Για το μυθιστόρημα της Ευσταθίας Ματζαρίδου «Τα ρούχα» (εκδ. Σμίλη).
Της Ιφιγένειας Σιαφάκα
Το δεύτερο μυθιστόρημα της Ευσταθίας Ματζαρίδου Τα ρούχα ασχολείται με τη θεματική του έρωτα, χρησιμοποιώντας ως αφηγηματικό εργαλείο τα ρούχα ενός ζευγαριού που πλέον έχει χωρίσει. Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη, όπου ακούγονται αντίστοιχα οι αφηγήσεις της γυναίκας και του άντρα, ενώ κάθε μέρος χωρίζεται σε κεφάλαια που ως τίτλο τους έχουν τον ρουχισμό των ηρώων («Τα ρολόγια», «Τα φανελάκια σου», «Το παλτό σου», «Το μπατίκ φουλάρι» κ.λπ.), για τον οποίο μιλούν οι ήρωες απευθυνόμενοι από απόσταση ο ένας στον άλλον με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου. Οι ήρωες δεν έχουν ονόματα, είναι απλώς ο άντρας και η γυναίκα, ένας οποιοσδήποτε άντρας και μια οποιαδήποτε γυναίκα που θα μπορούσαν να βιώσουν το τέλος μιας σχέσης και να γαντζωθούν από τα ρούχα για να την αφηγηθούν. Η Ματζαρίδου μάς υπενθυμίζει τη σύμβαση της λογοτεχνίας και την προσχηματική της λειτουργία στην επινόηση του μύθου, προκειμένου να σχολιάσει το κυρίως θέμα της.
Έτσι, στο μυθιστόρημα σκιαγραφούνται τα πρόσωπα, οι κοινωνικές και οι ψυχικές τους συντεταγμένες: «Ο πατέρας μου με τη γραβάτα ήταν κυριολεκτικά ένας δανδής […] Σε σένα, αντίθετα, προσέδιδε αυθάδεια, τυποποίηση και φιλοδοξία· ένας επηρμένος υποψήφιος επιβήτορας κι ένα φιλόδοξο στέλεχος μιας πολυεθνικής, να τι ήσουν με τη γραβάτα σου». (Η γυναίκα, «Η γραβάτα σου»), «Έπρεπε να είναι τα πόδια σου καλά προστατευμένα, ο χαρακτήρας σου ο κλειστός δεν επέτρεπε σε κανέναν να σε διαβάζει». (Η γυναίκα, «Τα παπούτσια σου»)
Η καταγωγή, η κουλτούρα, οι εμμονές και οι νευρώσεις τους: «Η γύμνια μιας ολόκληρης πατούσας ήταν μέγιστη επιδειξιμανία, όλοι οι γυμνοπόδαροι σανδαλοφόροι ήταν άρρωστοι επιδειξιομανείς. Η απροκάλυπτη έκθεση των κάτω άκρων ήταν η μέγιστη επιδειξιμανία, κατά τη γνώμη σου, και όχι η απροκάλυπτη έκθεση των γεννητικών οργάνων. Από κει έπρεπε να ξεκινούν οι ψυχοθεραπείες έλεγες». (Η γυναίκα, «Τα παπούτσια σου»)
Η κοσμοθεωρία τους: «Τα τζιν όμως περισσότερο από κάθε άλλο ρούχο εξυπηρετούσαν τη φιλοσοφία σου, την αντικαταναλωτική, την οικονομίστικη, την τσιγγούνικη εν τέλει, σε αντιδιαστολή με τη δική μου τη σπάταλη και καταναλωτική». (O άντρας, «Το τζιν παντελόνι σου»)
«Με έπαιρνες και με έχωνες μέσα στο μπουρνούζι σου και έδενες σφιχτά τη ζώνη και χανόμουν σ’ αυτήν τη ζεστασιά των κορμιών και ήθελα να μείνω για πάντα εκεί σ’ αυτόν το μάρσιπο, να είμαι διά βίου υπό την προστασία σου και αιωνίως μαζί σου».
