Για το μυθιστόρημα του Άγη Πετάλα «Εις την ψυχήν ελπίδα» (εκδ. Εστία).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Το μυθιστόρημα Εις την Ψυχήν Ελπίδα του Άγη Πετάλα (γενν. 1978) είναι μια ευρηματική, καλοδουλεμένη και χωρίς κενά προσπάθεια να συγκεραστούν μια σειρά από στοιχεία όπως η μυθοπλαστική προσέγγιση της ιστορίας, ο έλεγχος ιδεών και θεωριών, η ειρωνεία και το χιούμορ μέσα από μία μεγάλη ποικιλία λεκτικών διαμορφώσεων και συνδυασμών.
Ο λεκτικός πλούτος του Πετάλα και το δυναμικό της κάθε λέξης ειδικότερα αξιοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο και στο έπακρο καθώς ο Πετάλας επιτυγχάνει να χαρτογραφήσει, να περιγράψει και να μεταδώσει τη δική του οπτική για εσωτερικούς και εξωτερικούς κόσμους.
Το μυθιστόρημα του Πετάλα αποτελείται από τρία μέρη, επίλογο και μία ενότητα στο τέλος με σημειώσεις, βιβλιογραφικές αναφορές και παραθέματα. Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, με μία μικρή διαφοροποίηση στο εμβόλιμο δεύτερο μέρος το οποίο είναι γραμμένο σε επιστολική μορφή. Για τον αφηγητή, που δεν κατονομάζεται σε κανένα σημείο του βιβλίου, ο συγγραφέας με παιγνιώδη διάθεση δίνει κάποια «στοιχεία» στον επίλογο. Η επιλογή αυτή του Πετάλα διέπεται από μια αίσθηση οικονομίας και συμπληρωματικότητας καθώς ακόμα και οι πληροφορίες που υπάρχουν στις σημειώσεις του παραρτήματος παρέχουν μια άλλη οπτική γωνία θέασης της αφήγησης.
Ο λεκτικός πλούτος του Πετάλα και το δυναμικό της κάθε λέξης ειδικότερα αξιοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο και στο έπακρο καθώς ο Πετάλας επιτυγχάνει να χαρτογραφήσει, να περιγράψει και να μεταδώσει τη δική του οπτική για εσωτερικούς και εξωτερικούς κόσμους, συνδυάζοντας μεταξύ άλλων την ειρωνεία με το καυστικό χιούμορ και την παρωδία, αλλά και διακειμενικούς δείκτες, όπως για παράδειγμα στην περιγραφή της θείας που φιλοξενεί τον αφηγητή κατά την επιστροφή του από το Τορίνο στην Αθήνα: «Ξέσαρκος σκελετός με τούλι και μάτια λαμπερά. Κάπως έτσι είχα σχηματίσει στο μυαλό μου τη μορφή της κυρίας Χάβισαμ, από τις Μεγάλες Προσδοκίες του Δίκενς». Θα συναντήσουμε επίσης στο μυθιστόρημα του Πετάλα λεκτικές ακροβασίες με υποδόρια ιδεολογικά σημαίνοντα: «Ω, πότε θα ελευθερίαζαν επιτέλους τα όνειρά μου;»· μεταφορές, που συνδέουν το ανθρώπινο με τη φύση και κυρίως επιτρέπουν συσχετισμούς με τον ψυχισμό και τη σκέψη του αφηγητή στο πρώτο μέρος: «Η φύση ήταν, όπως την έβλεπα από το παράθυρο του κουπέ μου, όχι στάσιμη μα τρεχάτη, όχι πληκτική μα ενδιαφέρουσα, σαν νευρωτική ερωμένη»· προσωπογραφίες, όπως αυτή του Γιωργάκη, υπαλλήλου σε παντοπωλείο, όπου η φυσική υπόσταση αντιστοιχίζεται με την πραγματικότητα του επαγγέλματος: «οι ώμοι του ήταν τετράγωνοι σαν τα τελάρα που σήκωνε» ή του βασιλιά Αλέξανδρου, όπου η φυσική υπόσταση συνδέεται με την ευγένεια της καταγωγής: «η μύτη του ήταν υπέροχη: δύο κοκαλάκια σχημάτιζαν ανεπαίσθητες κορυφώσεις, μια ακριβώς ανάμεσα στα μάτια και μια άλλη στο κέντρο ανάμεσα στα ρουθούνιά του. Αυτή η τελευταία σχημάτιζε την πιο άψογη, ανδροπρεπή απόληξη μύτης που είχα δει ως τότε»· αναγραμματισμούς: «Επιβιβάστηκα στο ατμόπλοιο της εταιρείας Adriatic Streamships (στην πλώρη του ονείρου μου, το όνομα του πλοίου εμφανιζόταν πότε ως Dante και πότε ως Dantès)».
