Για τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Μπράμου «Ανάμεσα στους τοίχους» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Φαινομενικά, επίπεδα και χωρίς καινοτόμο διάθεση, ρεαλιστικά, με έμφαση στην ιστορία και όχι στην όποια πρωτοποριακή μορφή. Κατά βάθος όμως ουσιαστικά, διεισδυτικά, καθώς ξαναφέρνουν το συναίσθημα στην πρώτη γραμμή. Έτσι θα μπορούσα να συστήσω τα διηγήματα του Γιώργου Μπράμου ο οποίος, μετά την εξίσου δυνατή αίσθηση της τελευταίας του συλλογής διηγημάτων Άσπρα γένια (2006) και το ενδιάμεσο αιρετικό Ψέμα του λύκου (2013), επανεμφανίζεται με ιστορίες αψιές και μαζί αληθινές. Πρόκειται για ιστορίες φτιαγμένες από γνώριμα υλικά αλλά συνάμα γεμάτες ένταση, η οποία φτάνει μέχρι τον αναγνώστη και τον εισάγει στο σύγχρονο ψυχολογικό δράμα-τραύμα των ηρώων του.
Ο Γιώργος Μπράμος αποδίδει έξοχα τα αδιέξοδα και πείθει –ακόμα και τον πιο αμύητο στη ζωή, τον πιο άκαπνο αναγνώστη, που δεν μπορεί να ψυλλιαστεί τι συμβαίνει πίσω από τους τοίχους– ότι η τραγωδία επαναλαμβάνεται από αρχαιοτάτων χρόνων ως μένος και ως αστοχασιά.
Οι πρωταγωνιστές του διηγηματογράφου είναι φαινομενικά απλοί άνθρωποι, που τελικά υποπίπτουν σε μια «αμαρτία», είτε με την ηθική-χριστιανική έννοια είτε με την τραγική-αρχαιοελληνική. Μια οικογενειακή ομαλότητα ανατινάσσεται από έναν γεροντοέρωτα, ο μετανάστης δραπετεύει από το αστυνομικό τμήμα λόγω της ραστώνης των αστυνομικών, ένας ταξιτζής βρίσκει μια μικρή και τη σπιτώνει αλλά του τη γκαστρώνει άλλος, η ξενιτιά της μάνας κρύβει από τον μικρό γιο ένα δράμα που συντελέστηκε στον Εμφύλιο, δράμα που έκανε τη μάνα να απομακρυνθεί από τον πατέρα διαπαντός... Και το τελευταίο διήγημα, το οποίο δίνει και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, φέρνει σε μια αγαστή σύγκλιση πολλούς από τους χαρακτήρες, μέσα στη φυλακή, όπου πληρώνουν το τίμημα των παθών τους.
Ένα θέμα που έρχεται και ξανάρχεται στα διηγήματα είναι η κρίση της μέσης ηλικίας, εκεί γύρω στα πενήντα με εξήντα. Οι άνδρες σ’ αυτήν την ηλικία παρουσιάζονται με κοιλιές, ασθένειες, εγκλωβισμούς, αδιέξοδα, τελμάτωση, σε μια κατάσταση αργού θανάτου που ψάχνει μια έκρηξη για να τους συνεφέρει από το κώμα. Κι εκεί, όντως, προκύπτει ξαφνικά ένα απρόοπτο, κατά βάση μια γυναίκα, που ανατρέπει τη στάσιμη ζωή, φουρτουνιάζει το «είναι» τους, αλλά φυσικά όλη αυτή η φουσκονεριά δεν μπορεί να φέρει μια νέα, διαρκή ευτυχία. Αναδύεται μόνο μια πρόσκαιρη ηδονή, μια μικρή προοπτική, που εντέλει αποδεικνύεται φρούδη. Η ζωή είναι άτιμη, χωρίς αυτό να παρουσιάζεται με μελοδραματισμούς, άτιμη γιατί όσο μεγαλώνει κανείς τόσο βρίσκει μπροστά του ή και γύρω του τοίχους. Ο Γιώργος Μπράμος αποδίδει έξοχα τα αδιέξοδα και πείθει –ακόμα και τον πιο αμύητο στη ζωή, τον πιο άκαπνο αναγνώστη, που δεν μπορεί να ψυλλιαστεί τι συμβαίνει πίσω από τους τοίχους– ότι η τραγωδία επαναλαμβάνεται από αρχαιοτάτων χρόνων ως μένος και ως αστοχασιά.
