
Για τη νέα, αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματος του Κώστα Αρκουδέα «Τα κατά Αιγαίον Πάθη» (Καστανιώτης).
Της Χαράς Νικολακοπούλου
Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα
Γιώργος Σεφέρης, «Πάνω σ' έναν ξένο στίχο»
Παραφράζοντας τον τίτλο της ταινίας του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ Η θάλασσα μέσα μου, ο οποίος επίσης θα ταίριαζε άριστα στο βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα, θα αναφερθώ στο ταξίδι με μια διπλή έννοια, που λαμβάνει χώρα εδώ. Για τον Γιώργο Ρώμα –ο οποίος αποτελεί προφανώς μια περσόνα του συγγραφέα– το ταξίδι κυλάει στις φλέβες του, το ίδιο και η θάλασσα. Ο ίδιος αυτοπαρουσιάζεται και αυτοπροσδιορίζεται στις πρώτες σελίδες πάντα σε αναφορά με τη φίλη και αγαπητικιά του, τη θάλασσα, και την ισότιμη σχέση μαζί της.
Ξεδιπλώνονται μπροστά μας οι μεταφυσικές ανησυχίες ενός ονειροπόλου νέου, οι φόβοι ενός ανήλικου αγοριού και το άνοιγμα στα θαύματα του κόσμου, το πέρασμα στην ωριμότητα μέσα από τον επαναπροσδιορισμό στόχων και προτεραιοτήτων.
Το όνομά μου είναι Γιώργος Ρώμας. Είμαι ξαπλωμένος στην άμμο και η θάλασσα είναι μαζί μου. Πάνω μου και μέσα μου. Φίλη και αγαπητικιά μου. Ακούω τον φλοίσβο της, την ανάσα της. Μου λέει όλα τα μυστικά της. Δεν έχει τίποτα να μου κρύψει- το ίδιο θα προσπαθήσω να κάνω κι εγώ.
Για αυτόν, το ταξίδι δεν είναι θέμα αναψυχής, είναι υπόθεση ζωής. Έχει ήδη αφήσει πίσω του όλη την προηγούμενη ζωή του, δουλειά, σπίτι, γάμο, τη «σαβούρα της πόλης», προκειμένου να γίνει «νομάς του Αιγαίου» και να ταξιδέψει στα τοπία της καρδιάς του, στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Θα καταλήξει στην Οία της Σαντορίνης, έναν τόπο που στοιχειώνει τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Ξεδιπλώνονται μπροστά μας οι μεταφυσικές ανησυχίες ενός ονειροπόλου νέου, οι φόβοι ενός ανήλικου αγοριού και το άνοιγμα στα θαύματα του κόσμου, το πέρασμα στην ωριμότητα μέσα από τον επαναπροσδιορισμό στόχων και προτεραιοτήτων. Παρακολουθούμε συζητήσεις εν θερμώ για ποικίλα θέματα: τις σχέσεις των δύο φύλων, τον έρωτα στη σκοτεινή και βίαιη παραφορά του, την αλόγιστη και οδυνηρή εμπορευματοποίηση του κυκλαδίτικου θησαυρού προς χάριν του κέρδους, την αναζήτηση της εξιδανικευμένης γυναίκας, μέσα από ολοζώντανους διαλόγους από τους οποίους δεν λείπουν τα στοιχεία του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού:
«Φαίνεται πως ωρίμασα», εκμυστηρεύτηκα στον Μπαλή, που καθόταν δίπλα μου.
«Άντε και του χρόνου σάπιος», μου ευχήθηκε.
«Και γιατί πρέπει, σώνει και καλά, η μούσα μας να είναι γυναίκα; Μπορεί να είναι ένας τόπος. Κάποιο νησί, ας πούμε»
Αυτή είναι η απάντηση του Μπαλή στην εναγώνια εξομολόγηση του αφηγητή Ρώμα ότι δεν συνάντησε ακόμα την ιδανική γυναίκα, μούσα και ερωμένη. Στην Οία λοιπόν ο Ρώμας θα γνωρίσει το μοιραίο πρόσωπο που θα σημαδέψει τη ζωή του: τον εκκεντρικό, δαιμονικό, γεμάτο αντιφάσεις Μπαλή, πρώην Διονύση, ο οποίος υπήρξε ένα εκπληκτικής ομορφιάς αγόρι του οποίου οι αυτοκαταστροφικές τάσεις τον οδήγησαν στον Άδη των ναρκωτικών, από όπου έχει επανακάμψει εντελώς μεταλλαγμένος, θα τολμούσα να πω. «Ο Μπαλής είναι η ακατέργαστη φωνή της επαναστατημένης συνείδησης». Ένας άνθρωπος αταίριαστος μέσα στην ατμόσφαιρα πολιτικής ορθότητας της εποχής, που δεν διστάζει να μιλήσει έξω από τα δόντια για θέματα που καίνε και πονάνε. Η συνάντηση μαζί του είναι ορόσημο για τον αφηγητή, ο οποίος επανακαθορίζει τον εαυτό του μέσα από το alter ego του που αποτελεί ο Μπαλής. «Η παρουσία του Μπαλή με έκανε να αμφισβητώ το παλιατζίδικο του κόσμου στον οποίο ζούσα». Αυτό δεν σημαίνει ότι συχνά δεν διαχωρίζει τη θέση του από τις απόψεις του Μπαλή ή ότι δεν τον κρίνει αυστηρά σε πολλές περιπτώσεις. Άλλο θέμα που διατρέχει το βιβλίο είναι η χαμένη αθωότητα (του τοπίου και των ανθρώπων), την οποία ο αφηγητής βιώνει με οδυνηρό τρόπο.
