Για τη νουβέλα του Μισέλ Φάις «Lady Cortisol» (εκδ. Πατάκης)
Του Νίκου Ξένιου
«Ζητώ μια νέα γραφή για τον μέσα κόσμο». Νίκος Καρούζος («Διάλογοι»)
Ο τίτλος «Λαίδη» είναι τίτλος τιμής, αλλά στη μετωνυμική του χρήση γίνεται ειρωνικό επίθετο για τη νεύρωση ή και θεατρικό προσωπείο. Η ποιητικώτατη νουβέλα «Lady Cortisol» (Αθήνα, Πατάκης, 2016) του Μισέλ Φάις, μια παράγραφος 118 σελίδων, μιλά για την αναγκαιότητα της ψευδαίσθησης σε έναν κόσμο ανηλεούς πραγματικότητας: o συγγραφέας προσεγγίζει το σύμπαν και τον άνθρωπο με φυσικούς όρους και όχι με υπερβατικές έννοιες, ενώ το κάθε επιμέρους πρόσωπο της νουβέλας του αναζητά τα συστατικά του στοιχεία στο παρελθόν, στη μνήμη, στην αρχετυπική σχέση με τον πατέρα και τη μητέρα, στο σεξ και γενικά στο ένστικτο, παράγοντας έναν ιδιότυπο, μετανεωτερικό τύπο νατουραλισμού.
Στο εξαιρετικό βιβλίο του Φάις ο Άλλος Άνθρωπος ενσαρκώνει μια διαφορετική υπόσταση του χρόνου, από τα νύχια του οποίου πρέπει να δραπετεύσει η συνείδηση. Η μήτις (πονηριά, δολιότητα) των ερωτήσεων και ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας των απαντήσεων (η ερωτώμενη «ξεγλιστρά» με σχοινοτενείς απαντήσεις, που εκφαίνουν πολλαπλές σεναριακές εκδοχές) είναι το απατηλό παιχνίδι που παίζει ο συγγραφέας εις βάρος του αντίπαλου χρόνου. Μοιάζει με την κατάδυση στον εαυτό στο «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν» του Ηράκλειτου. Ο συγγραφέας ακυρώνει τις συνάψεις συμβατικών σχέσεων, σχέσεων εξάρτησης, αντιπροτείνοντας τον διάλογο με τον εαυτό: «Εσύ, αυτός. Και, ανάμεσά σας, αυτά που ήθελες να ρωτήσεις τον εαυτό σου»
Υπομνηματισμοί του υπομνηματισμού
Λόγω τίτλου και μόνο, γίνεται αυτόματα η σύνδεση με τη «Λαίδη Φθειροζόλ» («Lady of Larkspur Lotion») του Τένεσι Ουίλιαμς: «ένας μικρός φεγγίτης φέρνει στον χώρο το λυκόφως μιας απαισιόδοξης μέρας», γράφει ο Τένεσι στο μονόπρακτό του περιγράφοντας το ηλιοβασίλεμα στο άθλια επιπλωμένο rent room της Νέας Ορλεάνης. Αντίστοιχα, το δωμάτιο του Μισέλ Φάις υποδηλώνει την απουσία συναισθήματος: μια «σύμβαση έργου μνήμης» στην εμβληματική σκηνή με το Γκρί Στούντιο, υπογεγραμμένη και από τα δύο μέρη: τον ερωτώντα και την ψυχαναλυόμενη, υπό όρους αυταρχικού πειράματος που αφορά τις σχέσεις εξουσίας και θυμίζει το πείραμα Στάνφορντ. Ο εξαρτητικός χαρακτήρας αυτών των σχέσεων (Η Ασύνδετη, η Πρώην Συνδεδεμένη, ο Διαχειριστής) εντάσσεται στον γενικότερο αυταρχισμό που διακρίνει τα υποβαλλόμενα ερωτημάτα, σε μια κλιμάκωση που φτάνει στα εξωφρενικά: «Είσαι σίγουρη πως είναι ένας ο ερωτών;», «Μήπως, αν εμφανιστεί, δεν θα ξαναρωτήσει ποτέ;»
Σαρκαστική, άλλοτε αυτεξούσια και άλλοτε παρελκόμενη, η Κορτιζόλη του Φάις μοιάζει να αναδύεται από ένα βαθύ ψυχαναλυτικό «πηγάδι», ομολογώντας πως μπορεί να μετατραπεί στην ηρωϊδα Μάσα του Τσέχωφ, ή σε μια παθιασμένη, μισάνθρωπη πόρνη.
