Για την ανθολογία Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον... - Διηγήματα ερωτικά» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), σε Ανθολόγηση και Επίμετρο της Αγγέλας Καστρινάκη.
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο πέμπτος τόμος, Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον..., στην από κάθε άποψη εξαίρετη σειρά «Παλαιά κείμενα, νέες αναγνώσεις» των Π.Ε.Κ., δικαιώνει απόλυτα τον τίτλο της σειράς: η καθηγήτρια φιλολογίας και πεζογράφος Αγγέλα Καστρινάκη πράγματι αναγιγνώσκει εκ νέου στη μελέτη της «Έρως νάρκισσος, έρως θείος: όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη» τα πέντε διηγήματά του που περιλαμβάνονται εδώ: «Ολόγυρα στη λίμνη», «Η νοσταλγός», «Έρως-ήρως», «Όνειρο στο κύμα», «Η Φαρμακολύτρια», μαζί με τα «Θέρος-έρος» και «Τα ρόδιν’ ακρογιάλια» – τα ερωτικά διηγήματα του συγγραφέα. «Κι αν ηθογραφεί», γράφει για τον Παπαδιαμάντη, «ηθογραφεί μονάχα για χάρη της “ψευδαίσθησης της πραγματικότητας”, για να χτίσει το αληθοφανές περιβάλλον όπου μέσα θα ανθίσουν οι συμβολικές του ιστορίες».
Η κα Καστρινάκη θεωρεί πως χρησιμοποιούνται επί σκοπώ [τα σύμβολα στις ιστορίες του Παπαδιαμάντη], για να «μας οδηγήσει ο συγγραφέας στο ίδιο συμπέρασμα: η σεξουαλική επαφή, ακόμα και μέσα στον γάμο, είναι αμαρτία· οφείλουμε να μην παντρευόμαστε και να μην τεκνοποιούμε, γιατί σε αυτή τη διαδικασία παραμονεύει άφευκτος ο χάρος».
Μα, ποια και τι είναι τούτα τα σύμβολα στις ιστορίες του; Η κα Καστρινάκη θεωρεί πως χρησιμοποιούνται επί σκοπώ, για να «μας οδηγήσει ο συγγραφέας στο ίδιο συμπέρασμα: η σεξουαλική επαφή, ακόμα και μέσα στον γάμο, είναι αμαρτία· οφείλουμε να μην παντρευόμαστε και να μην τεκνοποιούμε, γιατί σε αυτή τη διαδικασία παραμονεύει άφευκτος ο χάρος».
Ως παράδειγμα αυτής της συμβολιστικής ανάγνωσης, θα ακολουθήσω επιτροχάδην την πλοκή της «Νοσταλγού» και κάποια σημεία στην εδώ ανάλυσή της. Ο Παπαδιαμάντης δεν χάνει ούτε στιγμή στην ιστορία του, μας παίρνει από την πρώτη κιόλας αράδα στη φεγγαροφώτιστη ακτή όπου η Λιαλιώ, παντρεμένη μ’ έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα, τον κυρ Μοναχάκη, ζητά από τον νεαρό Μαθιό να την περάσει απέναντι, στο νησί των δικών της, για να πάει στο πατρικό της που το ’χει νοσταλγήσει. Ο νεαρός, σαγηνεμένος, δέχεται, κι ό,τι ακολουθεί είναι μια μαγική νυχτερινή σκηνή στη θάλασσα κι ένα κυνήγι, όταν ο κυρ Μοναχάκης παίρνει χαμπάρι τη φυγή της Λιαλιώς, τους ακολουθεί, και στο τέλος η κοπέλα δηλώνει την πίστη της στον σύζυγό της.
«Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ», περιγράφει ο Παπαδιαμάντης. «Η βαρκούλα έπλεεν εγγύς μιας των νησίδων, εφ’ ης εφαίνοντο εναλλάξ φωτεινά και σκοτεινά σημεία, βράχοι στίλβοντες εις το φως της σελήνης, αμαυροί θάμνοι ελαφρώς θροούντες εις την πνοήν της νυκτερινής αύρας και σπήλαια πληττόμενα υπό του φρίσσοντος κύματος, όπου εμάντευέ τις την ύπαρξιν θαλασσίων ορνέων και ήκουε το εναγώνιο πτερύγισμα αγριοπεριστέρων πτοουμένων εις τον πλατάγισμα της κώπης και την προσέγγισιν της βαρκούλας. […]»
Η Αγγέλα Καστρινάκη απορρίπτει την πεζή ρεαλιστική ανάγνωση της «Νοσταλγού», ως μιας ιστορίας «επιβεβαίωσης του αδιάρρηκτου των δεσμών του γάμου: η Λιαλιώ γεύτηκε τη γοητεία ενός φλερτ, αλλά σαν τίμια κοπέλα που ήταν επέστρεψε στον άντρα της και στο καθήκον». Πράγματι, με μια τέτοια ανάγνωση ο Παπαδιαμάντης θα υποβιβαζόταν σ’ απλό ηθικολόγο. Στις εικόνες της «Νοσταλγού», βλέπει η συγγραφέας την ταύτιση της Λιαλιώς με τη σελήνη (εικάζει, μάλιστα, πως η απουσία του «ευ» από το πλήρες όνομα της Λιαλιώς: Ευλαλία, μπορεί και «να ανακαλεί την Πρώτη Γυναίκα, εκείνη που ευθύνεται για την Πτώση») κι επισημαίνει την παραδοχή της: «Ναι, είμαι… είμαι μάγισσα», όταν τη ρωτά ο Μαθιός αν είναι, ξαφνιασμένος από μια πρόρρησή της. Ωστόσο, όταν βγάζει η κοπέλα το φουστάνι της κι ο Μαθιός δένει σε σταυρό τα κουπιά και το στεριώνει σαν πανί επάνω τους, «η απλή βαρκούλα μετατρέπεται σε βαρύ σύμβολο, σε ένα ιερό σκάφος, του οποίου το “πλήρωμα” τελεί πλέον υπό υψηλή προστασία» (αν και, πλην του σταυρωτού δεσίματος των κουπιών, δεν βλέπω με ποιον άλλον τρόπο θα στεριωνόταν το φουστάνι, που το βγάλσιμό του μες στη βαρκούλα, όπου είναι μόνοι οι δύο νέοι καταμεσής της φεγγαροφώτιστης θάλασσας, έχει έναν μαγικό αισθησιασμό). Και, με τα λόγια της Λιαλιώς στο τέλος («“Καλώς να ’ρθης, μπαρμπα-Μοναχάκη!” απήντησε ανενδοιάστως το Λιαλιώ»· αν και η ακροτελεύτια κουβέντα της και φράση του διηγήματος είναι, προς τον Μαθιό: «“κρίμας που είμαι μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα· αν πέθαινε ο μπαρμπα-Μοναχάκης, θα σ’ έπαιρνα”»), η Αγγέλα Καστρινάκη θεωρεί ότι ο Παπαδιαμάντης τάσσεται υπέρ της «σωφροσύνης», όπως αυτή ορίζεται, κάπως κωμικά, διά στόματος του κυρ Μοναχάκη.
Τίμιος απέναντι στα αισθήματά του, στο πάθος του και τον πόθο του –που στον μονήρη βίο του μένουν ανανταπόδοτα–, πλάθει τις τόσο ερωτικές σκηνές στη «Νοσταλγό» και στο «Όνειρο στο κύμα»· και, τίμιος απέναντι στη στέρησή του, στέκει έπειτα σκληρός απέναντι στους ανθρώπους σ’ αυτές του τις ιστορίες, γιατί καταρχάς είναι σκληρός απέναντι στον εαυτό του τον ίδιο.
Είναι λοιπόν όλη αυτή η φεγγαρόλουστη νύχτα μες στη θάλασσα, και το σκίρτημα του αγοριού και της μεγαλύτερής του κοπέλας, απλώς ένα σκηνικό που στήνει ο Παπαδιαμάντης για να το γκρεμίσει με την αποκλιμάκωση του τέλους, όταν η Λιαλιώ δηλώνει την πίστη της στον κάπως φαιδρό κυρ Μοναχάκη κι αποχαιρετά τον Μαθιό για ν’ ανέβει στους δικούς της με τη σύμφωνη γνώμη, πλέον, του άντρα της; Όχι, είναι η απάντηση που προσωπικά δίνω, νιώθοντας πως ο Παπαδιαμάντης είναι άνθρωπος βαθύτατα ειλικρινής. Δεν μπορεί να υπάρξει συμπόνια χωρίς ειλικρίνεια, και ελάχιστοι συγγραφείς μας έχουν συμπάσχει με τους ήρωες στις ιστορίες τους τόσο όσο αυτός. Έτσι, τίμιος απέναντι στα αισθήματά του, στο πάθος του και τον πόθο του –που στον μονήρη βίο του μένουν ανανταπόδοτα–, πλάθει τις τόσο ερωτικές σκηνές στη «Νοσταλγό» και στο «Όνειρο στο κύμα»· και, τίμιος απέναντι στη στέρησή του, στέκει έπειτα σκληρός απέναντι στους ανθρώπους σ’ αυτές του τις ιστορίες, γιατί καταρχάς είναι σκληρός απέναντι στον εαυτό του τον ίδιο.
