
Για το μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα Άγριες θάλασσες (εκδ. Ψυχογιός).
Της Έφης Ριζά
Άραγε η Ιστορία εμπνέει τη Λογοτεχνία ή η Τέχνη του Λόγου είναι αυτή που τελικά γεννά πραγματικά την Ιστορία, μια και αρκετές φορές την ανασύρει από την αφάνεια, τη διασώζει από τη λήθη, εγκαθιστώντας τη στο κέντρο της ζωής, στη μήτρα της κοινωνικής πραγματικότητας; Αυτής της πραγματικότητας που με τη σειρά της θα μπολιάσει τα ανθρώπινα ήθη και θα δημιουργήσει καινούριες κοσμογονικές εκδηλώσεις, όσες θα αποτελέσουν την «Ιστορία» του μέλλοντος.
Γιατί τι άλλο είναι η Ιστορία παρά τα γεγονότα εκείνα που αλλάζουν τη ροή του κόσμου και επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή των ανθρώπων; Τα γεγονότα όμως αυτά θα παρέμεναν άγνωστα αν η πένα των ανθρώπων δεν τα έφερνε στην επιφάνεια. Κι όπως αποδεικνύουν οι όροι της ζωής, τελικά αυτό δεν είναι μόνο προνόμιο και έργο των επιστημόνων ιστορικών αλλά φαίνεται πια ολοκάθαρα πως είναι κλήρος ευρύτερα των ανθρώπων του πνεύματος.
Η λογοτεχνία έλκεται από τις «ιστορίες», γοητεύεται από την ίδια τη ζωή που πλέκει τον δικό της μυθιστορηματικό ιστό με περισσή δεξιοτεχνία.
Ενδεχομένως κάτι τέτοιο να είχε υπόψη της η Τέσυ Μπάιλα όταν αποφάσισε να αποδώσει μυθιστορηματικά τη ζωή και κυρίως τη δράση του Μιλτιάδη Χούμα στο τελευταίο της βιβλίο με τίτλο Άγριες θάλασσες. Μπορεί όμως και τίποτα από αυτά, γιατί η λογοτεχνική αφήγηση δεν είναι πάντα μια ενσυνείδητη επιλογή, στοχευμένη, μια δράση που υπηρετεί πειθαρχημένα και συστηματικά έναν συγκεκριμένο σκοπό. Η λογοτεχνία έλκεται από τις «ιστορίες», γοητεύεται από την ίδια τη ζωή που πλέκει τον δικό της μυθιστορηματικό ιστό με περισσή δεξιοτεχνία. Και τότε ο λογοτέχνης καλείται να αναπλάσει την πραγματική ζωή, όχι να την αντιγράψει ούτε να την καταγράψει, αλλά να την αναμορφώσει, να σχηματοποιήσει το μυθιστορηματικό του πλαίσιο, έτσι που να θυμίζει τη ζωή, αλλά να αποκτά ταυτόχρονα τη δική του οντότητα, να διεκδικεί την αυτοδυναμία του, ώστε να είναι αλλά και να μην είναι η πραγματική ζωή.
Έκανε λοιπόν την έρευνά της η συγγραφέας, αναζήτησε τους απογόνους του βασικού πρωταγωνιστή της, μίλησε με κομβικά πρόσωπα, έψαξε σε αποθήκες, παραχώθηκε σε μπαούλα, έδειξε τον απαιτούμενο σεβασμό στα τεκμήρια, αλλά έφτιαξε τη δική της υπόθεση, δημιούργησε τη δική της λογοτεχνική ιστορία. Αυτή που έλκεται από τα στιγμιότυπα της μυθιστορηματικής αφήγησης, που παράγει «σκηνές» εφάμιλλες της κινηματογραφικής απεικόνισης του κόσμου.
