
Για το μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαντόγλου «Σώμα στη βιτρίνα» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
«… εκτός και αν οι ιστορίες επαναλαμβάνονται, με μικρές παραλλαγές, μέσα στους αιώνες»: αυτή η φράση έρχεται να επισφραγίσει μια ορατή σύγκριση ανάμεσα στο 1664 και το 2014 με σκηνικό το Άμστερνταμ. Μεταξύ της Έλσε Κρίστενς, που έφτασε από τη Δανία για να βρει δουλειά και περιπλανήθηκε ανάμεσα στη θέση της υπηρέτριας, της πεταλούδας της νύχτας και του μοντέλου, και της Νατάσσας, που έφτασε από την Ελλάδα για να σπουδάσει και να συγκεντρώσει χρήματα, δουλεύοντας στις βιτρίνες του Ντε Βάλεν. Ανάμεσα στην πόλη των Φλαμανδών ζωγράφων και την πόλη των Ευρωπαίων τουριστών.
Η πόρνη και το σώμα της αναδεικνύεται ως διπλό εργαλείο: από την πλευρά της κοινωνίας είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης· από την πλευρά της ιερόδουλης όμως, ειδικά αν αυτή είναι μορφωμένη και συνειδητοποιημένη, είναι ένα μέσο βιοπορισμού και προσωρινής εργασίας ώστε, αν η γυναίκα καταφέρει να ξεπεράσει τη φάση αυτή, να προχωρήσει έπειτα στα επόμενα στάδια της ζωής.
Η ιστορία –ή μάλλον οι ιστορίες– αφορούν κατά βάση τέσσερα πρόσωπα: τη Νατάσσα, που αλλάζει το όνομά της για να αποφύγει τη δίωξη για ένα έγκλημα πίσω στην Ελλάδα, την Έλσε, που καταδικάζεται για τον φόνο της σπιτονοικοκυράς της, τον Άγγελο, πρώην ψυχαναλυτή, που επειδή πάσχει από «συναισθησία του καθρέφτη» εισπράττει οπτικά ερεθίσματα με τη γεύση, και τέλος την Ελισάβετ, συγγραφέα που επιχειρεί να συνθέσει τα νήματα των άλλων τριών, αλλά και το δικό της, σε μια μυθοπλασία.
Αν προσεγγίσουμε το μυθιστόρημα με πρίσμα τη γενικότερη λογοτεχνική-ιδεολογική θέση της Αργυρώς Μαντόγλου, θα σταθούμε στη (μετα)φεμινιστική του βάση, που αναδεικνύει την πόρνη και το σώμα της ως διπλό εργαλείο: από την πλευρά της κοινωνίας είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης· από την πλευρά της ιερόδουλης όμως, ειδικά αν αυτή είναι μορφωμένη και συνειδητοποιημένη, είναι ένα μέσο βιοπορισμού και προσωρινής εργασίας ώστε, αν η γυναίκα καταφέρει να ξεπεράσει τη φάση αυτή, να προχωρήσει έπειτα στα επόμενα στάδια της ζωής.
Το κείμενο αναπτύσσει διαλεκτικές σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων βασικών χαρακτήρων: η Δανή Έλσε παραλληλίζεται με την Ελληνίδα Νατάσσα, η οποία συναντιέται με τον παράξενο συμπατριώτη της Άγγελο, που είχε αποτελέσει φίλος της συγγραφέα Ελισάβετ, η οποία έχει το ίδιο όνομα με την πρώτη ηρωίδα… Ένα γαϊτανάκι προσώπων και πορειών. Πάνω σ’ αυτό το καρέ διασταυρώνονται μοίρες, εφάπτονται κύκλοι και διχοτομούνται ζωές. Πάνω σ’ αυτό το καρέ σκόπιμα (δεν) απαντιούνται ερωτήματα που σχετίζονται με τη δυνατότητα του ανθρώπου να διαμορφώσει τη μοίρα του (η Έλσε μοιάζει αδύναμη, παρόλο που είναι δυναμική, ενώ η Νατάσσα πιάνει πιο αποφασιστικά «τη ζωή από τα κέρατα»), με τον ρόλο της γυναίκας, με τη θέση του ανθρώπου μέσα στην Ιστορία της εποχής του, με τη μετανάστευση για ένα καλύτερο αύριο αλλά και τη σκληρή προσγείωση, με την προσπάθεια εντέλει της τέχνης να ανασύρει από την αφάνεια λησμονημένες μορφές.
Έχω την αίσθηση ότι η συγγραφέας εγκλωβίστηκε στο έγκλημα και στην καταδίκη της Έλσα Κρίστενς (η οποία υπήρξε ιστορικό πρόσωπο και μάλιστα σχεδιάστηκε απαγχονισμένη από τον Ρέμπραντ). Κι αυτό γιατί το πραγματικό αίτιο του φόνου ανάγκασε την Αργυρώ Μαντόγλου να φτιάξει μια αντιστοιχία με τη φυγόδικη ζωή της Νατάσσας κι έτσι να μην μπορέσει να δώσει με ένταση το σκληρό πρόσωπο της Ιστορίας, που ξεμυτίζει απλώς σε μια ατυχή στιγμή: το αίτιο με άλλα λόγια φαίνεται πολύ άτονο. Ή, αν όντως η πεζογράφος θέλησε να επενδύσει στον φόνο της σπιτονοικοκυράς, θα έπρεπε να αποδώσει όλη την τραγικότητα, να εξάρει την ψυχολογική ανάγκη ενός τέτοιου διαβήματος, να τονίσει τα αδιέξοδα των δύο ηρωίδων πριν και μετά τη δολοφονία.
Ωστόσο, δεν μπορώ να παραγνωρίσω πως ένα τέτοιο έργο συνδέει έντεχνα παρόν και παρελθόν, ορθώνει τη διαχρονική μοίρα της γυναίκας, με όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν μέσα στην Ιστορία και κατορθώνει να αναδείξει τη δυνατότητα του ανθρώπου να βλέπει την κοινωνία ως πεδίο ευκαιριών, είτε εις βάρος του είτε υπέρ του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΥΡΩΣ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