Και πόσο γίνεται επί σκοπώ, εντέλει, όλη αυτή η χρήση των συμβόλων; Μεταφράζοντας ακατάπαυτα για τις ανάγκες της βιοτής, ο Παπαδιαμάντης μολοντούτο γράφει περί τα 170 διηγήματα, πολλά απ’ αυτά εκτενέστατα, που ως σύνολο αποτελούν έργο μοναδικό στη νεοελληνική γραμματεία. Τα δουλεύει ξανά και ξανά; Νιώθω πως όχι – ότι, απεναντίας, γράφονται «prima vista», κι απόδειξη για τούτο είναι η χαλαρή τους δομή, συχνά και το ίδιο το πλάσιμο της φράσης, με επαναλήψεις, με λεκτικά λοξοδρομήματα εκεί που η ευθεία οδός σαφώς θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική. Τα διηγήματα γράφονται ως επί το πλείστον δίχως δεύτερη σκέψη, κι ο Παπαδιαμάντης «ακολουθεί την καρδιά του» και τρομάζει μπροστά σ’ ό,τι του φανερώνει· ίσως εκείνες τις στιγμές να νιώθει πιο πνιγερή από ποτέ τη μοναξιά του, και «πνίγει» τα αισθήματά του· η Νοσταλγός δεν λυτρώνεται, το βοσκόπουλο στο «Όνειρο στο κύμα» μένει αλύτρωτο. Δεν στήνει ο Παπαδιαμάντης μια ολόκληρη σκηνοθεσία για να την αναιρέσει, αλλά καταβυθίζεται στον κόσμο των αισθημάτων, και τελευταία στιγμή αρπάζεται από ένα άχαρο σωσίβιο για να σωθεί.
Δεν γράφει για να συσκοτίσει μα για να φωτίσει, ακόμα κι αν χρησιμοποιεί σ’ αυτές τις ιστορίες σύμβολα.
Κι αν οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη είναι σκοτεινές και πεσιμιστικές –σίγουρα είναι, και μόνο το χιούμορ του απαλύνει αυτόν τον πεσιμισμό–, εγώ τις νιώθω παρ’ όλα αυτά να είναι φωτεινές, γιατί ο αφηγητής συναισθάνεται σ’ αυτές βαθιά τους χαρακτήρες του, που μετέχουν, κι αυτός μαζί τους, στη σκληρή κοινή ανθρώπινη μοίρα. Δεν γράφει για να συσκοτίσει μα για να φωτίσει, ακόμα κι αν χρησιμοποιεί σ’ αυτές τις ιστορίες σύμβολα. Αν και κάποια δυσκολεύομαι να τα αναγνωρίσω –για παράδειγμα, όταν στο γάμο του διηγήματος «Το καμίνι» η κυρία Καστρινάκη βλέπει μιαν αυτοκτονία–, αναγνωρίζω τα περισσότερα, όπως με τόση οξυδέρκεια κι ευρυμάθεια τα ανιχνεύει στη μελέτη της. Με τον τρόπο όμως που ζωντάνεψαν τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη στη φαντασία μου όταν τα διάβαζα, έτσι, ερήμην των συμβόλων που ίσως χρησιμοποίησε, παραμένουν ακόμα ζωντανά, και η Νοσταλγός δεν θα πατήσει ποτέ στη στεριά το πόδι της, «συνετισμένη» , αλλά θα ζει πάντα μες στη φεγγαροφώτιστη βάρκα με τον Μαθιό, με το φουστάνι της βαλμένο για πανί.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον...
Διηγήματα ερωτικά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ανθολόγηση - Επίμετρο: Αγγέλα Καστρινάκη
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017
Σελ. 440, τιμή εκδότη €12,00