Για το μυθιστόρημα του Κωστή Γκιμοσούλη «Όλες μία» (εκδ. Καστανιώτη). Ποιητής κατά βάσιν ο Κωστής Γκιμοσούλης, καίτοι τα περισσότερα βιβλία του ακουμπούν μιαν ιδιότυπη πεζογραφία, διαλέγει έναν στίχο του Τάκη Σινόπουλου από τις Σημειώσεις Ι (Συλλογή ΙΙ, 1965-1980) για να συμπυκνώσει την αίσθηση που αποκομίζει κανείς από το καινούργιο του μυθιστόρημα – ή «σαν μυθιστόρημα», όπως ο ίδιος αποφασίζει να το χαρακτηρίσει.
Του Διονύση Μαρίνου
Το μυθιστόρημα του Γκιμοσούλη φέρει την ξεχωριστή ιδιότητα του “σαν” λόγω του ιδιοσυγκρασιακού τρόπου με τον οποίο είναι γραμμένο. Κάτι μεταξύ αυτοβιογραφικών σημειώσεων, προσωπικών στιγμών που ο συγγραφέας ανασκάβει από τα βάθη του παρελθόντος, fragmenta μιας ζωής που δεν έχει φτάσει στο σημείο να συγκεφαλαιωθεί.
«Στον παρόντα χρόνο στον ενεστώτα χρόνο. Όλα παρόντα. Και τα παρελθόντα και τα παρόντα και τ’ απόντα» είχε γράψει ο ποιητής από την Ηλεία. Κι όμως, ο στίχος του Γιώργη Παυλόπουλου από τη ποίημα «Στης Κίρκης» έρχεται να φανερώσει μιαν άλλη πτυχή, ερωτόπληκτη το δίχως άλλο, που διατρέχει όλο το βιβλίο: «Και το καράβι μου στον κήπο της / δεμένο κι άγρυπνο / σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί / μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν / ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης». Το μυθιστόρημα του Γκιμοσούλη φέρει την ξεχωριστή ιδιότητα του «σαν» λόγω του ιδιοσυγκρασιακού τρόπου με τον οποίο είναι γραμμένο. Κάτι μεταξύ αυτοβιογραφικών σημειώσεων, προσωπικών στιγμών που ο συγγραφέας ανασκάβει από τα βάθη του παρελθόντος, fragmenta μιας ζωής που δεν έχει φτάσει στο σημείο να συγκεφαλαιωθεί (κάτι που κάνουν συνήθως οι συγγραφείς στα έσχατα έργα τους), αλλά που κατά τον ίδιο αξίζει να καταχωρηθούν σε ένα βιβλίο διότι όλα μαζί συνιστούν τη δική του αυτοβιολογία. Κι όλα τούτα δίχως τη διάθεση να προβεί σε αποκαλύψεις που θα συνεγείρουν τα ταπεινά αναγνωστικά ένστικτα (βλ. ο συγγραφέας που τραβάει την κουρτίνα και εμφανίζεται εν μέση οδώ γυμνός), αλλά με πρόθεση να συγκεραστούν σε ένα βιβλίο όλες εκείνες οι σπάνιες στιγμές έρωτα, αγάπης, κλινοπάλης, αγωνιώδους σχέσης με το άλλο φύλο, αναζήτησης του ιδανικού και ταυτόχρονα απώλειάς του.
Όπως σημειώνει ο Γκιμοσούλης σε κάποιο σημείο: «Ζητούσα το αδύνατο μια πιστή γυναίκα: Πήρα αυτό που μου άξιζε – αφού ήμουν άπιστος επίσης». Όμως, τούτο δεν συνιστά μια μορφή αυτοοικτιρμού ή αυτοπάθειας. Για τον ήρωα του βιβλίου που φέρει το όνομα Κωστής Γκιμοσούλης (δηλώνεται εξαρχής) το έτερο άλλο είναι ο ζωτικός καταλύτης κάθε ουσιαστικής στιγμής. Ακόμη κι εκείνων όπου δεν υπάρχει ευόδωση, όπου η λύση του δεσμού είναι επικείμενη και η ζεύξη με το θήλυ είναι καταδικασμένη να μην επιτευχθεί. Τα πάντα κινούνται γύρω από μια Μαίρη, μια Ρωξάνη, μια Ρίτα, μια Λίζα, αρκετές άλλες ανώνυμες, κάποιες υποφωτισμένες και μερικές με την άλω της γοητείας και του θάλπους να τις κυκλώνει. Ο «ήρωας Γκιμοσούλης» δεν είναι ένας ακόμη ηδονοθήρας που αποζητάει την επιβεβαίωση διά της «τριβής» με τον γυναικείο κόσμο. Δεν είναι ένας Δον Ζουάν που εκκινεί την «καριέρα» του ακατέργαστος με σκοπό να γίνει μέγας πλάνης. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος από τη στιγμή που κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του πιθήκου και του σκύλου. «Είμαι ο πίθηκος σε αυτή την ιστορία» γράφει χαρακτηριστικά.
