Για το μυθιστόρημα του Σωφρόνη Σωφρονίου «Αργός σίδηρος» (εκδ. Αντίποδες).
Του Διονύση Μαρίνου
H οριστική «Κάθοδος», η κατάβαση στα άδυτα του κάτω κόσμου, το σκοτεινό επέκεινα που η ανθρώπινη συνείδηση μόνο να εικάσει μπορεί, να εικονοποιήσει με εξωλεκτικά στοιχεία και, τελικά, να πιθανολογήσει με αβάσιμους όρους. Από το Ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου έως το Β’ μέρος του λεγόμενου Ευαγγελίου του Νικόδημου (σ.σ.: επιγράφεται «Η εις Άδου Κάθοδος του Ιησού Χριστού»), έως την ομηρική Νέκυια, η ανάγκη του ανθρώπου να προσλάβει το ακατανόητο και να λυτρωθεί από το εσχατολογικό αίνιγμα, είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. Για κάθε ζωντανό υπάρχει και μια Ευρυδίκη που αποζητάει το φως εν μέσω σκότους. Οι αμίλητοι νεκροί, μέσω της τέχνης, διασαλπίζουν την ύπαρξή τους· εν ανυπαρξία. Όπως διατεινόταν και ο Ευριπίδης: «Ποιος ξέρεις αν η ζωή δεν είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή;».
Ο Τζορτζ Σόντερς έλαβε φέτος το Man Booker με ένα μυθιστόρημα του οποίου όλες οι φωνές προέρχονται από τα στόματα νεκρών. Ναι, οι τεθνεώτες αποχώρησαν, το απισχνασμένο κορμί τους γίνεται βορά στους απαράβατους νόμους της διάλυσης, όμως, όπως σημείωνε και ο Κωστής Παπαγιώργης στο έξοχο βιβλίο του Ζώντες και τεθνεώτες (εκδ. Καστανιώτης), «τα πεπραγμένα του βιωμένου χρόνου δεν περιχωρούνται».
Με τούτο το αδέσποτο περαιτέρω της ύπαρξης ασχολείται ο Σωφρόνης Σωφρονίου στο μυθιστόρημά του Αργός σίδηρος (εκδ. Αντίποδες). Η προηγούμενη παρουσία του με τους Πρωτόπλαστους (εκδ. Ροδακιό) μας είχε προϊδεάσει για την οπτική του γωνία.
Με γλώσσα άκρως ιδιοσυγκρασιακή έως και αποσπασματική, με αφήγηση που δημιουργεί εξπρεσιονιστικές εικόνες εμπρηστικής ισχύος και με πλήθος διακειμενικές αναφορές [...] ο Σωφρονίου δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τα όρια της αφηγηματικότητας.
Με γλώσσα άκρως ιδιοσυγκρασιακή έως και αποσπασματική, με αφήγηση που δημιουργεί εξπρεσιονιστικές εικόνες εμπρηστικής ισχύος και με πλήθος διακειμενικές αναφορές, οι οποίες εγκιβωτίζονται μέσα στο δικό του corpus, ο Σωφρονίου δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τα όρια της αφηγηματικότητας και να συναιρέσει ασύμβατους χρόνους, τόπους και ιστορίες μέσα στην μεγάλη χοάνη της Ιστορίας.
Στους Πρωτόπλαστους, η αμαρτία και η προσπάθεια απαγκίστρωσης από τη θρησκευτική επιβολή ήταν τα θέματα που τον απασχόλησαν. Τώρα, εισέρχεται στο ποτάμι της μνήμης –όπως είχε κάνει παρεμπιπτόντως και ο Ρίτσαρντ Πάουερς με το έξοχο μυθιστόρημα Ο ποταμός της μνήμης (εκδ. Εστία)– και πώς αυτή μπορεί να αναπλαστεί, να διασαλευτεί ή να ανασχηματιστεί μέσω της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Κι όλα τούτα, όχι στον εδώ κόσμο, αλλά στον κάτω, εκεί όπου οι νεκροί απεκδύονται όλους τους ανθρώπινους νόμους και ακολουθούν τις ρευστές νόρμες μιας μη πραγματικότητας.
Το ίδιο ρευστός είναι και ο κόσμος που πλάθει ο Σωφρονίου. Ήρωάς του είναι ένας σκακιστής που σκοτώθηκε στην πλατεία Γιούνιον της Νέας Υόρκης. Αίφνης, μεταφέρεται από τη Γη στη Μικρή ζωή, έναν πλανήτη στον οποίο έχει τη δυνατότητα να παραμείνει μόλις δέκα χρόνια. Έκτοτε, το τέλος καθίσταται αναπόδραστο. Όταν πέθανε ήταν εξήντα έξι ετών, στη νέα του μορφή γίνεται ξανά είκοσι εννιά. Φευ, δεν είναι η μοναδική μετάλλαξη που υφίσταται. Αναγκάζεται να περάσει τη διαδικασία ανάκλησης γεγονότων της ζωής του στη Γη (σ.σ.: Μήνας Μνήμης) και στη συνέχεια κρίνεται ικανός να αναλάβει το έργο της ανασύνθεσης του μυθιστορήματος του αυστριακού συγγραφέα Ρόμπερτ Κράους 4001, αφού προηγουμένως εκπαιδευτεί επί ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο του Μπρασκέντο.