Κάποτε ο χρόνος ήταν μια πλαστελίνη στα χέρια μου και του έδινα όποιο σχήμα ήθελα. Ζωντανός και απτός χρόνος, καθώς δεν τον είχα ανταλλάξει με τα λύτρα της ενηλικίωσης. Σταμάτησα να είμαι παιδί όταν άρχισα να φτιάχνω ανθρωπάκια από πλαστελίνη και στο τέλος τα έβαζα να κάνουν παρτούζες. Ο κόσμος παραήταν σκληρός για να αφήσει τους αλαφροΐσκιωτους να επιζήσουν. Οι παράξενες ιστορίες, τα μυστήρια και οι παντοδύναμοι ήρωες έπαψαν να μιλούν στα όνειρά μου.
Η ιστορία είναι γεμάτη παράξενα όνειρα, ποίηση, μυστήριο, γοητεία και αισθαντικότητα [....] Το ταξίδι-κατάδυση στα σκοτεινά κατάβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης, στις «εσχατιές της ερωτικής κόλασης», μόλις έχει αρχίσει να χαράζει ένα μονοπάτι ανεξίτηλο από αίμα και οδύνη που οδηγεί στο μοιραίο και αναπότρεπτο τέλος. Το γυμνό, ανεμόδαρτο τοπίο της Σαντορίνης, μινιμαλιστικό σκηνικό που θα φιλοξενήσει την τραγωδία και ταυτόχρονα αντικαθρέφτισμα της ψυχικής γύμνιας των ηρώων, αναδύεται μεγαλοπρεπώς.
Ωστόσο, σε αντίθεση την παραπάνω εξομολόγηση, η ιστορία που παραθέτει ο Αρκουδέας είναι γεμάτη παράξενα όνειρα, ποίηση, μυστήριο, γοητεία και αισθαντικότητα. Από τη μέση σχεδόν και μετά του βιβλίου, ανησυχητικοί άνεμοι αρχίζουν να πνέουν, το κλίμα γίνεται δυσοίωνο, κάτι βαρύ και ανεξιχνίαστο πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Ένας σεισμός ταρακουνάει το νησί και τρομοκρατεί τους κατοίκους τους. Το ταξίδι-κατάδυση στα σκοτεινά κατάβαθα της ανθρώπινης ύπαρξης, στις «εσχατιές της ερωτικής κόλασης», μόλις έχει αρχίσει να χαράζει ένα μονοπάτι ανεξίτηλο από αίμα και οδύνη που οδηγεί στο μοιραίο και αναπότρεπτο τέλος. Το γυμνό, ανεμόδαρτο τοπίο της Σαντορίνης, μινιμαλιστικό σκηνικό που θα φιλοξενήσει την τραγωδία και ταυτόχρονα αντικαθρέφτισμα της ψυχικής γύμνιας των ηρώων, αναδύεται μεγαλοπρεπώς. Ο παραλληλισμός προκύπτει αβίαστα: το ηφαιστειογενές νησί κρύβει στα σπλάχνα του επικίνδυνες εστίες λάβας που σιγοβράζουν κάτω από την επιφάνεια. Ηφαίστεια και τα ανθρώπινα όντα, έτοιμα να εκραγούν. Στις καρδιές εκκολάπτονται πάθη που θα ξεσπάσουν και θα φέρουν την καταστροφή. Και γύρω, τριγύρω, παντού, η θάλασσα. Ανεξερεύνητη, ατίθαση, απροσπέλαστη, αγριεμένη. Μήτρα δημιουργίας και έμπνευσης, αλλά και υγρός τάφος.