Η πολιτική εμφιλοχωρεί άλλοτε παρείσακτη κι άλλοτε εμφανώς προσκεκλημένη. Ο –πολύ εύγλωττος– κρατούμενος που σιωπά εξαιτίας της κατηγορίας των άλλων ότι πρόδωσε, ο σκοτωμός, μέσα στον Εμφύλιο, του κουνιάδου από τον πατέρα του αφηγητή, είναι μερικές από τις υποθέσεις που δείχνουν όχι τόσο κομματικές ταυτότητες όσο δράματα, τα οποία εκτυλίσσονται διά μακρών εξαιτίας αυτών των διχαστικών ταυτοτήτων.
Κι από την άλλη, η πολιτική εμφιλοχωρεί άλλοτε παρείσακτη κι άλλοτε εμφανώς προσκεκλημένη. Ο –πολύ εύγλωττος– κρατούμενος που σιωπά εξαιτίας της κατηγορίας των άλλων ότι πρόδωσε, ο σκοτωμός, μέσα στον Εμφύλιο, του κουνιάδου από τον πατέρα του αφηγητή, είναι μερικές από τις υποθέσεις που δείχνουν όχι τόσο κομματικές ταυτότητες όσο δράματα, τα οποία εκτυλίσσονται διά μακρών εξαιτίας αυτών των διχαστικών ταυτοτήτων.
Το πιο δυνατό διήγημα της συλλογής, το πιο αριστοτεχνικά γραμμένο αλλά και κοινωνικά ευαισθητοποιημένο είναι «Το πρώτο θύμα». Πάλι ένας γεροντοέρωτας που εξελίσσεται αναίμακτα και κερδίζει ακόμα και την ανοχή της συζύγου. Η τελευταία μάλιστα, για να μη διασαλεύσει την αρραγή ευταξία της οικογένειας, στηρίζει –και παλιότερα και τώρα– τον άνδρα της, ο οποίος πάντα φαινόταν τίμιος, εργατικός, μετρημένος… Ώσπου μια μικρή, που τον γοητεύει και τον παίρνει μαζί της σε ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό, έχει άλλα σχέδια, θρεμμένα από το παρελθόν και ποτισμένα με εκδίκηση.
Μπήκα στο βιβλίο συγκρατημένα και προχώρησα με ζήλο, ώσπου να βγω γεμάτος όχι μόνο με ιδέες αλλά και με συναισθήματα. Κατανόησα περισσότερο τον άνθρωπο που βαραίνει και φθείρεται, που παραπαίει αλλά κερδίζει τη συμπάθειά μας, που αντέχει και ζει, που φτάνει στα όριά του και εκρήγνυται, παρασύροντας μαζί του την τακτοποιημένη του ζωή. Συνειδητοποίησα στη σημερινή καθημερινότητα ότι αφενός οι τραγικοί ποιητές έχουν συλλάβει καταστάσεις που επαναλαμβάνονται σε διαχρονική βάση, όσο κι αν αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες, και αφετέρου οι σύγχρονοι συγγραφείς μπορούν να τις αναβιώσουν. Συνειδητοποίησα τέλος ότι η καθαρή λογοτεχνία πολλές φορές δεν χρειάζεται γλωσσικά ή αφηγηματικά τερτίπια για να μας δείξει τη ζωή, αλλά μπορεί να το κάνει και με τις χιλιοπατημένες της παντόφλες.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.