Είναι χαρακτηριστικό πως το πρώτο πράγμα που προσπαθεί να ανακαλέσει είναι το εναρκτήριο απόσπασμα από τη Μεταμόρφωση του Κάφκα. Άλλωστε, το κλίμα που διαμορφώνεται στο ιλιγγιώδες ταξίδι που θα πραγματοποιήσει έχει πολλά καφκικά στοιχεία και σημάνσεις.
Στόχος του είναι να ανακαλύψει την ύπαρξη του Κράους, καθώς φέρεται να έχει μεταφερθεί κι αυτός στη Μικρή ζωή, θρυλείται πως έχει θεαθεί στην ήπειρο Χερπ, στην οποία ο σκακιστής μεταβαίνει μαζί με μια δράκα παράξενων συντρόφων για να τον βρουν.
Στην πραγματικότητα κάνει μια καταβύθιση σε ένα έρεβος που μόνο ο Ιερώνυμος Μπος θα μπορούσε να εικονοποιήσει. Στην ήπειρο Χερπ υπάρχει ένας αχανής υπόγειος μηχανισμός, αθέατος κι όμως τρομώδης, με τον οποίο γίνεται προσπάθεια να αναπαρασταθεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Πρόκειται για ευθεία αναφορά στην καφκική σωφρονιστική αποικία, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μνημονοτεχνική κατασκευή – ερεβώδη όσο και ο κατακλυσμός της μνήμης. Ο σκακιστής θα βρεθεί αντιμέτωπος με παράξενες φιγούρες και ανθρώπους που υπερβαίνουν την τρέχουσα λογική. Οι περιπέτειές του είναι δεξιοτεχνικά αχαλίνωτες και η μια οδηγεί στην άλλη με τρόπο δραματικό. Προσπαθεί να ανακαλέσει πράγματα από τη Γη, όμως, τον πληροφορούν πως στη Μικρή Ζωή, όπως και σε άλλες περιοχές, η λέξη «θυμάμαι» έχει ατιμαστεί όσο καμία άλλη, ενώ έχει απαγορευτεί κάθε μεταφορά ιδεών από τη Γη – ακόμη και ο Σαίξπηρ.
Κι όμως, την ίδια στιγμή ατόφια χωρία μυθιστορημάτων, ένα χαμένο έργο του Σοφοκλή, ιστορικές καταστάσεις από την άνοδο των Ναζί, την τελική λύση και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η ανασύσταση της ταινίας Ίλιγγος του Χίτσκοκ από μια παράξενη ομάδα κινηματογραφιστών, διατρέχουν το κείμενο, αλλά κυρίως τανύζουν τα όρια του ήρωα.
Είναι διάχυτη η αίσθηση πως το κείμενο αποτελεί μια δυστοπική απεικόνιση ενός μακρινού μέλλοντος (κάτι σαν Μπάλαρντ σε συνδυασμό με Μπάροουζ), την οποία θα διαπιστώσει και ο ίδιος ο ήρωας, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με γεγονότα και πρόσωπα που δεν πρόλαβε να γνωρίσει όλο ζούσε.
Το παράδοξο είναι ότι και αν ο σκακιστής πέθανε στα τέλη της δεκαετίας του ’40, λίγο πριν από την άνοδο του Χίτλερ, σε αυτό το μεταβατικό στάδιο της πεπερασμένης μη ύπαρξης, θα διαπιστώσει πως ο χρόνος μετριέται με διαφορετικό τρόπο. Είναι διάχυτη η αίσθηση πως το κείμενο αποτελεί μια δυστοπική απεικόνιση ενός μακρινού μέλλοντος (κάτι σαν Μπάλαρντ σε συνδυασμό με Μπάροουζ), την οποία θα διαπιστώσει και ο ίδιος ο ήρωας, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με γεγονότα και πρόσωπα που δεν πρόλαβε να γνωρίσει όλο ζούσε.
Είναι απείρως δύσκολο να καταγραφούν όλα όσα συμβαίνουν στο μυθιστόρημα και τούτο διότι ο σκελετός των γεγονότων είναι χαλαρός και η υφή της πλοκής υδραργυρική. Οι σκηνές μοιάζουν σε σεκάνς κινηματογραφικής ταινίας ή σαν πείραμα εν προόδω. Είναι προφανές πως το επίπεδο επινοητικότητας του Σωφρονίου είναι υψηλότατο, ενώ πολλές από τις εικόνες που εκθέτει έχουν ακόμη και εικαστική δύναμη, πέραν της λογοτεχνικής τελετουργίας στην οποία υπόκεινται. Όπως, όμως, και στο προηγούμενο βιβλίο του έτσι και σε αυτό, η εσωστρεφής κλίμακα που αναπτύσσει συχνάκις προκαλεί δέος και αμηχανία εν ταυτώ. Η γλώσσα είναι πυκνή γεμάτη υπαινιγμούς, με δάνεια από την επιστημονική ορολογία και τη λογοτεχνία – στοιχείο που άλλοτε ευδοκιμεί κι άλλοτε αναρριπίζει δίχως φλόγα. Σίγουρα, πάντως, πρόκειται για ένα ενεργητικό κείμενο ή για ένα εξόχως ενελικτικό κείμενο (κατά Ναμπόκοφ), το οποίο αναπτύσσεται εσωτερικά θυμίζοντας πάντα στον αναγνώστη πως οι περιγραφές δεν είναι φυσικές, αλλά γλωσσικές.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Αργός σίδηρος
Σωφρόνης Σωφρονίου
Αντίποδες 2017
Σελ. 340, τιμή εκδότη €12,00