Το μυθιστόρημα δομείται σε 55 σταγόνες – με την τελευταία να ξεχειλίζει το ποτήρι. Όμως, αυτό ακριβώς δεν αποτελεί μέρος της υπαρξιακής μαθητείας; Να φτάνεις ως το τέλος, να λαμβάνεις όλους τους χυμούς, να μεθάς από έρωτα, να προσεγγίζεις την αγάπη; Ακόμη κι αν στο τέλος, το ποτήρι δεν αντέχει άλλο και αφήνει το περιττό να τρέξει. Στη ζωή, το περίσσιο είναι πάντα προτιμότερο από το λίγο που οδηγεί στην ξηρασία. Ή, αλλιώς, με τα λόγια του Γκιμοσούλη, αυτό που υπάρχει πάντα είναι «το αίμα της αγάπης». Το πιο ακριβό υγρό. Όλες οι σταγόνες είναι στην πραγματικότητα μία και μοναδική. Όλες οι γυναίκες που παρελαύνουν από το βιβλίο κι από τη ζωή του «ήρωα Γκιμοσούλη» αποτελούν η μία το παραπλήρωμα της άλλης κι όλες μαζί σχηματίζουν τη μία και μοναδική. Την ιδανική; Ίσως αυτή που ποτέ δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει διότι πάντα μια Κίρκη (να πώς ταιριάζει ο Παυλόπουλος) θα μεταμορφώνει τη μια γυναίκα σε μια παρελθούσα ή σε μια μελλοντική και τέλος δεν θα έχει αυτό το γαϊτανάκι από θηλυκά.
O Γκιμοσούλης, δίχως να έχει διαστρέψει εντελώς την οπτική της γραφής του, την έχει μπολιάσει με μιαν υπαρξιακή αναζήτηση του αυθεντικού που συχνάκις χάνεται μέσα στην καθημερινή τύρβη. Βέβαια, δεν προσφέρει καμία θυμοσοφική γνώση, ούτε κανόνες ευ ζην. Ωστόσο, η αναζήτησή του είναι σημαίνουσα και διαρκής.
Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, ο Γκιμοσούλης προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο, σχεδόν κυκλώνει, ένα σημείο της ζωής του που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του. Η σχέση του με τις γυναίκες ήταν καίρια, ουσιαστική. Με δραματικά βάρη, αλλά και συναισθηματικές ανατάσεις. Με ονειρικές προσμονές και ηδονικές πλησμονές, αλλά και με καταβυθίσεις σχεδόν δραματικές. Ο Γκιμοσούλης de profundis; Θα έλεγε κανείς πως από το βιβλίο του Για να μάθεις να πετάς και εντεύθεν, ο Γκιμοσούλης, δίχως να έχει διαστρέψει εντελώς την οπτική της γραφής του, την έχει μπολιάσει με μιαν υπαρξιακή αναζήτηση του αυθεντικού που συχνάκις χάνεται μέσα στην καθημερινή τύρβη. Βέβαια, δεν προσφέρει καμία θυμοσοφική γνώση, ούτε κανόνες ευ ζην. Ωστόσο, η αναζήτησή του είναι σημαίνουσα και διαρκής. Γράφει ο ίδιος: «Δεν ζω με την ελπίδα. Εκτιμώ την εμπιστοσύνη. Η μόνη σωτηρία είναι να ζητήσεις συγχώρεση από όλες και από όλους. Ακόμα και απ’ τον εαυτό σου». Μια ζωή γεμάτη εντάσεις, με τη δύναμη της μηχανής του να τον πηγαίνει από το ένα σημείο της χώρας στο άλλο, με συναντήσεις απρόσμενες και αντισυμβατικές, με τα γυρίσματα της τύχης να είναι αλλεπάλληλα, ο Γκιμοσούλης βρίσκεται πλέον στο σημείο όπου μπορεί να διοπτεύσει τα περασμένα από το ύψος που του προσφέρει η τωρινή γνώση (ή η αναζήτηση μιας γνώσης ζωτικής).
Αξιοσημείωτη είναι και η σχέση με τον πατέρα του, όσο ζούσε, αλλά κι όταν απεβίωσε. Ο Γκιμοσούλης γράφει γι’ αυτήν με τρόπο άλλοτε συναισθηματικά φορτισμένο κι άλλοτε με μια συγκατάβαση στωική. Πρόκειται για μια σχέση δύσκολη όπως συμβαίνει πάντα μεταξύ πατέρα και γιου. Επίσης, γεμάτη αυθεντική αγάπη είναι η σκηνή που περιγράφει με τον Γιώργο Χειμωνά και τη Λούλα Αναγνωστάκη. Ο τρόπος που βλέπει τον Χειμωνά είναι τόσο σκοτεινά ποιητικός όσο ήταν κι ο «Άμλετ της Σελήνης». Τέλος, ενδιαφέρουσα θέση έχουν στο βιβλίο τα μικρά ποιήματα-ιντερλούδια που παρεμβάλλει μεταξύ των κεφαλαίων ή και εντός αυτών. Άλλοτε παιγνιώδη, άλλοτε συμπερασματικά κι ενίοτε δονούμενα από μιαν ισχύ αυτοφυή, αυτά τα έμμετρα δίνουν έναν διαφορετικό τόνο στην αφήγηση. Ο πλάνης Γκιμοσούλης, ο ερωτευμένος, ο ατενίζων, ο ποιητής, ο στοχαστικός, ο περιπαιχτικός: ο Γκιμοσούλης σε όλες τις πιθανές εκδοχές του. Τελικά, όπως και οι γυναίκες-σταγόνες, βρίσκεται παντού, στο σύνολο των επιμέρους κομματιών του· είναι κι αυτός «όλοι ένας».
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