Για το ιστορικό αφήγημα του Πάνου Μπαΐλη «Αμαρτωλοί άγιοι, άδοξοι ήρωες» (εκδ. Δρόμων).
Του Φιλήμονα Καραμήτσου
Με ένα ακόμα ιστορικό αφήγημα επιστρέφει στη λογοτεχνική σκηνή ο Πάνος Μπαΐλης. Μετά τη συγκλονιστική αφήγηση του επιζώντα του Ολοκαυτώματος Ρόμπι Βαρσάνο που έγραψε μαζί με τον Σάμμυ Βαρσάνο στο Σαουλίκο (εκδ. Ισνάφι) και την Επιστροφή (εκδ. Αλεξάνδρεια), ο γνωστός δημοσιογράφος βυθίζεται στην ιστορία της Ηπείρου των αρχών του 20ού αιώνα με το βιβλίο του Αμαρτωλοί άγιοι, άδοξοι ήρωες, που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Δρόμων.
Παλιές και νέες ταυτότητες στη δίνη της ιστορίας
Η πρώτη του ύλη είναι όσα συμβαίνουν μέσα στην κοινωνία με φόντο ή πρωταγωνιστή τη μεγάλη ιστορία, με τους πολέμους που είναι αδιάκοποι –ένας μεγάλος δεκαετής πόλεμος που σαν να μην τέλειωνε ποτέ έμοιαζε αυτή η περίοδος–, τη διαμόρφωση των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια και τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνταν στην Ελλάδα.
Για τους Ηπειρώτες το 1912-13 μοιάζει με ένα ακόμα σημείο μηδέν της ιστορικής τους διαδρομής, αφού αποτελεί την απαρχή της ένταξής τους στο ελληνικό κράτος. Η περίοδος αυτή όμως έχει σημασία και για κάτι επιπλέον: Μελετώντας τις κρίσιμες περιόδους της δεκαετίας του ’40 και τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν (εμφύλιος, χούντα κ.ά.) αντιλαμβάνεται κάποιος που ενδιαφέρεται για την ιστορία ότι πρέπει να πιάσει το νήμα από πιο πριν. Δικτατορία του Μεταξά, βασιλεία ή δημοκρατία, μικρασιατική καταστροφή, εθνικός διχασμός, βαλκανικοί πόλεμοι, επανάσταση στο Γουδί… Μέσα σε αυτή τη διαδρομή διαμορφώνονται οι δυναμικές που θα δώσουν πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο στα χρόνια μέχρι και το 1974 και τη μεταπολίτευση.
Το Αμαρτωλοί άγιοι, άδοξοι ήρωες αποτελεί ένα ιστορικό αφήγημα πιο πολύ με την έννοια ότι είναι περισσότερο δεμένο στην ιστορία και λιγότερο στη μυθοπλασία. Διατρέχει περίπου μία δεκαετία, από το 1912 ως το 1924, με όσα συνέβησαν στην Ήπειρο, γεγονότα όμως που απασχολούσαν το πανελλήνιο και αποτελούσαν μέρος των διεθνών εξελίξεων. Ως ιστορικό αφήγημα είναι ακριβές με τον τρόπο και το ύφος της «ιστορίας από τα κάτω». Η πρώτη του ύλη είναι όσα συμβαίνουν μέσα στην κοινωνία με φόντο ή πρωταγωνιστή τη μεγάλη ιστορία, με τους πολέμους που είναι αδιάκοποι –ένας μεγάλος δεκαετής πόλεμος που σαν να μην τέλειωνε ποτέ έμοιαζε αυτή η περίοδος–, τη διαμόρφωση των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια και τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνταν στην Ελλάδα. Τέτοια πρώτη ύλη δίνει ο Τύπος της εποχής, ο δημοσιογραφικός λόγος, οι μαρτυρίες. Από ιστορική σκοπιά, τα περισσότερα στοιχεία στο βιβλίο είναι σε μεγάλο βαθμό μετρημένα και προσδιορισμένα και όποιος αναγνώστης ενδιαφέρεται μπορεί να κρατήσει σημειώσεις και να αναζητήσει στη συνέχεια μόνος του τα ιστορικά γεγονότα και το πώς συγχρωτίζονται με τη μυθοπλαστική τους έκφραση.
