Για το μυθιστόρημα του Κώστα Λυμπουρή Επιβάτες Φορτηγών (εκδ. Πάπυρος).
Του Άριστου Τσιάρτα
Κανένα ταξίδι επιστροφής στον γενέθλιο τόπο, μετά από σαράντα χρόνια και έπειτα από έναν βίαιο εκτοπισμό, δεν είναι ακίνδυνο ή ανώδυνο. Αναπόφευκτα, με την επιστροφή στις απαρχές του κόσμου του, ανιχνεύει κανείς τα στοιχεία της βιωματικής του ταυτότητας και αναμετριέται με την ευθραυστότητα της μνήμης του.
Με γραφή που ξανοίγεται ταυτόχρονα στην αυτοβιογραφία και τη μυθοπλασία, ξεδιπλώνει σπαρακτικά στη συνείδηση, τη μνήμη και την αφήγησή του, τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων εξήντα χρόνων, που καθόρισαν δραματικά την πορεία του τόπου.
Με το αυτοαναφορικού χαρακτήρα μυθιστόρημα Επιβάτες Φορτηγών, ο Κώστας Λυμπουρής επιστρέφει μετά από τέσσερις δεκαετίες στο κατεχόμενο χωριό του, το Δίκωμο, στο πατρικό του σπίτι και στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Με γραφή που ξανοίγεται ταυτόχρονα στην αυτοβιογραφία και τη μυθοπλασία, ξεδιπλώνει σπαρακτικά στη συνείδηση, τη μνήμη και την αφήγησή του, τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων εξήντα χρόνων, που καθόρισαν δραματικά την πορεία του τόπου. Με την απόσταση των χρόνων που μεσολάβησαν, «αδρανής μπροστά στο κατεχόμενο σπίτι του» και ακρωτηριασμένος απ’ όσα και όσους συνείχαν τον κόσμο του, τριγυρνά στους λαβύρινθους της μνήμης, παλεύει με τα φαντάσματα της Ιστορίας και τις απροσμέτρητες απώλειες που επήλθαν, βίαια και απότομα, στον κόσμο και τη συνείδησή του.
Χωρίς γλυκερά αναμασήματα αναμνήσεων, ο Λυμπουρής ανασύρει όψεις, γεγονότα και χαρακτήρες του παρελθόντος, που αποδίδονται λογοτεχνικά από δύο συγκλίνουσες και αδιάκοπα συνυπάρχουσες οπτικές γωνίες: του παιδιού, μετέπειτα στρατιώτη στον πόλεμο, και του ίδιου του αφηγητή σήμερα. Με παραστατική δεινότητα και εκφραστική αμφισημία, δημιουργεί μια ολοκληρωμένη αφηγηματική τοιχογραφία μιας κοινωνίας και μιας ασαφούς και ασταθούς εποχής. Ακουμπά σε κενά και ερωτήματα του παρελθόντος αλλά και στις πιο άβολες μνήμες και κακοφορμισμένες πληγές της σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας. Ο συγγραφέας σμιλεύει με ακρίβεια τον χαρακτήρα ηρωικών μορφών, όπως αυτής του Κυριάκου Μάτση, που περιγράφεται ως «ένας ήρωας στα μέτρα του ανθρώπου, που αντιλαμβανόταν τον πατριωτισμό πρωτίστως ως αγάπη για τον τόπο –τη γη, τους ανθρώπους– και όχι ως μίσος προς τους εχθρούς». Κατ’ αντιδιαστολή, σκιαγραφεί εις βάθος αρνητικές λογοτεχνικές περσόνες με διαχρονική εμβέλεια, όπως για παράδειγμα έναν αχόρταγο και ιδιοτελή συγχωριανό, για τον οποίο γράφει «... ζητούν λες και τους το χρωστούμε, εκείνοι που πρόσφεραν λίγα ή και καθόλου. Ένας τέτοιος είναι και ο Παύλατσος».
Στον κόσμο του Λυμπουρή ο βίαιος εκτοπισμός από τη γη και τις ρίζες ενέχει τέτοιο παραλογισμό που καθιστά τους ανθρώπους ανήμπορους να πιστέψουν ή να παρακολουθήσουν τη ραγδαία επιτάχυνση της Ιστορίας. Έτσι, ο Ελληνοκύπριος παππούς του μεικτού χωριού Καζάφανι της Κερύνειας μένει πίσω, αρνείται να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς και ν’ αφήσει πίσω σπίτια και ζωντανά: «...δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Εδώ θα μείνω, στο τόπο μου, στη γη μου, στο μποστάνι μου». Στο πρόσωπο του ήρωά του ο συγγραφέας προβάλλει επάλληλα στρώματα μιας μακραίωνης παράδοσης και βαθύτατης ταύτισης με τον τόπο, που δεν μπορεί να διαταράξει καμιά εξωγενής νομοτέλεια.
