Για τη νουβέλα του Αντώνη Τζήμα «Παριστάνοντας τον Μπουκόφσκι» (εκδ. Ιωλκός).
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Στον πυρήνα των ιστοριών που συνθέτουν αυτή την σπονδυλωτή νουβέλα με τον παρωδιακό τίτλο Παριστάνοντας τον Μπουκόφσκι βρίσκεται μια σημαίνουσα κατάσταση, στην οποία η αφήγηση επανέρχεται ξανά και ξανά: Ο ήρωας, ονόματι Φρανκ, βρίσκεται σπίτι του, πίνει, καπνίζει, γράφει ή κοιμάται, κι από δίπλα, ακούει το ρυθμικό νταπ νταπ μιας μπάλας του μπάσκετ που χτυπάει σε έναν τοίχο. Δίπλα του μετακόμισε πρόσφατα μια οικογένεια, μάνα, πατέρας και τρία παιδιά, τα οποία συχνά πυκνά βγαίνουν και παίζουν μπροστά στο σπίτι του ήρωα: τα παιδιά αυτά, με τα οποία κάθε τόσο ανταλλάσσει και κάποιες κουβέντες, ή και κάτι παραπάνω, είναι ίσως τα μοναδικά πλάσματα για τα οποία ο ήρωας αισθάνεται σταθερή και αδιαπραγμάτευτη τρυφερότητα. Το νταπ νταπ της μπάλας, που στην αρχή φαντάζει ενοχλητικό, γίνεται καθώς κυλάει η αφήγηση κάτι σαν σήμαντρο, υπενθύμιση ότι η ζωή συνεχίζεται, κι ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα, ότι τίποτε δεν έχει χαθεί για πάντα.
Ο ήρωας, ονόματι Φρανκ, βρίσκεται σπίτι του, πίνει, καπνίζει, γράφει ή κοιμάται, κι από δίπλα, ακούει το ρυθμικό νταπ νταπ μιας μπάλας του μπάσκετ που χτυπάει σε έναν τοίχο.
Ειδικότερα το ένα από αυτά τα παιδιά, το μεσαίο, το όνομα του οποίου, νομίζω, δεν το μαθαίνουμε ποτέ, φαίνεται να συγκεντρώνει περισσότερο το ενδιαφέρον του ήρωα, από τη στιγμή μάλιστα που το βλέπει να έχει ένα πλαστικό μπουκάλι με μια κάμπια στο εσωτερικό του, να τη θρέφει και να την προσέχει. Αισθανόμαστε ότι κάποια βαθύτερη σύνδεση υπάρχει ανάμεσα στον ήρωα και σε αυτό το παιδί…
Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, εξελίσσεται η υπόλοιπη καθημερινότητα του Φρανκ, αυτήν που θα ονομάζαμε, κλείνοντας το μάτι στον τίτλο του βιβλίου, η μπουκοβσκική μυθολογία: λίτρα από αλκοόλ, καπνοχώραφα τσιγάρων, σεξουαλικές επαφές με κάθε αφορμή και με κάθε ευκαιρία με όποιο θηλυκό βρεθεί στην ακτίνα δράσης του ήρωα, τις περισσότερες φορές μικρής διάρκειας, μια μοιραία γυναίκα και πολλές άλλες, λιγότερο μοιραίες, και μια γραφομηχανή στα πλήκτρα της οποίας ξεσπούν όλα τα προηγούμενα, ενίοτε και όλα μαζί ταυτοχρόνως. Σκληρότητα, κυνισμός, αυτολύπηση, καθώς και μια άδηλη αναζήτησης της αγάπης, που όμως δεν φαίνεται να βρίσκει διέξοδο…
Παράλληλα, αναπτύσσεται μια διαφορετικού ύφους αφήγηση, μεταξύ παραληρήματος και ενόρασης, όπου ο Φρανκ μοιάζει να εισέρχεται σε έναν κόσμο που κατοικείται από πλάσματα της φαντασίας ή μιας άλλης διάστασης: μια διαπραγμάτευση φαίνεται να λαμβάνει χώρα, που συχνά παίρνει τη μορφή αναμέτρησης. Στον κόσμο αυτό επανέρχεται ξανά και ξανά η μορφή ενός ξανθού αγοριού, η περιγραφή του οποίου φέρνει στο νου το αγόρι του γειτονικού σπιτιού. Τι συμβαίνει; Τι έχει συμβεί; Ποιος είναι ο κοντός τύπος που τα πίνει δίπλα του κάποια βράδια στο μπαρ Καστανή Ζάχαρη, ποιος είναι αυτός που τον επισκέπτεται κάθε τόσο με το χάρισμα να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται κατά το δοκούν, υπονομεύοντας σταδιακά την, κατά τα λοιπά, ακλόνητη αυτοπεποίθηση του Φρανκ;
Τα περισσότερα ερωτήματα θα απαντηθούν στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, όπου όλες οι υπο-πλοκές φαίνεται να κλείνουν τον κύκλο τους. Ας μην πούμε όμως περισσότερα…
Έχοντας εντρυφήσει σε αυτό που πριν ονόμασα μπουκοβσκική μυθολογία, σε βαθμό να μπορεί και να την παρωδεί, ο Τζήμας αισθάνεται άνετα στα κομμάτια του βιβλίου όπου ο ήρωας γίνεται κομμάτια από το αλκοόλ, εκνευρίζοντας μα και γοητεύοντας τους πάντες γύρω του.