Στο βιβλίο ξεδιπλώνονται στοιχεία της τεχνικής του συγγραφέα όπως οι συχνές αναδρομικές αφηγήσεις, στις οποίες καταφεύγει όταν πρόκειται να ανασύρει γεγονότα και καταστάσεις που φωτίζουν τα πρόσωπα της ιστορίας, οι γεμάτοι αμεσότητα, ζωντάνια και χιούμορ διάλογοι και η χρήση όμορφων φράσεων που θα μπορούσαν εύκολα να λάβουν θέση αποφθέγματος, λ.χ.: «Ίσως τα θαύματα προτιμούν τις αγνές ψυχές των παιδιών, αποφεύγοντας τους μεγάλους που έχουν την τάση να τα χλευάζουν». «Ο κόσμος παραήταν σκληρός για να αφήσει τους αλαφροΐσκιωτους να επιζήσουν». «Παλιά, γιε μου, οι άνθρωποι φοβόνταν τον οξαποδώ. Τώρα δεν τον φοβάται κανείς. Όλοι οξαποδώ έχουμε γίνει». «Αχθοφόροι είμαστε όλοι μας. Κουβαλάμε το άχθος μας, το βάρος της ύπαρξής μας».
Κάνει χρήση τολμηρών, γεμάτων δύναμη εκφραστικών μέσων όπως: οι καθεδρικοί ναοί και οι γοτθικές πόλεις των υδάτων, ο χρόνος-πλαστελίνη, τα λύτρα της ενηλικίωσης, το ιπτάμενο καλαμαράκι, «τα σκεβρωμένα μέταλλα ήταν οι σκέψεις μου», «οι σκουριασμένοι σωλήνες οι αξίες μου», «γρανάζια τα πιστεύω μου», «ήμασταν Βεδουίνοι στην έρημο των Κυκλάδων». Χρησιμοποιεί τέλος την τεχνική του προϊδεασμού: το σπίτι με τις νεκρές κουκουβάγιες, πουλιά θανάτου και «εκείνο που ξέθαψα συνεχίζει να με στοιχειώνει», αναφέρονται στις πρώτες σελίδες. Ο αναγνώστης θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το τέλος για να ανακαλύψει ποιο είναι το μακάβριο εύρημα που στοιχειώνει τον αφηγητή.
Οι ήρωές του, ένας βακχικός θίασος, άνθρωποι που έλκονται σαν πεταλούδες και περιστρέφονται γύρω από την εωσφορική φιγούρα του Μπαλή-Διονύση, είναι άνθρωποι που "αποτελούσαν με την πολυτάραχη ζωή τους το ρηξικέλευθο κομμάτι μιας κοινωνίας που αγωνιζόταν να ξεκολλήσει από τον βυθό".
Εντέλει, ο Αρκουδέας αποδεικνύεται μεγάλος παραμυθάς και δεινός αφηγητής. Με πρωτογενή στοιχεία μάλλον ετερόκλητα (την ομορφιά του τοπίου, παρεΐστικες καταστάσεις –που καμιά φορά παίρνουν επικίνδυνους δρόμους–, καλοκαιρινά ξεφαντώματα και οινοποσίες, απίθανους τύπους, προσωπικά βιώματα, ονειροπολήσεις, σκέψεις, νύχτες ψυχεδέλειας, ερωτικό πάθος, αστυνομικό μυστήριο) υφαίνει τον μαγικό ιστό μιας δυνατής αφήγησης από την οποία δεν μπορείς να απεμπλακείς παρά μόνον όταν τελειώσεις το βιβλίο. Ακόμα και τότε παραμένει αρκετή τροφή για τη σκέψη.
Οι ήρωές του, ο Ασπρογένης, ο Κάκος, ο αλκοολικός Φραγκίσκος, τα τρολ της πλατείας, η Μαρίλια, η Κάτια, η Αντριάνα, οι Σαμάνοι του Αιγαίου: ένας βακχικός θίασος, άνθρωποι που έλκονται σαν πεταλούδες και περιστρέφονται γύρω από την εωσφορική φιγούρα του Μπαλή-Διονύση (Διόνυσος-Βάκχος;). Είναι άνθρωποι που «αποτελούσαν με την πολυτάραχη ζωή τους το ρηξικέλευθο κομμάτι μιας κοινωνίας που αγωνιζόταν να ξεκολλήσει από τον βυθό. Ζώντας ελεύθεροι και κατά κανόνα μακριά από περιορισμούς, έδιναν το στίγμα μιας κοινότητας που λειτουργούσε σαν γέφυρα ανάμεσα στη χιλιετία που έδυε και στη χιλιετία που ερχόταν».
Οι αληθινοί πρωταγωνιστές ωστόσο είναι τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, όπως επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο. «Η θάλασσα του Αιγαίου, άγρια και απρόβλεπτη, ο άνεμος που συνομιλεί με τις καρδιές των ανθρώπων, τα ηφαίστεια που κοχλάζουν, έτοιμα ανά πάσα στιγμή να εκραγούν, και τέλος το αλάτι της γης που πέφτει στις πληγές των ηρώων και τις καίει».
* Η ΧΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ είναι φιλόλογος και συγγραφέας.
Τα κατά Αιγαίον Πάθη
Κώστας Αρκουδέας
Καστανιώτης 2017
Σελ. 304, τιμή εκδότη €15,90