Η λειτουργία του αναγραμματισμού είναι γενικότερα καλό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο τα χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του Πετάλα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της πλοκής και την προσέγγιση της ιδιαίτερης φύσης των χαρακτήρων. Παραπέμπω εδώ στο διήγημα «Ένας άνεργος» από το πρώτο βιβλίο του Πετάλα, Η Δύναμη του κυρίου Δ*, όπου λόγω και της μικρής έκτασης του κειμένου μπορεί να φανεί καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο ένας νοερός αναγραμματισμός του βασικού ήρωα του διηγήματος, του Η*, κατά την ανάγνωση μιας επιστολής συνδέεται με μία σειρά αντιστροφών οι οποίες διαμορφώνουν με τη σειρά τους την πλοκή και την ιδιάζουσα περίπτωση που είναι ο Η*, αλλά και επιτρέπουν ταυτόχρονα τον έλεγχο και την υπονόμευση βασικών πορισμάτων και παραδοχών της οικονομικής και πολιτικής θεωρίας οδηγώντας κατά κανόνα σε αποκαλυπτικές και διδακτικές θεάσεις της πραγματικότητας. Γενικότερα, στο Εις την Ψυχήν Ελπίδα βλέπουμε, και αυτό έρχεται να δηλώσει και την εξέλιξη του Πετάλα ως συγγραφέα, σε πλήρη ανάπτυξη τα βασικά συστατικά της γραφής και της σκέψης του όπως αυτά τέθηκαν στο πρώτο του βιβλίο.
Στην αρχή του πρώτου μέρους, μας αποκαλύπτει μια ρομαντική πλευρά (τον στοιχειώνει η ιδέα του θανάτου, τον ελκύει η εικόνα της φύσης, εκφράζεται ποιητικά) η οποία όμως εμπλουτίζεται, υπονομεύεται και γενικά ελέγχεται διαρκώς όσο προχωράει η αφήγηση.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την επιστροφή του αφηγητή από το Τορίνο στην Αθήνα. Βρισκόμαστε στο 1917 και η αφήγηση θα καλύψει λεπτομερώς μια σειρά από γεγονότα μέχρι και το 1920. Ο αφηγητής επιδίδεται σε απολογισμούς, αναφέρεται και απευθύνεται νοερά στον Αντόνιο (Γκράμσι). Φιλοξενείται στο πλυσταριό της θείας του μέχρι να βρει δουλειά. Στην αρχή του πρώτου μέρους, μας αποκαλύπτει μια ρομαντική πλευρά (τον στοιχειώνει η ιδέα του θανάτου, τον ελκύει η εικόνα της φύσης, εκφράζεται ποιητικά) η οποία όμως εμπλουτίζεται, υπονομεύεται και γενικά ελέγχεται διαρκώς όσο προχωράει η αφήγηση. Έχει μια συγκεκριμένη άποψη για το πώς θα ήθελε να είναι η γραφή του, φουτουριστική, επαναστατική (βλ. απόσπασμα στο τέλος του κειμένου), είναι ένας «απείθαρχος Έλληνας» (σύμφωνα με τον Αντόνιο), μελαγχολικός, από κάποιες απόψεις τεμπέλης, ζει μέσα από τα όνειρά του και μέσα στα όνειρά του, ζει μέσα από τα άρθρα, τις ρήσεις και τις ιδέες του Αντόνιο, επιθυμεί να μεταμορφωθεί η ψυχή του. Μας παραδίδει μέσα από υποβλητικές εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας την απελπισία που του προκαλεί το αθηναϊκό τοπίο, μας καταθέτει τις σκέψεις του για την ανάγνωση και την τέχνη σε μια διαρκή ανάμνηση του Αντόνιο και νοερή αντιπαράθεση μαζί του. Ψάχνει απρόθυμα για δουλειά μέχρι τη στιγμή που βρίσκεται τυχαία και αντιμέτωπος με τη θέα των αμαξιών του βασιλιά.
Ο Άγης Πετάλας |
Παραθέτοντας λεπτομέρειες για τα γεγονότα και το κλίμα εκείνης της εποχής, αλλά και μέσα από την εμπλοκή του σε αυτά και συναντήσεις, θα διαφανεί γρήγορα η εστίαση του αφηγητή στα ζητήματα της θέσης και των κινήσεων της εργατικής τάξης και της μοίρας των σοσιαλιστικών ιδεών.
