
Για τη νουβέλα του Δημήτρη Φύσσα «Μουσείο λαογραφίας» (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο Δημήτρης Φύσσας ξεκινά πάντα με προκλητικά θέματα, αφού πιάνει μια ακραία πτυχή και την αισθητοποιεί. Συχνά το τελικό αποτέλεσμα βέβαια υστερεί, γιατί η βασική ιδέα δεν ολοκληρώνεται με λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Αλλά ό,τι έχω διαβάσει έχει ένα είδος τσαγανού, μια φιλοδοξία, μια τολμηρή εισβολή στο κατεστημένο σώμα της λογοτεχνίας. Έστω κι αν υπάρχουν επιφυλάξεις για την αισθητική επένδυση, ο συγγραφέας πιάνει μια αιρετική άκρη και πετά προκλητικά μέσα της τον αναγνώστη.
Η ανάθεση ενός πλούσιου χορηγού αφορά στη διασκευή του «Μυστικού δείπνου» του Leonardo Da Vinci. Αντί όμως για τους δώδεκα Απόστολους, ο παραγγελιοδότης τού ορίζει να φτιάξει έναν δείπνο με 23 εκπροσώπους του «κοινοτισμού».
Η προκείμενη νουβέλα ξεκινά στρωτά με μια ιστορία απόσυρσης και ουτοπικής ατμόσφαιρας. Το έργο ανήκει στην επιστολική λογοτεχνία κι αποτελείται από γράμματα του ζωγράφου Λέοντα στην ερωμένη του Μάρθα, οι οποίοι –σε μια στιγμή σύγκρουσης– αποστασιοποιούνται, αλλά αυτός πάντα την αγαπά, ζητά συγγνώμη και θέλει να την παντρευτεί. Βρίσκει μια καλή δουλειά και φεύγει σε ένα χωριό της Πίνδου, το Σδράλι, να την υλοποιήσει. Η ανάθεση ενός πλούσιου χορηγού αφορά στη διασκευή του «Μυστικού δείπνου» του Leonardo Da Vinci. Αντί όμως για τους δώδεκα Απόστολους, ο παραγγελιοδότης τού ορίζει να φτιάξει έναν δείπνο με 23 εκπροσώπους του «κοινοτισμού». Με άλλα λόγια ο κομμουνισμός με τον Κάρολο Μαρξ, τον Βλαντιμίρ Λένιν, τον Ιωσήφ Στάλιν, τον Μάο συναντά άλλες μορφές μιας τέτοιας συναφούς ιδεολογίας, όπως τον Χριστό, τον Νέλσον Μαντέλα, τον Ευμένη Γ'. Μια συνδετική γραμμή τούς συνδέει, καθώς όλοι πρέσβευαν –σύμφωνα με την υπόρρητη δήλωση του κείμενου– ένα είδος κοινοτικής αλληλεγγύης.
Οι επιστολές ορίζουν τη ζωή του Λέοντα, ο οποίος σε γενικές γραμμές φαίνεται ανανεωμένος ψηλά στο βουνό και μακριά από την αστική βαβούρα. Εκεί βρίσκει έναν πιο ήρεμο ρυθμό, τον θέλγει η έλλειψη της τεχνολογίας και οι πρωτόγονες συνθήκες, χωρίς ηλεκτρισμό και πρόοδο, τον μαγεύει η φύση, η απλότητα κι οι καλοί άνθρωποι. Σ’ αυτό το κλίμα ο ζωγράφος βιώνει μια νέα εμπειρία ζωής, ξεχνά το άγχος και προβληματίζεται μόνο για τη δουλειά του. Απασχολείται σχεδόν εξ ολοκλήρου με τα πρόσωπα που πρέπει να ετοιμάσει σε προσχέδια, αλλά και με τη σχέση του με τη Μάρθα. Επειδή όμως θέλει να γίνει πλούσιος από την πληρωμή και θέλει να ξαναμπεί δυναμικά στο καλλιτεχνικό προσκήνιο, προσηλώνεται σε ιδανικούς ρυθμούς στη ζωγραφική. Και συνάμα μυείται σε μια ζωή που ο κάτοικος της πόλης έχει ξεχάσει.
