Για το μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη «Κρόνακα» (εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
Η λέξη Κρόνακα παραπέμπει σε δυο κυπριακά χρονικά του 15ου αιώνα, από τους Κύπριους χρονικογράφους Λεόντιο Μαχαιρά και Γεώργιο Βουστρώνιο. Το Κρόνακα του Κυριάκου Μαργαρίτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ίκαρος». Είναι το πρώτο μέρος μια τριλογίας, το δεύτερο μέρος της οποίας θα αποκαλείται Μινώταυρος και το τρίτο Εκδικητές. Ένα ιδιότυπο βιβλίο, που προβληματίζει με τη χαλαρότητα της δομής του και την ευγλωττία της εικονοπλασίας του, αφήνει όμως στον αναγνώστη ένα μεγάλο κενό σύνθεσης.
Κατά τεκμήριον επιρροές
Ο συγγραφέας δηλώνει πως οι επιρροές του προέρχονται, πέραν των βυζαντινών προτύπων του και τους Ησυχαστές, από τους Σεφέρη, Καρούζο, Καρυωτάκη, Μπαμπασάκη, Ντοστογιέβσκη, Κάφκα, Τσέλαν, Μπέκετ, Τσάντλερ, Μπουκόφσκι, Έλροϋ, Σοπενχάουερ, Μπένγιαμιν και ένα σωρό άλλους. Όμως, πρότυπό του είναι ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, που, επιστρατεύοντας δυτικές μεσαιωνικές και βυζαντινές πηγές, διατήρησε τις εθνικές ρίζες του και την ελληνορθόδοξη πίστη του και επικαλέσθηκε τη βοήθεια του τριαδικού Θεού για να καλύψει τα γεγονότα της περιόδου από το 1192 έως και τον θάνατο του βασιλιά Ιωάννη Β', το 1458 [1]. Όσο για το Χρονικό του Γεωργίου Βουστρώνιου [2], γραμμένο σε ελληνική γλώσσα, καλύπτει σύγχρονα του συγγραφέα γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ του 1456 και του 1489, έτους που σηματοδοτεί την έναρξη της βενετοκρατίας στην Κύπρο. Ο Κυριάκος Μαργαρίτης διατρέχει αυτά τα χρονικά έχοντας απόλυτη επίγνωση του επίπλαστου χαρακτήρα των θρύλων: «Όταν μιλάμε για ενδημικά φυτά ή θρύλους, εννοούμε αυτά που φύονται εντός του λαού, τουλάχιστον στην περίπτωση που ο τελευταίος υπάρχει στ’ αλήθεια».
«Ξηγούμαι τα εις κοντολογίαν»
Διαπνεόμενος από μια μεταφυσική πολύ συγκεκριμένη και αναγνωρίσιμη, ο Κυριάκος Μαργαρίτης γράφει ένα πεζοτράγουδο, στο οποίο προσδίδει τεχνηέντως πλοκή και θυμοσοφικό χαρακτήρα, έντονο πατριωτικό συναίσθημα και μια κυρίαρχη διάθεση αναγνώρισης των πολιτιστικών του καταβολών.