Παρόλα αυτά, η δύναμη του βιβλίου του Μπαΐλη δεν είναι η ιστορική συμπύκνωση μιας σκοτεινής και άγνωστης περιόδου για τους σημερινούς αναγνώστες. Είναι περισσότερο το πώς τοποθετεί και φωτίζει το θέμα της ταυτότητας, του ποιοι ήταν όλοι αυτοί που ζούσαν εκείνη την περίοδο σε αυτόν τον τόπο και τι έγιναν, αλλάζοντας μέσω μιας διαρκούς σχέσης συμμετοχής και αντίθεσης με τις μεγάλες ιστορικές μεταβολές. Και θέτει ακριβώς το θέμα της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας ως ένα πεδίο συγκρούσεων, αντιθέσεων, αλλά και συμφωνιών και συναινέσεων, ως ένα πεδίο μεταβολών. Δείχνει δηλαδή τον αντίθετο δρόμο από αυτόν που μπορεί να πάρει ένας αναγνώστης που διαβάζει επιδερμικά ή ένας πολίτης τού σήμερα που θέλει να επιβεβαιώσει μέσα στην ιστορία σύγχρονα διακυβεύματα και κυρίως σύγχρονα εθνικιστικά προτάγματα.
Ο άνθρωπος πάνω από τις ετερότητες
Η δύναμη του βιβλίου του Μπαΐλη δεν είναι η ιστορική συμπύκνωση μιας σκοτεινής και άγνωστης περιόδου για τους σημερινούς αναγνώστες. Είναι περισσότερο το πώς τοποθετεί και φωτίζει το θέμα της ταυτότητας, του ποιοι ήταν όλοι αυτοί που ζούσαν εκείνη την περίοδο σε αυτόν τον τόπο και τι έγιναν, αλλάζοντας μέσω μιας διαρκούς σχέσης συμμετοχής και αντίθεσης με τις μεγάλες ιστορικές μεταβολές.
Η ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας σχετικά με την Ήπειρο και η έλευση του «ελληνικού» όπως το έλεγαν τότε, η ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στον κορμό του ελληνικού κράτους –το οποίο ας θυμίσουμε ότι δεν μετρούσε καν έναν αιώνα ζωής έως τότε– βρίσκει την Ήπειρο έναν τόπο πολύ ζωντανό, αλλά όχι και κοινωνικά ομοιόμορφο. Δεν γίνεται αλλιώς άλλωστε, σπάνια βρίσκεις ομοιομορφίες στις κοινωνίες. Ειδικά στα Βαλκάνια όμως λόγω της φύσης της οθωμανικής κυριαρχίας και σε έναν βαθμό και της βυζαντινής αυτοκρατορίας που προηγήθηκε, στον ίδιο τόπο ζούσαν ταυτόχρονα πληθυσμοί με πολλές πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, κουλτούρες ή θρησκευτικά πιστεύω. Επιπλέον, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα διαμορφώνονται στην περιοχή εθνικές πολιτικές ανεξαρτησίας, με την «ανάδυση των εθνικισμών» όπως θα λέγαμε σήμερα. Αυτό δεν ήταν άλλωστε και το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι; Αυτό δεν προσπάθησαν να «επιλύσουν»;
Στην ουσία, στην πράξη, οι ταυτότητες διαμορφώνονται μέσα από ετερότητες. Το ποιοι είμαστε εμείς διαμορφώνεται κι από το ποιοι είναι οι άλλοι, ή ποιος ορίζει κάθε φορά το ποιοι είναι οι άλλοι. Έτσι στο βιβλίο παρελαύνουν όλοι: Έλληνες και Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Βλάχοι που θέλουν να γίνουν Ρουμάνοι, Ιταλοί σύμμαχοι και εχθροί, μουσουλμάνοι αγάδες και μητροπολίτες χριστιανοί, Βορειοηπειρώτες, πρόσφυγες, μετανάστες, κτηματίες, έμποροι, φτωχοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Και μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια, όλοι θα κληθούν να πάρουν αποφάσεις ακόμα και για το ποιοι είναι και ποιοι θα ήθελαν να είναι. Αλλά αποφάσεις θα πάρουν και άλλοι πιο ισχυροί από αυτούς, αποφάσεις που θα επηρεάσουν την τύχη όλων. Είναι η εποχή που ο πόλεμος και η βία ορίζουν την τύχη των ανθρώπων.