Το ενδιαφέρον για τον αναγνώστη είναι η όλη ζωγραφική σύνθεση. Πέρα από τις σκέψεις του Λέοντα περί τέχνης, κινεί το ενδιαφέρον η σύνδεση του χριστιανικού μοτίβου με τις αριστερές ιδεολογίες: από την ήπια πολιτική στάση μέχρι τον αναρχισμό και από τον ιδεαλισμό της κοινοτικής ιδεολογίας στη στυγνή απολυταρχία της κομμουνιστικής εξουσίας σε ολοκληρωτικά καθεστώτα τύπου Βορείου Κορέας. Κάθε πρόσωπο σκιαγραφείται πάνω σε μια ιστορία δράσης και λόγων, μια αριστερή και μια κοινοτιστική πτυχή, κι όλα μαζί συστήνουν μια διαδρομή που έρχεται να δέσει με την Ιστορία. Από πρόσωπο σε πρόσωπο, προετοιμάζεται το έδαφος για μια αλληλουχία ιδεών που θα οδηγήσει στην κορύφωση.
Ο συγγραφέας στο έργο του επιχειρεί να καταγγείλει τον Χριστιανισμό και την Αριστερά για τις μισογυνικές τους θέσεις, για την υποβάθμιση της γυναίκας και την ηθική και σωματική της εξόντωση.
Όντως η ιστορία προχωρά με σταθερό ρυθμό και κινείται ανάμεσα στην αγνή ύπαιθρο και τους περί ζωγραφικής προβληματισμούς του Λέοντα. Το σκηνικό φαίνεται στάσιμο: συνεπής χριστιανισμός, άδολη Αριστερά και αναζωογονητική φυσιολατρία. Κι όμως λίγες σελίδες πριν από το τέλος έρχεται η μεγάλη ανατροπή, έξυπνα αναπάντεχη, αφού δεν προκύπτει ούτε από τη Μάρθα ή από τον χρηματοδότη που θα μπορούσε να κρύβει κάτι ύπουλο. Αντίθετα, το ίδιο το χωριό διαρρηγνύει τη φιλήσυχη εικόνα του και βγάζει έναν άλλο βάρβαρο εαυτό. Ο Λέων ανακαλύπτει τη θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία που ακολουθεί τον προφήτη Εσδρά, καθώς το χωριό είναι προσκολλημένο σε μια παλαιοδιαθηκική νοοτροπία, η οποία εμποτίζει τους κατοίκους που τελικά οδηγούνται σε πρακτικές μεσαίωνα.
Νομίζω ότι η σύγκλιση των επιμέρους νημάτων αποδίδει. Ο συγγραφέας στο έργο του επιχειρεί να καταγγείλει τον Χριστιανισμό και την Αριστερά για τις μισογυνικές τους θέσεις, για την υποβάθμιση της γυναίκας και την ηθική και σωματική της εξόντωση. Η χωριάτικη ζωή κρύβει έναν απίστευτο φαλλογοκεντρισμό, αφού ο Χριστιανισμός είναι ανδροκρατούμενος, ενώ κι η Αριστερά δεν προώθησε ποτέ ουσιαστικά τη γυναίκα, παρά τις όποιες διακηρύξεις της. Οι δώδεκα μαθητές, οι είκοσι τρεις κοινοτιστές, οι κάτοικοι του χωριού είναι όλοι άνδρες, ενώ η γυναίκα υποβιβάζεται σε ρόλο υπηρέτριας ή αναπαραγωγικής μηχανής.
Η σύνθεση, μέσα στην αλληγορική της διάσταση, είναι άκρως προκλητική. Η νουβέλα συρράπτει έμμεσα αλλά πολύ ικανοποιητικά θρησκεία, επαρχία και πολιτική σε έναν παρονομαστή που δίνει νόημα στους αριθμητές. Αποδομούνται οι ιδεαλιστικοί άξονες μιας ουτοπία: η θρησκεία και η φιλάνθρωπη στάση της, η Αριστερά και ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και η άδολη ελληνική φύση. Η λαογραφία μετατρέπεται σε λαοκρατία και σε μισογυνισμό.
*Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία από την ταινία του Luis Buñuel «Βιριδιάνα» (1961).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Μουσείο λαογραφίας
Επιστολική νουβέλα
Δημήτρης Φύσσας
Εστία 2017
Σελ. 104, τιμή εκδότη €12,00