Στο βιβλίο του Φάις οι τρεις περσόνες του Τένεσι «απορροφώνται» σε μία: ο κεντρικός χαρακτήρας της «Λαίδης Φθειροζόλ», η σαραντάχρονη ενοικιάστρια κυρία Χάρντγουικ-Μουρ, είναι άφραγκη και εκπορνεύεται, αλλά αυταπατάται πως είναι απόγονος αριστοκρατικής γενιάς και κληρονόμος φυτείας καουτσούκ στη Βραζιλία και αρνείται τους όρους της πραγματικότητας. Οι μύχιοι φόβοι της Λαίδης Cortisol (που ίσως θεραπεύονταν με τη χρήση κορτιζόλης) μοιάζουν με τα έντομα που καταδιώκουν την ηρωϊδα του Τένεσι (και που εξολοθρεύονται με τη χρήση φθειροζόλης). Σαρκαστική, άλλοτε αυτεξούσια και άλλοτε παρελκόμενη, η Κορτιζόλη του Φάις μοιάζει να αναδύεται από ένα βαθύ ψυχαναλυτικό «πηγάδι», ομολογώντας πως μπορεί να μετατραπεί στην ηρωϊδα Μάσα του Τσέχωφ, ή σε μια παθιασμένη, μισάνθρωπη πόρνη. Η «Corti» ζει τη «μέρα της Μαρμότας», την επανάληψη των στερεοτυπικών σχέσεων με τους γονείς. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε τίποτε συγκεκριμένο για τους χαρακτήρες, ή καλύτερα για τις τρεις όψεις ενός και του αυτού χαρακτήρα. Η ομιλία συνεχίζεται μόνο και μόνο για να παραμείνει ανοικτός ο δίαυλος της σύνδεσης, για να αποτραπεί ο θάνατος, παρά το γεγονός ότι οι λέξεις είναι διφυείς και ενδέχεται και να τον περιέχουν.
«Τι είναι αυτό το σκούρο, αυτό το πώς το είπες»
Ο επινοημένος «ανακριτής» στο βιβλίο του Φάις, προϊόν της συνείδησης της Lady Cortisol, επιβεβαιώνει τον πλασματικό χαρακτήρα του λογοτεχνικού της προσώπου. Παραθέτει, δε, το λεπτοφυές υλικό ενός ψυχαναλυτή: πρόκειται για μιαν άλλην εκδοχή της κυρίας Γουάιρ, της ιδιοκτήτριας του ενοικιαζόμενου δωματίου στη «Λαίδη Φθειροζόλ» του Τένεσι, μιας κυνικής ρεαλίστριας που πασχίζει να προσγειώσει την ενοικιάστριά της στην πραγματικότητα: «Σας βαρέθηκα, εσάς τους τυφλοπόντικες, τους χαραμοφάηδες, τους μπεκρήδες, τους απόκληρους, που πάτε να επιβιώσετε με υποσχέσεις, ψέματα και απάτες!». Στη νουβέλα του Μισέλ Φάις, η δευτεροπρόσωπη αφήγηση «παράγει» την κεντρική γυναικεία περσόνα, τη Lady Cortisol, ενώ η ρηματοποίηση σε ένα αδιάλειπτο παρόν «περιγράφει» (δηλαδή κλείνει ένα κύκλο με μολύβι γύρω από...) το ταμπεραμέντο της «απαντησο-μηχανής» που αυτή ενσαρκώνει.
Η ηρωίδα του Τένεσι αισθάνεται πως η σπιτονοικοκυρά της την κατασκοπεύει διαρκώς, παραμονεύοντας πίσω από τις πόρτες. Αντίστοιχα, η Λαίδη Κορτιζόλ του Φάις διώκεται από την εκλογικευμένη δομή των ερωτήσεων ενός «εσωτερικού» ανακριτή, που δίνουν κλώτσο στην ανέμη για να αφηγηθεί τις μικρές της ιστορίες. Οι δίνες της σκέψης της («η ασάφεια με ταράζει γλυκά») και οι στιγμές που μεσολαβούν ανάμεσα στις ερωτήσεις τής επιτρέπουν να ανασάνει και να αναπαραγάγει αυτά που είναι σημαντικά: «Πέφτω για ύπνο με την προσδοκία, όταν ξυπνήσω, να βρω τα πράγματα πιο σταθερά, πιο αρραγή, δεν θα ήθελα να πω έξω από τον χρόνο...». Παλιρροιακές δίνες, ρουφήχτρες, το ηρακλείτειο «εδισηζάμην εμεωϋτόν» που διατηρεί τη συνείδηση σε εγρήγορση.