Και η μεταξύ τους σχέση, οι συζεύξεις: «Με έπαιρνες και με έχωνες μέσα στο μπουρνούζι σου και έδενες σφιχτά τη ζώνη και χανόμουν σ’ αυτήν τη ζεστασιά των κορμιών και ήθελα να μείνω για πάντα εκεί σ’ αυτόν το μάρσιπο, να είμαι διά βίου υπό την προστασία σου και αιωνίως μαζί σου». (Η γυναίκα, «Το μπουρνούζι σου»)
Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις: «Ένας άλλος λόγος που τα βάζω με τα Lacoste σου είναι ότι ξεπρόβαλλαν στην γκαρνταρόμπα σου αιφνιδίως […] Τα τελευταία χρόνια είχα πια συνηθίσει τον κροκόδειλο, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι τους φόβους τους και προσπαθούν να τους ελέγξουν και να τους αντιμετωπίσουν και παίρνουν μέτρα». (Η γυναίκα, «Τα Lacoste και τα Daniel Hechter»)
Το ρούχο συμβολοποιείται και χρησιμοποιείται μεταφορικά: «Οι αντοχές μας μάζευαν σιγά σιγά, όπως μαζεύουν τα ρούχα στο πλυντήριο, και φταίει το λάθος πρόγραμμα κι όχι το ίδιο το ρούχο, και στο τέλος αυτό το ρούχο, που ήταν η σχέση μας, μάζεψε τόσο που δεν μας χωρούσε άλλο και το πετάξαμε εξ ανάγκης, το αποχωριστήκαμε εξ ανάγκης κι όχι από έλλειψη αγάπης». (O άντρας, «Το αγκορά ζακάρ πουλόβερ σου»)
Το ρούχο χρησιμοποιείται ως κεντρικός άξονας της αφηγηματικής τεχνικής και της διαπλοκής τού μέσα-έξω, της σχέσης των πραγμάτων: «Εξουθενωμένος απ’ τον καυγά, τεμπέλης, σπάταλος και κοινωνικά αναίσθητος, καθόμουν στο κρεβάτι απέναντι απ’ το παλτό, το κοιτούσα με θυμό κι αυτό σήκωνε τους ώμους του, εγώ δεν φταίω, μου έλεγε, δεν έκανα τίποτα, χωρίς ωστόσο να με παρηγορεί, ώσπου καταλάγιαζε λίγο ο θυμός μου και σηκωνόμουν, το έβαζα στη σακούλα και το έκλεινα πάλι στην ντουλάπα». (O άντρας, «Το παλτό σου»)
Γίνεται ένα φετίχ: «Και σήμερα ακόμη, τις άυπνες νύχτες μου, του άγχους και του πόνου, ανακαλώ εκείνον τον απαλό, μοσχομυριστό, μαύρο, γούνινο γιακά και χαλαρώνω και κοιμάμαι». (O άντρας, «Το παλτό σου»)
Ένα υποκατάστατο του απολεσθέντος αντικειμένου: «Την καμπαρντίνα σου τη μισούσα τον καιρό της συμβίωσής μας και την αναζητούσα όταν ήμασταν χωριστά – ήταν περισσότερο μια καμπαρντίνα μνήμης και νοσταλγίας. Μου άρεσε να τη σκέφτομαι ακόμη και άπιστη κι απόμακρη, γεμάτη αλαζονεία, έτσι με σηκωμένο το γιακά, το σκίσιμο ν’ ανοίγει όλο συστολή με τα μικρά σου βήματα που άνοιγαν σαν να μετρούσες αποστάσεις με τις πατούσες». (Η γυναίκα, «Η καμπαρντίνα σου»), προκειμένου να μιληθεί η απουσία και το πένθος, μ’ έναν τρόπο πιο κομψό ή ίσως λιγότερο ανώδυνο από εκείνον που θα απαιτούσε η αμεσότητα της απόφανσης προς τον απόντα άλλο, προς ένα «εσύ» ωμό, καθότι πλέον ανύπαρκτο επί του πραγματικού: «Εγώ μέχρι σήμερα αναζητώ σημάδια σου, κάποιες παντόφλες που είναι στη γωνίες του σαλονιού, ένα μπουφάν που κρέμεται στην κρεμάστρα, άλλη φορά το άρωμά σου στο ασανσέρ […] Αυτήν τη μοναξιά μου την πολεμώ χρόνια, κάνω ασκήσεις ετοιμότητας απέναντι σε έναν μόνιμο εχθρό. Μία απ’ αυτές τις ασκήσεις είναι να συντηρώ μέσα μου ό,τι ζήσαμε και να το αναβιώνω ξανά και ξανά. Τα ρούχα σου είναι μέρος της άσκησης ετοιμότητας κατά της μοναξιάς. Το γκρι μάλλινο πουλόβερ σου, η μία κάλτσα σου, τα παπούτσια σου, η γραβάτα σου, το Lacoste σου». (Η γυναίκα, «Κουρελού μνήμης»)
«Είναι σαν να μην έχω ούτε αυτιά ούτε μαλλιά, σχεδόν ούτε κεφάλι, μια ακέφαλη νιώθω με τα μαργαριτάρια σου, έλεγες, αλλά τα φόραγες συχνά, όσο τουλάχιστον ήμασταν μαζί, μετά τα πέταξες, όπως όλα μου τα δώρα».
