Για το μυθιστόρημα της Λίλας Τρουλινού «Αουρέλια – H πρώτη μνήμη» (εκδ. Περισπωμένη).
Του Νίκου Ξένιου
Με μεγάλη χαρά επανέρχομαι στη Λίλα Τρουλινού, με αφορμή το δεύτερο βιβλίο της, το Αουρέλια – Η πρώτη μνήμη, μια νουβέλα εξίσου ιδιότυπη με την πρώτη. Πρόκειται για ένα ακόμη πολιτικό αφήγημα που αποδίδει με ποιητική γλώσσα τη μελαγχολία μιας «άλλης» εκδοχής της ελληνικότητας, μιας «άλλης» περιφέρειας, βορειότερης αυτήν τη φορά. Το βιβλίο της κυρίας Τρουλινού εκτινάσσει την αφήγηση από τη σημερινή Θεσσαλονίκη στη Ρουμανία του Μεσοπολέμου, επικεντρώνοντας στη σχέση Ιστράτι, Στελέσκου και Τάλεξ και στην άνοδο του φασισμού στις παρίστριες περιοχές, έντονα επιζωγραφισμένη με χρώματα του ρομαντισμού και της υπερβολής: μιας τεχνοτροπίας συγγενούς, βεβαίως, προς το στάδιο εκκόλαψης της φασιστικής ιδεολογίας.
Δραματοποίηση του τραύματος και πολυτροπισμός της γραφής
H Ρουμανία της μνήμης είναι ένα εφιαλτικό τοπίο ποικιλόμορφο, αιρετικό και συνάμα νοσταλγικό: εκεί συσσωρεύεται η βία, συνδεδεμένη με μυθοποίηση του Αδελφού, ενός αδελφού αντλημένου από τα υλικά της Παραλογής.
Σε αντίθεση με τη μουντή Θεσσαλονίκη του εκσυγχρονισμού που την περιβάλλει, και με επαπειλούμενο τον υπόγειο σχηματισμό μιας δεύτερης κοινωνίας αστέγων, η Ραλούκα Τερέντε, απόγονος του παροικιακού ελληνισμού της Τρανσυλβανίας, αναπλάθει με θραυσματικές μνήμες το στάδιο διαμόρφωσης των φασιστικών κινημάτων που λυμαίνονταν τη Ρουμανία των αρχών του εικοστού αιώνα, μην αφήνοντάς της χώρο να αναπτυχθεί και να ενταχθεί στους ρυθμούς της προόδου. Με πλάγια γράμματα, ήδη από την αρχή της νουβέλας, ο αναγνώστης μεταφέρεται στο Βουκουρέστι του Μεσοπολέμου, όπου η γιαγιά της Αουρέλια συναντά τις ιστορικές προσωπικότητες του Παναΐτ Ιστράτι, του Αλεξάντρου Τάλεξ, δημοσιογράφου και βιογράφου του Ιστράτι, καθώς και του Μιχάι Στελέσκου και του Κορνέλιου Ζέλια Κοντρεάνου, δύο ηγετών του φασιστικού/εθνικιστικού κινήματος της Ρουμανίας.
Παραμένοντας προ-αστική, στο αγροτικό στάδιο, η Ρουμανία της μνήμης είναι ένα εφιαλτικό τοπίο ποικιλόμορφο, αιρετικό και συνάμα νοσταλγικό: εκεί συσσωρεύεται η βία, συνδεδεμένη με μυθοποίηση του Αδελφού, ενός αδελφού αντλημένου από τα υλικά της Παραλογής: ένα ακόμη στοιχείο που συνδέει υποδορίως με τον Εχθρό του Ποιητή του Χειμωνά. Ενδοκειμενικό παράλληλο με τον Χειμωνά είναι και η μετεγγραφή του ρουμάνικου δημοτικού τραγουδιού για τον «ληστή» Τενέντε σε ένα αξιόλογο, κατά το ύφος δημώδες, σύγχρονο ποίημα (θυμίζω, εδώ, τη μπαλάντα του Gwen Hlan στον Εχθρό του Ποιητή). Η θεατρική διάσταση του ποιητικού λόγου της Λίλας Τρουλινού με παραπέμπει στον όψιμο Λόρκα και στον Ρίτσο, στον Εμπειρίκο και στον Τζαρύ. Με μιαν ιδιότυπη, δε, υποσυνείδητη σύνδεση, βρίσκω συνάφειες προς τις «γενεαλογίες» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και προς τη διαγραφή του σέρβικου εθνικισμού στα ποιητικά αφηγήματα του Ίβο Άντριτς.
Μεταφυσική του τοπίου και πολιτική
Τη συνείδηση και τη γλώσσα της ανοϊκής μητέρας βαρύνει μια μνήμη που σταδιακά σχηματοποιείται με αφορμή ένα τετράδιο σημειώσεων: στην Αουρέλια η αλλαγή της σύνταξης και η αναδιάρθρωση των προτάσεων είναι παραληρηματική χωρίς να τρέπεται σε υπερρεαλιστική. Τείνω, ωστόσο, να πιστεύω πως κομίζει υπερρεαλιστικές μνήμες, με την πρόθεση να αυτο-διαμορφούται σε σκηνικό γεγονός, όπως εύγλωττα δηλώνει η παράθεση των πρωταγωνιστικών προσώπων στην αρχή με την ένδειξη: Dramatis Personae.