Η καθημερινότητα των ανθρώπων εμπλέκεται αξεδιάλυτα με την καυτή ύλη της Ιστορίας και της δυσοίωνης συλλογικής μοίρας. Με καθηλωτική αγωνία, ο συγγραφέας περιγράφει την επιστράτευση και τη σκληρότητα του πολέμου, παρατηρώντας στοχαστικά την πορεία των απλών ανθρώπων όταν άρχισε το κακό και μπήκαν σε κίνηση οι μηχανισμοί του μίσους και ο κύκλος του αίματος.
Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί γραφή που χαρακτηρίζεται από έντονο και πλούσιο βιωματικό φορτίο, χωρίς όμως να εμμένει σε μια συγκινησιακή θεώρηση της εποχής. Όμως, καθώς προχωρά η αφήγηση, η καθημερινότητα των ανθρώπων εμπλέκεται αξεδιάλυτα με την καυτή ύλη της Ιστορίας και της δυσοίωνης συλλογικής μοίρας. Με καθηλωτική αγωνία, ο συγγραφέας περιγράφει την επιστράτευση και τη σκληρότητα του πολέμου, παρατηρώντας στοχαστικά την πορεία των απλών ανθρώπων όταν άρχισε το κακό και μπήκαν σε κίνηση οι μηχανισμοί του μίσους και ο κύκλος του αίματος. Αμήχανοι και ανίσχυροι προσπαθούν να ισορροπήσουν δραματικά ανάμεσα σε μια υγιή φιλοπατρία και στο διχαστικό και ζοφερό περιβάλλον της εποχής. Ως παθητικοί επιβάτες φορτηγών, όπως δηλώνει με νοηματική ενάργεια ο τίτλος του βιβλίου, χωρίς όνομα και αριθμό και με άδηλο προορισμό, ρίχτηκαν στο καμίνι του πολέμου. Όσοι επέζησαν συνεχίζουν να απορούν: «Ξέρω ότι πιο πολύ μας πλήγωσε όλους η αίσθηση της προδοσίας. Και αυτά τα αναπάντητα γιατί…». Ισόβια δέσμιοι της ανυπέρβλητα τυραννικής συνθήκης του πολέμου κουβαλούν ανεπούλωτα τραύματα που ξυπνούν και θεριεύουν με το πλέον καθημερινό και ελάχιστο ερέθισμα: «Μόνο όσοι κουβαλούμε πάνω μας, στο σώμα ή στη ψυχή μας τις πληγές του πολέμου ξέρουμε τι σημαίνει...». Ή ακόμα το βάρος του αδικαίωτου: «Για αρκετά χρόνια ούτε γύρισε κανένας να μας δει. Μετά είπαν να μας δώσουν ένα επίδομα. Κάποια ψίχουλα δηλαδή».
Ωστόσο, τα τραύματα του πολέμου δεν σημαδεύουν μόνο όσους βίωσαν τα γεγονότα αλλά και τις επόμενες γενιές που, έχοντας επωμιστεί τις οδυνηρές μνήμες, τα «κληρονομούν» με πολλαπλούς τρόπους και σε μετασχηματισμένες μορφές. Η βασανιστική εμπειρία των προγόνων σημαδεύει τον ψυχισμό, τη συνοχή της ταυτότητας των απογόνων, τα κίνητρά τους για καθημερινή δράση ή αδράνεια.
Ο Λυμπουρής, με συγγραφική τόλμη και χαμηλότονη αλλά μεστή αφήγηση, δεν έγραψε ένα απλό ταξίδι επιστροφής στο κατεχόμενο χωριό του. Έγραψε ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο που συνδέει το χθες με το σήμερα του τόπου μέσω μιας εξαιρετικής μυθοπλαστικής συνθήκης, μ’ έναν πλατύ και στερεωμένο στο σήμερα κριτικό στοχασμό. Δίνοντας βαθύτατη υπόσταση στους χαρακτήρες του και φωτίζοντας τα μύχια της ψυχής και της συνείδησής τους, καταγράφει, πέρα από τις ουλές σε συλλογικό επίπεδο, τη δραματική έκβαση ιστορικών για τον τόπο γεγονότων και το αποτύπωμά τους στην κάθε ξεχωριστή ανθρώπινη ύπαρξη.
* Ο ΑΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ είναι νομικός.