Το τρίτο πρόσωπο, ο αλκοολικός συγγραφέας, είναι πελάτης της ενοικιάστριας και υποστηρίζει την ψευδαίσθηση της Λαίδης Φθειροζόλ, ισχυριζόμενος, και ο ίδιος, πως γράφει ένα μυθιστόρημα 780 σελίδων στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων: «Ας πούμε ότι υπάρχουνε μόνο μερικές κακογραμμένες σελίδες στον πάτο του μπαούλου μου!». Ο Συγγραφέας είναι με το μέρος της ξεσκισμένης καρδιάς, των γκρεμισμένων ονείρων, της υπερευαισθησίας. «Ας πούμε ότι η αυλαία της αχαλίνωτης φαντασίας μου άνοιγε σε υπέροχα θεατρικά έργα, αλλά τα φώτα του θεάτρου έσβηναν προτού κλείσει η αυλαία», λέει ο συγγραφέας. Και προτείνει να ομορφήνουμε αυτόν τον άσχημο κόσμο, εξυμνώντας τον. Είναι το αντίστοιχο του απροσδιόριστου αφηγητή που κρύβεται πίσω από τη δευτεροπρόσωπη αφήγηση του Μισέλ Φάις. Η διακειμενικότητα στον απόλυτο βαθμό.
Η ευελιξία της αφηγηματικής συνθήκης
Η κορτιζόλη είναι η ορμόνη του πανικού, του άγχους και της κατάθλιψης. Του φόβου να μην έχουμε την ανάγκη να διηγηθούμε ή να αφηγηθούμε οποιανδήποτε ιστορία: αυτή είναι η ερμηνεία του συγγραφέα. Η ουσία αυτή μπορεί να βοηθήσει ανθρώπους που ακολουθούν ψυχοθεραπεία για την «απαλοιφή» μιας φοβίας ή των απειλητικών αναμνήσεων: δόλιες ή επιθετικές ερωτήσεις σχετικά με τη ζωή μας είναι επιδεκτικές απαντήσεων που αφορούν κάθε άνθρωπο, υπό οιανδήποτε ιδιότητα. Ας υποθέσουμε, τώρα, πως το άγχος είναι υπαρξιακό. Η «εξάχνωση» τόπου και χρόνου είναι η μοναδική οδός απάλειψής του. Αυτό όμως το υλικό δεν είναι λεπτοφυές, αλλά τραχύ: αφορά όσους δεν έχουν την πολυτέλεια να ψυχαναλυθούν.
Ο Μισέλ Φάις προτείνει να αποκοπούν οι «καλωδιώσεις» που συνδέουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την κοινοποιημένη πραγματικότητα, έτσι ώστε να αναφανεί ο πλασματικός χαρακτήρας της κοινοποίησης καθεαυτήν και να καταργηθεί το αγχογόνο στοιχείο που τη διακρίνει.
Ο Μισέλ Φάις προτείνει να αποκοπούν οι «καλωδιώσεις» που συνδέουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την κοινοποιημένη πραγματικότητα, έτσι ώστε να αναφανεί ο πλασματικός χαρακτήρας της κοινοποίησης καθεαυτήν και να καταργηθεί το αγχογόνο στοιχείο που τη διακρίνει. Fragmenta θρυμματισμένης πρόζας διαδραματίζονται σε ένα «διάλειμμα» του εξωτερικού χρόνου, σαν να «παγώνει» μια φωτογραφική κάμερα σε ινσταντανέ: πίσω από την κάμερα αυτήν υπάρχει ο «αναξιόπιστος» αφηγητής, που ακούει τον εαυτό του να μιλά λόγω της παρουσίας ενός Άλλου και μόνον. Μια «συνεδρία» έξαψης, απορίας και εκνευρισμού, παραληρηματικής επανάληψης επουσιωδών ιδιοτήτων («λέει αυτός που πίνει τσάι, μπορεί όμως και καφέ», «λέει αυτή που πίνει καφέ, μπορεί όμως και τσάι»), ένας πλανώμενος φόβος, μια ακύμαντη φωνή με παγερή χροιά συνείδησης που θυμίζει τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου ή την ποίηση του Καρούζου.
