραβώντας μου τα μαλλιά»), το κρυμμένο πρόσωπο, ο «λύκος», βγαίνει στην επιφάνεια μέσ’ από τη γνωριμία της στη Σέριφο με μια κοπέλα, τη Σάντρα, που στο μάγουλο έχει ένα εκ γενετής σημάδι σαν ανάβρυσμα του ψυχικού της ορυκτού.
«Φωτογραφίες, αναμνήσεις και κείμενα έμοιαζαν να αλληλοκαθρεφτίζονται σαν μέσα σε δωμάτιο με κάτοπτρα κι εγώ στο κέντρο πάσχιζα να ξεδιαλύνω την αλήθεια απ’ το είδωλο», λέει η Μυρτώ, αλλά προϋπόθεση γι’ αυτό είναι το κοίταγμα του άλλου κατάματα, όχι μέσ’ από τον φωτογραφικό φακό.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, οι νουβέλες «Τσότσηγια & Ω'μ» (εκδ. Κίχλη).
→ Στην κεντρική εικόνα η Diane Arbus φωτογραφίζει τον εαυτό της, 1945.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«[…] ας την έθαβαν την Ανδριάνα. Καλύτερα έτσι. Για τον πατέρα μου κι εμένα δεν είχε πλέον σημασία τι θα γινόταν με το σώμα της, όμως υπήρχε κάποια που θα πονούσε πολύ αν γινόταν στάχτη. Δεν ήταν άραγε ο πόνος από τον θάνατο αρκετός; Έπρεπε να υπάρξει κι άλλος; Μάλλον, ας θέσω τα σωστά ερωτήματα: Σε ποιον ανήκει το σώμα του νεκρού; Είναι άραγε το τελευταίο νήμα που τον ενώνει με τη γη ή είναι ένα ρούχο που, φεύγοντας, έβγαλε βιαστικά και πέταξε στο πάτωμα και μένει στους οικείους να αποφασίσουν αν θα το κρύψουν για πάντα στην ντουλάπα ή αν θα το χαρίσουν, ώστε να εξαφανιστεί απ’ τα μάτια τους;»
Δύο
Έλενα Μαρούτσου
Δεύτερη φωνή: Ούρσουλα Φωσκόλου
Κίχλη 2018
Σελ. 200, τιμή εκδότη €13,30