Έτσι, το πένθος διενεργείται με τη διαμεσολάβηση ενός αντικειμένου που αγγίζει το σώμα, δίνοντάς του σχήμα, κρύβοντας ή προβάλλοντας τις γραμμές του· ενός αντικειμένου που δεν λειτουργεί απλώς πρακτικά, καλύπτοντας τη γύμνια και προστατεύοντας ως «τείχος» τη σάρκα από το εξωτερικό περιβάλλον αλλά και συμβολικά, ολοκληρώνοντας την ψυχική εικόνα του υποκειμένου: «Είναι σαν να μην έχω ούτε αυτιά ούτε μαλλιά, σχεδόν ούτε κεφάλι, μια ακέφαλη νιώθω με τα μαργαριτάρια σου, έλεγες, αλλά τα φόραγες συχνά, όσο τουλάχιστον ήμασταν μαζί, μετά τα πέταξες, όπως όλα μου τα δώρα». (O άντρας, «Τα σκουλαρίκια σου»)
Η επιλογή του ρούχου έτσι κι αλλιώς δίνει το στίγμα της ταυτότητας που έχει το υποκείμενο για τον εαυτό του, το γούστο και τη σχέση με το σώμα του: «Δεν αποχωριζόσουν τίποτα απ’ αυτά που φόρεσες, ήταν σαν να σου αφαιρούσαν κομμάτι δέρματος, κομμάτι εσωτερικού οργάνου, έλεγες, αν μη τι άλλο της καρδιάς σου, αφού το αγάπησες με την καρδιά σου». (Η γυναίκα, «Οι ζώνες σου»)
Αυτή η ανάγκη ταυτοποίησης γίνεται ακόμη πιο έντονη τώρα που ο άλλος δίνει μόνον τη βλεμματική του απουσία, πράγμα που σημαίνει ότι το αντικείμενο της ερωτικής του επιθυμίας αποταυτοποιείται, εφόσον ο εραστής του απουσιάζει σωματικά και το απόν βλέμμα τον καθιστά ανύπαρκτο: «Το κίτρινο μαγιό με τα χρόνια είχε ξεθυμάνει, είχε χορτάσει τα βλέμματα, που είχαν βαρύνει πάνω του και του είχαν πάρει τη λάμψη. Είχε μια θαμπάδα πια που δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω αλλιώς, η λάμψη του είχε απορροφηθεί όλη απ’ τα βλέμματα […], γιατί το βλέμμα έχει μία δύναμη, μια ανεξήγητη δύναμη, και μπορεί να σιγοτρώει την ενέργεια του άλλου, ακόμη και αν ο άλλος είναι ένα άψυχο ρούχο – υπάρχουν άραγε άψυχα ρούχα;» (O άντρας, «Το κίτρινο μαγιό σου»)
Το ρούχο λοιπόν λειτουργεί σαν μια κουρτίνα έμπροσθεν του κενού, έμπροσθεν του χρόνου που πλέον δεν υπάρχει. Οι εραστές είναι άχρονοι και γι’ αυτό ανύπαρκτοι. Το βιβλίο άλλωστε ξεκινά με το κεφάλαιο «Τα ρολόγια», όπου επισημαίνεται εξαρχής η οπτική της Ματζαρίδου, «κι αν, όπως λέει ο Αριστοτέλης, χρόνος είναι η κίνηση από το παρελθόν προς το μέλλον, εμείς είμαστε πια άχρονοι, γιατί δεν έχουμε μέλλον». Έτσι, το άχρονο, σε σχέση με την ανάπτυξη του μυθιστορήματος, υποδηλώνεται δομικά με τη συνεπή συγγραφική επιλογή της σπονδυλωτής παρουσίασης του θέματος, με την αναφορά συμβάντων-σημείων μέσα στον χρόνο και όχι με τη διαδοχή των γεγονότων στο πλαίσιο μίας κλασικής χρονικής ακολουθίας. Επιπλέον, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αφήγηση σηματοδοτεί σπαράγματα μνήμης και κομμάτια σωμάτων, αιωρούμενα στον χώρο, ενδεδυμένα με τη λειτουργία των ρούχων. Η συγγραφέας κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει την πάντα επιζητούμενη ισορροπία ανάμεσα σε φόρμα και περιεχόμενο.