Το Κρόνακα δεν είναι μυθιστόρημα, γιατί δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος. Διαπνεόμενος από μια μεταφυσική πολύ συγκεκριμένη και αναγνωρίσιμη, ο Κυριάκος Μαργαρίτης γράφει ένα πεζοτράγουδο, στο οποίο προσδίδει τεχνηέντως πλοκή και θυμοσοφικό χαρακτήρα, έντονο πατριωτικό συναίσθημα και μια κυρίαρχη διάθεση αναγνώρισης των πολιτιστικών του καταβολών. Θα ήταν δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα σύγχρονο σύστοιχο βυζαντινού χρονικού του 15ου αιώνα, ωστόσο ο τίτλος παραπέμπει σε κάτι τέτοιο με μια μεταμοντέρνα και πεπαλαιωμένη αναφορικότητα. Ο κεντρικός ήρωας Αρσένιος Θησέας δεν έχει μυθιστορηματική υπόσταση, παρά το γεγονός ότι είναι τοποθετημένος σε χώρο και χρόνο. Ειδικότητά του είναι να κουρδίζει τις λέξεις, τους ήχους και τους ρυθμούς, να καταδύεται μελοδραματικά στην τοπική Μυθολογία και να ψηλαφεί τα τραύματα του πολύπαθου νησιού της Αφροδίτης, μετονομάζοντας την ιδιότητα του ποιητή σε «υπαρξιακό ντετέκτιβ». Μελίρρυτος και αδολέσχης, ο αφηγητής/ντετέκτιβ επιδίδεται σε μια λογοδιάρροια ποιητικής επίφασης που βιώνεται ως αμάλγαμα Σολωμού, Παπαδιαμάντη και Πεντζίκη και παραποιεί την εξιστόρηση κατ’ επιλογήν συνθέτοντας μια νέα ποιητική: «Ξηγούμαι τα εις κοντολογίαν, ότι αν τα εξηγήθηκα ως γοιον εγινήκαν ήτον πολλά βαρετά εις αυτόν μου να γράφω και εις αυτής σας να τ’ αγροικάτε».
Με την αναλυτική (έως πλατειάζουσα) διερευνητική ματιά ενός ντετέκτιβ διατρέχει τον τόπο του πέτρα προς πέτρα (ετυμολογώντας, ορθά ίσως, την «πέτρα» ως «λαό»), κινώντας την πυξίδα της περιπλάνησής του από τον Κινύρα ως τον Όμηρο, εντάσσοντας την παιδική του ηλικία στη μετά την εισβολή αστικοποιημένη Κύπρο και αναγιγνώσκοντας σχοινοτενώς την Ιστορία της. Από την ιδιότυπην αντίληψη του Κυριάκου Μαργαρίτη για το μυθιστόρημα δεν λείπει, βεβαίως, η περιγραφική δεινότητα, ούτε ο λυρισμός, λείπει δυστυχώς η δομή μιας κάποιας αφήγησης.
Εύσημα αναγνωρίσιμου ιδιολέκτου
Η γλώσσα του «Κρόνακα» είναι η κυπριακή διάλεκτος, εμπλουτισμένη, όπως και στην περίπτωση του ιστορικού έργου του Μαχαιρά, με λέξεις που έχουν προσαρμοστεί για να συναποτελέσουν τη «σύναξη» αυτή που επιδιώκει το μετανεωτερικό πλάνο του συγγραφέα.
Η γλώσσα του «Κρόνακα» είναι η κυπριακή διάλεκτος, εμπλουτισμένη, όπως και στην περίπτωση του ιστορικού έργου του Μαχαιρά, με λέξεις που έχουν προσαρμοστεί για να συναποτελέσουν τη «σύναξη» αυτή που επιδιώκει το μετανεωτερικό πλάνο του συγγραφέα. Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι κατέχουν περίοπτη θέση στο έργο αυτό. Η σύντροφός του Έλσα, επίσης. Ο συγγραφέας επιχειρεί μια μυθιστορηματική ανασυγκρότηση του χρονικού ως τρόπου αφήγησης στον 21ο αιώνα. Δυστυχώς, η παρελθοντολαγνία του βιβλίου συνάδει προς μια καζαντζακικού τύπου μεγαλαυχία. Κύριο μέλημά του, να υποστηρίξει μια κάπως προκατασκευασμένη διαχρονικότητα των τοπωνυμίων και να παραετυμολογήσει πληθώρα λέξεων (π.χ. η λέξη «μήτις» στο βιβλίο δεν σημαίνει, ως θα ώφειλε, την πονηριά, το τέχνασμα, τη δολιότητα, αλλά κάτι διαφορετικό, η «πανδουρίς» συγχέεται σκοπίμως με την Πανδώρα, ο Σωτήρης Πέτρουλας με τον Πιερότο, ο συγγραφέας με τον «συρραφέα», η σάτιρα με την κοροϊδία, η Αφροδίτη με μια μαύρη στριπτιζού, και ούτω καθεξής). Διεκδικεί την εντοπιότητα της Καρπασίας, βορειοανατολικής χερσονήσου της Κύπρου, εμβαπτιζόμενος σε μια ιδεοληπτική παραίσθηση γενεαλογίας.