Με τη διαφορά πως εδώ υπάρχει η απόλυτη ελευθερία ανακατασκευής του σεναρίου, γιατί, τόσο ο ερωτών, όσο και ο απαντών, είναι το ίδιο πρόσωπο: το βάφτισμα του Φάις σε ένα νέο στιλ γραφής υιοθετεί μιαν ατελή συνθήκη διαλόγου για να σκηνοθετήσει τα πράγματα, έτσι όπως διενεργούνται και λαμβάνουν χώραν στη συνείδηση του αναγνώστη. Ο κατατμημένος, τεμαχισμένος, θραυσματικός εαυτός της ηρωίδας του Μισέλ Φάις μάς κάνει να ανακαλέσουμε τον βαθύτατο ηρακλείτειο Λόγο, ο οποίος «ψυχῆς πέρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν». Η «αναίτια κόπωση» της Λαίδης, η ρομαντική, τρομώδης ατμόσφαιρα κατά την υποβολή (αυθ-υποβολή θα την ονόμαζα) των ερωτήσεων, το πταίσμα που δεν έχει διαπραχθεί, ο αφανισμός των περιγραμμάτων που χωρίζουν τα δύο φύλα, ο απόηχος από τη «μοναχική πολυφωνία» ενός ανθρώπινου πλήθους που βρίσκεται «εκεί έξω» μαζί με τον αναγνώστη, η παρότρυνση προς το ημερολόγιο και η αποποίησή του, η ταξινομική διάθεση κατά την αφήγηση που αυτοαναιρείται, οι υποθέσεις εργασίας που τίθενται επί τάπητος και την ίδια στιγμή καταργούνται, η διακειμενικότητα, όλα ακολουθούν το σαρτρικό «βλέμμα του Άλλου» για να το καταργήσουν αυτόματα. Mε σημειωματάριο, ντιβάνι ή και μαγνητόφωνο. Σε ρυθμούς ασθματικούς, που καθηλώνουν τον προσεκτικό αναγνώστη. Και με σκηνικό κάποιο ξενοδοχείο στην άκρη του Πουθενά, εκεί όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν μόνο για να αφηγηθούν ιστορίες.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Aπόσπασμα από το βιβλίο:
«...Και φυσικά είναι η στιγμή, η ενδεδειγμένη στιγμή, πιο ενδεδειγμένη αυτοκτονεί, για να σε ρωτήσει αυτή τη στιγμή, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, τι έχετε περισσότερο ανάγκη; Αυτή τη φορά θα την ακούσει. Θα του την πεις. Αν ακούει τίποτα άλλο εκτός από τη σκατοψυχρογαμοφωνή του. Σκασμός, ρε. Αυτό λαχταρώ να φωνάξω. Να πάψουν όλα. Να το βουλώσουν. Σκασμός, ρε. Να μην ακούω τίποτα. Κιχ. Κανείς όμως δεν μ’ ακούει. Δεν βγαίνει η φωνή μου; Κουφάθηκε το σύμπαν; Γι’ αυτό προτιμώ να μη χρειάζεται να αποφασίζω για τίποτα. Ποτέ ξανά. Να μην αποφασίζω για τίποτα. Να γίνω πρακτική, χρήσιμη και αυτάρκης σαν μια καρέκλα. Απαθής σαν μια καρέκλα. Είτε με ξεσκονίζουν, είτε με λουστράρουν. Είτε κάθονται πάνω μου παιδιά, υπέρβαροι ή χεσμένοι. Κι αν θυμώσουν και με κομματιάσουν; Να! Κι αν ξεπαγιάσουν και με ρίξουν στο τζάκι; Να! Καλύτερα όμως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα ήταν να συναντούσα ανθρώπους που θα μου μαλάκωναν την τραχεία καμπύλη του χρόνου. Χωρίς να πουν τίποτα. Χωρίς να κάνουν τίποτα. Απλά και μόνο επειδή αναπνέουν. Πού να τους βρω όμως; Υπάρχουν δρόμοι, πλατείες, εστιατόρια, μπαρ, εξοχές, πήχτρα σε κόσμο ή άδεια, όπου να συχνάζουν αυτοί οι αφανείς τύποι, αυτοί οι υπέροχοι χαρακτήρες, που δεν είναι κόλαση ακόμη η ζωή τους;»