Στο πρώτο πλάνο της αφήγησης βρίσκεται η απεικόνιση της συναισθηματικής και ψυχικής κατάστασης των ηρώων, η οποία γίνεται με αμεσότητα, προσεκτική επιλογή στοιχείων, σαφήνεια και οξυδέρκεια.
Ο αφηγηματικός ρυθμός είναι γρήγορος και σταθερός, η γλώσσα ρέουσα και με μουσικότητα, ο λόγος μακροπερίοδος, καλοδουλεμένος με αρμονικά περάσματα και προσεγμένη στίξη. Στο πρώτο πλάνο της αφήγησης βρίσκεται η απεικόνιση της συναισθηματικής και ψυχικής κατάστασης των ηρώων, η οποία γίνεται με αμεσότητα, προσεκτική επιλογή στοιχείων, σαφήνεια και οξυδέρκεια. Η συγγραφέας ψυχογραφεί τους ήρωές της από απόσταση, μεταφέροντας το απόσταγμα της εμπειρίας και της γνώσης της. Κατά τον τρόπο αυτόν, το θέμα του έρωτα δεν εκπίπτει ούτε στη φτηνή συναισθηματολογία ούτε στο προς κατανάλωση μελό που παραποιεί την πραγματικότητα και εκποιεί τα συναισθήματα. Ωστόσο, χρειάζεται να σημειωθεί ότι, σε τεχνικό επίπεδο, οι δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του άντρα και της γυναίκας θα ήταν περισσότερο μυθιστορηματικά αληθοφανείς, εάν η συγγραφέας είχε επιλέξει να διαφοροποιήσει τη γραφή της κατά την εξιστόρηση των συμβάντων από τα δύο πρόσωπα. Το κοινό αδιαφοροποίητο ύφος που συναντούμε στο μυθιστόρημα θα ταίριαζε στην περίπτωση μιας διαμεσολαβημένης αφήγησης, μίας τριτοπρόσωπης δηλαδή αφήγησης, όπου θα ακουγόταν η φωνή του ενός και παντογνώστη-αφηγητή. Δείγματα γραφής της συγγραφέως πείθουν ότι θα μπορούσε να το επιτύχει.
Συμπερασματικά, Τα ρούχα συνιστούν ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα το οποίο κινείται στο πνεύμα του μοντερνισμού και το οποίο θα ικανοποιήσει τον αναγνώστη που αναζητά ένα βιβλίο με θεματική το τέλος μίας ερωτικής σχέσης και έναν συγγραφέα που επέλεξε όχι μόνον μία δυναμική προσέγγιση για να αποτυπώσει τον ψυχικό κόσμο των ηρώων αλλά και έναν πρωτότυπο τρόπο για να σχολιάσει τη θεματική του.
* Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Λευκό από χθες» (εκδ. Σμίλη).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία © Κυριάκος Συφιλτζόγλου.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΣ ΜΑΤΖΑΡΙΔΟΥ