Ο Μαργαρίτης δεν ψηλαφεί το ιστορικό τραύμα με συστηματικό, αντικειμενικό βλέμμα, παρά συνειδητά υιοθετεί ένα ελεγειακό τόνο απώλειας. Με άλλα λόγια, αφηγείται τη διαρπαγή, την εισβολή και τον εξανδραποδισμό, αυτοδεσμευόμενος να εξετάσει όλα τα ενδεχόμενα, να διεκδικήσει μεγαλόστομα την «κοιτίδα» του μύθου και να αναζητήσει τον τόπο γένεσής του με τη ματιά μιας γενιάς ανθρώπων που θεωρεί το μέλλον απολεσθείσα υπόθεση. Στην τεκμηρίωση αυτής της απόπειρας επιστρατεύει τον Κάφκα, το βάδισμα στην Πράσινη Γραμμή, τον στωϊκό Ζήνωνα, την περιπλάνηση στη σύγχρονη Αθήνα και τα νεανικά του φαγοπότια στο «Άμα λάχει» της Καλλιδρομίου ή στο «Χάραμα» στην Καισαριανή, τα ταξίδια του, τις αναγνωστικές του προτιμήσεις, συγχέοντας με παραληρηματική ευφράδεια εικόνες και αισθήσεις, θεωρίες και διανοητικές καταγραφές, προσωπικές αποτιμήσεις και ιδεολογικές εμμονές: «Μια ιστορία, για να είναι καλή, χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια καλή ιστορία. Η αφήγηση είναι οντολογικό άθλημα, που σημαίνει υπόθεση ζωής και θανάτου, διαφορετικά τζάμπα έσκαβε στους τάφους ο Άμλετ και μιλούσε με τα φαντάσματα».
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Κύπρο το 1982. Παρακολούθησε σπουδές κλασικής και νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή για το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το ιστορικό μυθιστόρημα Ο Γιωρκής ο Καρπασίτης, το 1998. Την περίοδο 2001-2011 κυκλοφόρησαν 8 βιβλία του για παιδιά, το τελευταίο εκ των οποίων, με τίτλο Τα τρύπια τείχη, τιμήθηκε με αναγραφή στον πίνακα White Ravens της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νεότητας του Μονάχου. Η συλλογή διηγημάτων Μικροί ερωτικοί θρήνοι τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη στην Κύπρο το 2002 και ήταν η κυπριακή συμμετοχή για τη λογοτεχνία στη 12η Biennale Νέων Καλλιτεχνών από την Ευρώπη και τη Μεσόγειο (Νάπολη, 2005).
* Φωτογραφία από την ταινία Το τάμα (2001) του Ανδρέα Πάντζη.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το 1974 είναι η πιο προσωπική μας ασυνέχεια. Είναι το ιστορικό υπόλοιπο, και η πραγματικότητα που μάς επισκέπτεται ετησίως, ψάχνοντας τη σάρκα και τον λόγο που δικαιούται, διότι το ένα χωρίς το άλλο δεν γίνεται (...) Αν δεν δικαιώσουμε το 1974, ντετέκτιβ, σημαίνει ότι ο Θεός χρεοκόπησε».
Κρόνακα
Κυριάκος Μαργαρίτης
Ίκαρος 2017
Σελ. 480, τιμή εκδότη €15,50