Ο Πάνος Μπαΐλης κάνει μία κρίσιμη επιλογή: Βυθίζεται μέσα σε αυτές τις συγκρούσεις και τις διαφοροποιήσεις. Ίσως και να χάνεται κιόλας σε κάποιες στιγμές μέσα στη δίνη των ακατάπαυστων γεγονότων, μετατρέποντας τους ήρωές του σε σύμβολα και οριοθετώντας αυστηρά τις κινήσεις τους μέσα στο γενικότερο σχήμα, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό όταν και οι βεβαιότητες των Ελλήνων μετά την απελευθέρωση μοιάζουν αδιαπραγμάτευτες. Η επιλογή του όμως είναι καθαρή: Αναδεικνύει τον άνθρωπο. Προσπαθεί να βρει την ανθρωπιά, τις στιγμές που η βία απανθρωπίζει τον άνθρωπο. Το ερώτημα είναι και σήμερα επίκαιρο: Πρέπει ο πόλεμος να λύνει τις διαφορές, να διαμορφώνει νέες ταυτότητες; Αποτελεί λύση η βία; Μοιάζει αφελές το ερώτημα, αλλά είναι και ουσιαστικό και επίκαιρο. Χρειάστηκαν δύο μεγάλοι παγκόσμιοι πόλεμοι για να διαμορφωθούν και στην περιοχή των Βαλκανίων τα σύνορα των σύγχρονων κρατών. Κι όμως κάποιοι εγείρουν ακόμα θέματα εθνικής κυριαρχίας ακριβώς πάνω στο ζήτημα της ταυτότητας, όπως έδειξε ο εμφύλιος της Γιουγκοσλαβίας, στον οποίο μάλιστα η διεθνής κοινότητα αντί να απαντήσει με τη σύνεση που επιβάλλει η ιστορική εμπειρία, απάντησε με ακόμα περισσότερο πόλεμο. Κι όλα αυτά έγιναν στις μέρες μας, που σημαίνει ότι η ιστορία δεν μας διδάσκει τίποτα από μόνη της. Ίσως πάλι όλη αυτή η συζήτηση που ανοίγεται για το τι έγινε τότε, να δίνει και απαντήσεις.
Στο φωτεινό κομμάτι του βιβλίου, η Ήπειρος είναι ένας τόπος γεμάτος ζωντάνια, που παράγει πλούτο και πολιτισμό ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης όλων αυτών των διαφορετικών ανθρώπων επί αιώνες και αιώνες. Τις καλύτερες στιγμές τους οι ήρωες τις ζουν όταν είναι μαζί, όταν συνυπάρχουν, όταν ξεφεύγουν από τους ορισμούς του ποιος είναι ποιος και προσεγγίζουν τον άλλο, με χειρονομίες κατανόησης, φιλίας και έρωτα. Κι αφού όλα έγιναν μία και πολλές φορές έτσι, γιατί να μην ξαναγίνουν με τον ίδιο τρόπο;
* Ο ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα: Παραμυθιά, οικία Ρίγκα, 1913 © Frederic Boissonnas.