Εκεί μαθαίνουμε ότι αφηγητής είναι λάτρης των αυτοκινήτων. Οι γνώσεις του για τα αυτοκίνητα θα εντυπωσιάσουν τον Αμερικάνο, τον «γκαραζιέρη του βασιλιά», ο οποίος θα του προσφέρει και την πρώτη του δουλειά στην Αθήνα. Με αυτόν τον τρόπο θα τεθούν οι όροι μιας καλύτερης διαβίωσης για τον αφηγητή, η οποία συνδέεται με μια ανάγκη εξοικείωσης με την ελληνική πολιτική σκηνή και κυρίως «τον σφοδρό διχασμό που μαινόταν» γύρω του, με την παράταξη του πρωθυπουργού Βενιζέλου από τη μία πλευρά και τη φιλοβασιλική από την άλλη (ο έκπτωτος βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο γιος του Αλέξανδρος). Παραθέτοντας λεπτομέρειες για τα γεγονότα και το κλίμα εκείνης της εποχής, αλλά και μέσα από την εμπλοκή του σε αυτά και συναντήσεις (όπως για παράδειγμα με τον δημοσιογράφο Μίλτο Σπαρτακίδη), θα διαφανεί γρήγορα η εστίαση του αφηγητή στα ζητήματα της θέσης και των κινήσεων της εργατικής τάξης και της μοίρας των σοσιαλιστικών ιδεών γενικότερα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα μια σειρά από παράδοξα, μέσα και από τους παραλληλισμούς και τις συνδέσεις με την κατάσταση των εργατών στο Τορίνο, αλλά και μια γενικότερη αγωνία, αυτή της αναμέτρησης και της κατανόησης των περιστάσεων και κατά προέκταση της ίδιας της ιστορίας: «Οι περιστάσεις, οι περιστάσεις! Η ιστορία κάλπαζε μπροστά στα μάτια μου. Πώς θα δάμαζα ένα τέτοιο αφηνιασμένο άλογο;».
Ο αφηγητής θα βρεθεί στο εσωτερικό της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθηνών, αλλά μέσα από τη δουλειά του και τις αλλαγές στα καθήκοντά του θα βρεθεί πολύ γρήγορα σε επαφή «με την αφρόκρεμα των Αθηναίων», «φίλους της βασιλικής αυλής», «τη χρυσή νεολαία των Αθηνών». Σε αυτό το πλαίσιο, δημιουργείται υπογείως και εντέχνως το κρίσιμο ερώτημα για την τροπή και τη μοίρα του ριζοσπαστισμού του αφηγητή, ενός ριζοσπαστισμού που υποδαυλίζεται μεταξύ άλλων και από εκρήξεις θυμού για την ανυπόφορη και άγονη ανομοιομορφία του αθηναϊκού αστικού τοπίου: «[…] ήμουν πολύ θυμωμένος και δεν μπορούσα να επινοήσω καμία καλύτερη φαντασίωση για να καλμάρουν τα νεύρα μου, παρά μόνο χιλιάδες κουβάδες καυτής πίσσας να χύνονται πάνω στους χωματόδρομους καλύπτοντας τις λάσπες, τις σκόνες, τα πριονίδια, τις έξαλλες φωνές, την καχυποψία, τις βρισιές, τις λασκαρισμένες ρόδες των κάρων· να ευθυγραμμίσουν οτιδήποτε δεν ήταν ακόμα αρκετά λείο και ευθύ σε αυτή την καταραμένη πόλη για να βαδίσω πάνω του».
Τα ερωτήματα και η αναγνωστική αγωνία τελικά για την εξέλιξη της αφήγησης γίνονται ακόμη πιο έντονα όταν ο Πετάλας παρουσιάζει με τρόπο κωμικό και πειστικά αληθοφανή τη φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον αφηγητή και τον βασιλιά Αλέξανδρο, με αφορμή την απαγγελία ενός αποσπάσματος από το Μανιφέστο του Φουτουρισμού του Μαρινέττι.
Το μυθιστόρημα του Πετάλα καταφέρνει [...] να θέσει ένα πλαίσιο για την επικαιροποίηση και την επαναδιαπραγμάτευση κρίσιμων πολιτικών όρων και κοινωνικών ερωτημάτων.