Το ιστορικό περιβάλλον, οι καταβολές, οι ρίζες και το τραύμα είναι που καθορίζουν, στο βιβλίο αυτό, την ποιότητα της εκφοράς του λόγου, που με αναδρομικές, εμβόλιμες αφηγήσεις τρέπεται σε απόλυτα ποιητικό λόγο, ακραγγίζοντας το γραμματολογικό είδος του ποιητικού θεάτρου. Προσόν της λογοτεχνίας της Λίλας Τρουλινού (το έχω εντοπίσει και στο πρώτο της βιβλίο) είναι η ικανότητά της να επανεντάσσει το αποκλίνον, παραληρηματικό κείμενο της ποίησης στο κύριο σώμα της γραφής της, ώστε η υφέρπουσα απειλή που προτίθεται να διαγράψει να καθίσταται πολύ πιο εναργής, χωρίς να διασπάται η αφηγηματική ροή.
Εκεί όπου ο Βαρδάρης συναντά τον Δούναβη
Το υγρό στοιχείο παρίσταται ως το «πέρασμα», το liminal ή transitional στοιχείο, το «κανάλι» διάβασης προς ένα άλλο είδος Άδη: πρόκειται για ένα κοινό τόπο της λογοτεχνίας της Λίλας Τρουλινού, που έχει και πάλι το πανηγυρικό ύφος μιας φελλινικής ταινίας και φιλοτεχνεί μια “πινακοθήκη” πορτρέτων μέσα από ιστορικές φιγούρες.
Το υγρό στοιχείο (ο Δούναβης ή ο Θερμαϊκός) παρίσταται ως το «πέρασμα», το liminal ή transitional στοιχείο, το «κανάλι» διάβασης προς ένα άλλο είδος Άδη: πρόκειται για ένα κοινό τόπο της λογοτεχνίας της Λίλας Τρουλινού, που έχει και πάλι το πανηγυρικό ύφος μιας φελλινικής ταινίας και φιλοτεχνεί μια «πινακοθήκη» πορτρέτων μέσα από ιστορικές φιγούρες: κυρίως αυτής του Παναΐτ Ιστράτι, του σπουδαίου συγγραφέα ημιελληνικής καταγωγής της Νεραντζούλας και της Κυρά Κυραλίνας: ο Ιστράτι αποκήρυξε την κομμουνιστική ιδεολογία του και, στην αναζήτησή του της ανθρώπινης αυτονομίας της συνείδησης, μετεστράφη σε ανένταχτο διανοούμενο, δεχόμενος αιτιάσεις για στροφή σε εθνικιστικές ή φασιστικές ιδεολογίες. Μια ακραία, βίαιη σκηνή αποκεφαλισμού της νουβέλας παραπέμπει σε αναγνώσεις των βιβλίων του Ιστράτι.
Η Λίλα Τρουλινού δεν καταπιάνεται με ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπου, αλλά –όπως κάθε ανήσυχος δάσκαλος– με τον Άνθρωπο ως ολότητα: ανακαλώ για μιαν ακόμη φορά το απόσπασμα με τα στροβιλιζόμενα από τον άνεμο αγκάθια, ως το απόλυτο ποιητικό σκηνικό της ερήμωσης και του αφανισμού, για να παρουσιάσω μια συγγραφέα που και πάλι προβληματίζεται πολιτικά για την εκκόλαψη του «αυγού του φιδιού» του φασισμού. Το πολιτισμικό μόρφωμα όπου διεξάγεται η αφήγηση είναι μια Θεσσαλονίκη ζοφερή, εμποτισμένη από τις τύψεις για το αίμα που χύθηκε και τραγική στη δόμησή της. Ακροάτρια/κύρια αφηγήτρια με απεύθυνση στον αναγνώστη είναι η Κόρη, το alter ego της συγγραφέως. Είναι συγκινητικό (στο αφηγηματικό παρόν) το ντουέτο μητέρας και κόρης, το ίζημα bourgeoise εγκατάλειψης της μητέρας στην αναζήτηση του ταμπά πορτοφολιού της, η απουσία συνείδησης του παρόντος και η ανοϊκή έκβαση/διάγνωση στο τέλος: η αφήγηση δεν εκπορεύεται από την καταγεγραμμένη μνήμη, αλλά από την επινόηση ενός αφηγητή.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Εμψυχωτής συνεχίζει να εκτελεί χορεύοντας μπροστά στις φλόγες της φωτιάς όλες τις επιθυμητές κινήσεις που μετατρέπουν την ιδέα σε απόλυτο, το απόλυτο σε δόγμα, το δόγμα σε δόγμα ορθό, την ορθοδοξία στης αίρεσης την καταδίκη, σε αυταπάρνηση, αυτοθυσία, σε κρεματόρια και σφαγή. Τα μάτια του είναι τυλιγμένα με επίδεσμο κι από πάνω είναι ραμμένα δυό γούρια-ψαράκια με γυάλινα μάτια μουράνο και πέτσινες φούντες- που εκτινάσσονται σαν τα νευρόσπαστα κάθε φορά που εκτελεί μια κίνηση και τραγουδάει σπαραχτικά τη μιά το τραγούδι της υπακοής, την άλλη της αντίρρησης».