Χωροχρονικά το βιβλίο κινείται σε ένα γνώριμο πλαίσιο για τα ελληνικά λογοτεχνικά δεδομένα. Η περίοδος της Κατοχής, η αντίσταση στους κατακτητές, ο ηρωισμός της μικρής χώρας, της μιας «χούφτας ανθρώπων» απέναντι στον γίγαντα εισβολέα είναι από τα δημοφιλή και αγαπημένα θέματα της συγγραφής. Εκείνο που δεν είναι πρωτογενώς γνωστό είναι αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος διάσωσης των πατριωτών με τα μικρά, τα αδιόρατα πλοιάρια που πορεύονταν ριψοκίνδυνα προς την ελευθερία. Το παιχνίδι στο βιβλίο δεν παίζεται στα αστικά κέντρα, δεν ορίζεται από Οργανώσεις, δεν κινείται υπό αυστηρή ιδεολογική καθοδήγηση. Ο Μιλτιάδης συγκρούεται με τον κατακτητή γιατί πέραν όλων των υπόλοιπων νιώθει, σε προσωπικό επίπεδο, ότι θίγεται η τιμή και η αξιοπρέπειά του. Συγκρούεται και τραβάει τον μοναχικό δρόμο προς την ελευθερία, μόνο που τελικά αντιλαμβάνεται ότι έχει –και μάλιστα πολλούς– τολμηρούς και ηρωικούς συνοδοιπόρους.
Ήρωας γίνεσαι χωρίς να το καταλάβεις, για να επιβιώσεις, για να διασώσεις την ψυχή σου από τον διασυρμό και τότε η λογοτεχνία έρχεται πίσω από τις επιλογές σου και τις παρακολουθεί.
Στο κλασικό ερώτημα αν η λογοτεχνία παράγει ηθική –και μάλιστα η σύγχρονη λογοτεχνία– με αφορμή τις ηρωικές επιλογές της πρωταγωνιστικής ομάδας του βιβλίου, η απάντηση είναι μάλλον απλή: ο ηρωισμός, ως υπέρβαση των ορίων, είναι νόμος της ζωής και προκύπτει αναπόφευκτα μέσα από τις αναπόδραστες δυσμενείς συνθήκες. Ήρωας γίνεσαι χωρίς να το καταλάβεις, για να επιβιώσεις, για να διασώσεις την ψυχή σου από τον διασυρμό και τότε η λογοτεχνία έρχεται πίσω από τις επιλογές σου και τις παρακολουθεί. Από την άποψη αυτή ηθικοποιεί εκείνον τον αναγνώστη «τον έτοιμο από καιρό», σιωπηλά, αθόρυβα, χωρίς να του κουνάει επιδεικτικά το δάκτυλο, χωρίς να τον απειλεί με τιμωρία. Σημαντική η σκηνή της αγωνιώδους αναζήτησης καταφυγίου από τους μαχητές και τους συνοδοιπόρους τους στο αγώνα προς την ελευθερία, με βασικό πρόσωπο τον μυστηριώδη –για τα δεδομένα του Μιλτιάδη– «Πάρις» που αγωνίζεται σε μια ξένη χώρα ενάντια στον επεκτατισμό των αναθρεμμένων με τα πρότυπα της φασιστικής επιβολής.
Παρά τα μηνύματα ηρωισμού και την κίνηση σε ιδεατό πλαίσιο ζωής, το βιβλίο σέβεται την εποχή, τη διαμορφωμένη κοινωνική ηθική, τα αξιακά δεδομένα των προσώπων. Κομβικής σημασίας η σκηνή που ο Μιλτιάδης ζητά την «Ελένη του» από τον πατέρα της και η ψυχολογική προετοιμασία του να δεχθεί την οποιαδήποτε απόφασή του, ακόμα κι αν ερχόταν σε αντίθεση με τις πλέον μύχιες επιθυμίες του.
Η επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης και η εναλλαγή της με τα διαλογικά μέρη προσφέρει στο έργο την περιπόθητη ισορροπία ανάμεσα στην οικειότητα –που έτσι κι αλλιώς την αντανακλούν και τα γήινα πρόσωπα του έργου– και την απόσταση ασφαλείας που απαιτείται να υπάρχει, για να καταφέρει να αποδώσει πειστικά την ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα της εποχής.
* Η ΕΦΗ ΡΙΖΑ είναι αρχισυντάκτρια του περιοδικού Κλεψύδρα.
Άγριες θάλασσες
Τέσυ Μπάιλα
Ψυχογιός 2016
Σελ. 472, τιμή εκδότη €16,60