Έχοντας εντρυφήσει σε αυτό που πριν ονόμασα μπουκοβσκική μυθολογία, σε βαθμό να μπορεί και να την παρωδεί, ο Τζήμας αισθάνεται άνετα στα κομμάτια του βιβλίου όπου ο ήρωας γίνεται κομμάτια από το αλκοόλ, εκνευρίζοντας μα και γοητεύοντας τους πάντες γύρω του, σε ένα σπιράλ αυτοκαταστροφής που ρουφάει τα πάντα στο πέρασμά του. Η αφήγηση σε αυτά τα μέρη είναι σφιχτή, οι ατάκες στακάτες, η ατμόσφαιρα ερωτική και ζαλιστική και παγωμένη ταυτόχρονα.
Στο μέρος της φαντασίωσης, ή του παραληρήματος ή της βαθύτερης πραγματικότητας, η γλώσσα αλλάζει κι αυτή, γίνεται πιο λυρική, η φύση –σχεδόν απούσα στο άλλο μέρος– κάνει την εμφάνισή της, υποβάλει τη δράση, ρίχνει ένα σκληρό, εξπρεσσιονιστικό φως πάνω στα πρόσωπα. Όσο η νουβέλα προχωράει, η καθημερινότητα του ήρωα φαίνεται να συναντά όλο και περισσότερο το παράλληλο σύμπαν που τον τρομοκρατεί αλλά και τον έλκει, μέχρι την οριστική ώσμωση των δύο αφηγηματικών κόσμων.
Ο Αντώνης Τζήμας, σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, κάνει ένα σημαντικό βήμα, εμπλουτίζοντας τις θεματικές και το ύφος του, φανερώνοντας παράλληλα ικανότητες σύνθεσης μιας πιο περίπλοκης αφήγησης. Η σύνθεση αυτή μοιάζει να είναι και το μεγαλύτερο εκφραστικό και ποιητικό στοίχημα της νουβέλας του.
Θα ήθελα, ο συγγραφέας να είχε φροντίσει να μπολιάσει τον κυνισμό του ήρωά του με περισσότερη ενσυναίσθηση, ειδικά σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με τις γυναίκες, όπου ένας κάποιος σεξισμός, στα όρια του μισογυνισμού καμιά φορά, θα μπορούσε να είχε λειανθεί. Θα ήθελα επίσης να έβλεπα πώς θα λειτουργούσε αυτός ο χαρακτήρας και αυτό το μπουκοφσκικής εμπνεύσεως αφηγηματικό σύμπαν μέσα στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, στα δικά μας γνώριμα χωράφια… Όχι ως κριτική παρατήρηση, περισσότερο ως αναγνωστική επιθυμία ή ένα στοίχημα, αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να τον δω να βάζει με τον εαυτό του.
Τούτων λεχθέντων, επανέρχομαι στον αρχικό πυρήνα, απ’ όπου ξεκίνησα, το νταπ νταπ της μπάλας στον ήχο των γειτόνων, στα τρία παιδιά που παίζουν στην μπασκέτα, ενώ μέσα οι γονείς τους καβγαδίζουν. Από αυτές τις εικόνες, την τρυφερότητα και τη νοσταλγία που εκφράστηκε στο πρόσωπο αυτών των παιδιών, θα ευχόμουν να αρδευτεί το επόμενο βιβλίο του Αντώνη, ένα βιβλίο ωριμότερο και πιο κατασταλαγμένο, που ήδη το βλέπω να προαναγγέλλεται, να υπάρχει εν υπνώσει, μέσα σε τούτη την ερεθιστική και πρωτότυπη νουβέλα.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.
Παριστάνοντας τον Μπουκόφσκι
Αντώνης Τζήμας
Ιωλκός 2018
Σελ. 192, τιμή εκδότη €10,00