Το ενδιαφέρον κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος παραμένει αμείωτο και σε αυτό συμβάλλουν οι εναλλαγές ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές, είδη και χρήσεις του λόγου – λαϊκός, λόγιος, αρχαϊκός, διαλογικός, στοχαστικός, δημοσιογραφικός, επιστολικός. Η κριτική λειτουργία του όλου εγχειρήματος διασφαλίζεται από το γεγονός ότι οι ιδέες, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις παρουσιάζονται μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες (π.χ. η εικόνα που φιλοτεχνεί ο Γιωργάκης για τον βασιλιά Αλέξανδρο ή η παρατήρηση του αφηγητή ότι «ο Γιωργάκης προσλάμβανε τις έννοιες με έναν τρόπο που στην αρχή τον περνούσες για επιφανειακό, απλοϊκό» ή οι διαφορετικές προσεγγίσεις για παράδειγμα του Νικόλαου Β΄ της Ρωσίας, «ο θείος Νίκης» για τον βασιλιά Αλέξανδρο, «ένας αιμοσταγής», «οπισθοδρομικός τύραννος εκατομμυρίων ανθρώπων» για τον αφηγητή ή ο ίδιος ο βασιλιάς Αλέξανδρος μέσα από τις ερωτήσεις που θέτει στον αφηγητή και τις αφοπλιστικές ως προς την ειλικρίνειά τους απαντήσεις). Μέρος της κριτικής λειτουργίας του μυθιστορήματος είναι και η αναφορά, μέσα από φαινομενικά ανώδυνα περιστατικά, στο καθεστώς πληροφορίας της εποχής αλλά και γενικά στην ίδια τη φύση της, μέσα από συνεχείς διερωτήσεις ως προς την εγκυρότητά της (π.χ. ενημέρωση από τις εφημερίδες της εποχής, τους ανθρώπους της πιάτσας, οι διάφορες μορφές κύκλων και συνεταιρισμού ανθρώπων).
Το μυθιστόρημα του Πετάλα καταφέρνει, μέσα από τη μυθοπλαστική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και τη θεώρησή της μέσα και από γεγονότα της σύγχρονης ευρωπαϊκής, τους παράδοξους συσχετισμούς ανάμεσα σε πρόσωπα και καταστάσεις, τις αισθητικές, πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες που διατρέχουν την αφήγηση, να θέσει ένα πλαίσιο για την επικαιροποίηση και την επαναδιαπραγμάτευση κρίσιμων πολιτικών όρων και κοινωνικών ερωτημάτων. Αξιοποιεί στο έπακρο τις δημιουργικές δυνατότητες της λογοτεχνίας και υποδεικνύει τελικά, με αριστοτεχνικό τρόπο, δρόμους όπου η φαντασία και η πραγματικότητα αλληλοσυμπληρώνονται σε μία αέναη προσπάθεια υποταγής και μετασχηματισμού της μίας από την άλλη.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μυθιστόρημα» (εκδ. Γαβριηλίδης).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία από την έκθεση «Αθήνα 1917. Με το βλέμμα της Στρατιάς της Ανατολής» (Μουσείο Μπενάκη: 15 Σεπτεμβρίου - 12 Νοεμβρίου 2017).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Θέλω να γράφω στο στυλ του μέλλοντος […] θέλω να θαφτεί κάτω από το χώμα καθετί παλιό, ξεδοντιασμένο. Θέλω να φτύνω επιθετικές λέξεις για το μέλλον που έρχεται με φόρα καταπάνω μας, για τον αιώνα των εκπλήξεων που ζούμε, για υπερωκεάνια που αραξοβολούν σε ειρηνικά νησιά των θησαυρών, για αεροπλάνα με παγονίσια φτερά από ορείχαλκο, για γυναίκες με ατσαλένιο ντεκολτέ, για γοτθικές υψικαμίνους με κρυφά πολυβολεία. Για την καμπανιστή, τυχαία μελωδία δύο σωλήνων που συγκρούονται, για τον γογγυσμό των πιστονιών και τη βομβιστική φάρσα ενός λάστιχου που σπάει […] Πώς θα φτιάξουμε τη νέα κοινωνία, τον νέο άνθρωπο, δίχως νέα τέχνη; Δεν ζούμε άραγε στην εποχή που κυοφορεί την επανάσταση; Δεν πρέπει και η τέχνη να συμβαδίσει με τη χαραυγή της νέας εποχής; Δεν πρέπει να πετάξουμε στα σκουπίδια όλες τις φόρμες, στη ζωή και στην τέχνη, της προϊστορίας, της ανθρωπότητας, να απελευθερώσουμε τη λογοτεχνία από τα δεσμά της αποστεωμένης γλώσσας;»