Για το βιβλίο του Αστέρη Μαυρουδή Η ατυχία (εκδ. Κέδρος)
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Όπως ο ουρουγουανός Εδουάρδο Γκαλεάνο, στο τελευταίο του βιβλίο, Κυνηγός ιστοριών, «αφηγείται ιστορίες, αναζητώντας τα χνάρια της χαμένης μνήμης, της αγάπης και του πόνου, που μπορεί να μη φαίνονται, αλλά δεν σβήνουν», έτσι και ο Αστέρης Μαυρουδής «αναζητάει πληροφορίες και υλικό...» στην ευρύτερη κοινότητα της Θεσσαλονίκης, να τις καταγράψει και να τις μεταπλάσει σε διήγημα. Η συγκομιδή είναι τυχερή και έχουμε στα χέρια μας την Ατυχία, εικοσιένα διηγήματα, το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο του συγγραφέα.
Φαίνεται πως ο «λόγος» της πολιτισμικής μνήμης και της παράδοσης σε καιρό βαρβαρότητας -οικονομική κρίση και κρίση αξιών- στη μετα-νεωτερική εποχή σήμερα, μπορεί να βοηθήσει να αντέξουμε τον εκμηδενισμό και να επιβιώσουμε. Παρόλη τη φτώχια, παλιότερα η κοινότητα περιφρουρούσε την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια με αφέλεια και απλότητα μαζί με όλα τα δεινά βέβαια – στερεότυπα και προκαταλήψεις. Όσο για τη ντοπιολαλιά στην πεζογραφία, που ευτύχησε στα διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου και της Τασίας Βενέτη, δεν είναι τυχαίο που τροφοδοτεί ένα νέο λογοτεχνικό ρεύμα τον τελευταίο καιρό – μετά το Γκιακ του Δ. Παμαμάρκου και το κυπριακό ιδίωμα που προεξάρχει στα κείμενα των νέων πεζογράφων, Αντώνη Γεωργίου, Κωνσταντίνας Σωτηρίου κ.ά.
Οκονομία, σαφήνεια και απλότητα, χαρακτηρίζουν τις περισσότερες από τις ιστορίες. Τα γεγονότα που φαίνεται να τα διηγήθηκε στον αφηγητή η μάνα του («Η γνωριμία», «Η γέννα», «Η ατυχία»), ο πατέρας του ή ένας επιζών αγωνιστής, ο Φαρσακίδης, για το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη («Η ενέδρα»), συχνά υποκρύπτουν τραγικότητα ή υπόγειο χιούμορ για την εκπυρσοκρότηση-ανατροπή του τέλους. Το ύφος λαϊκό, προφορικό και η γλώσσα κοφτή, λιτή, ζωντανή, χωρίς περιττούς λυρισμούς, με ντοπιολαλιά στη διήγηση και όχι μόνο στους διαλόγους.
Η αφήγηση είναι γραμμική και ο αφηγητής εξιστορεί ρεαλιστικά και ουδέτερα τα γεγονότα που συμβαίνουν στην ασφυκτική επαρχία τα μεταπολεμικά χρόνια της δύσκολης επιβίωσης - «φτώχια καταραμένη» σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, στο Αδάμ και όχι μόνο.
«Είχαμε σεμπριά», ως προεξαγγελτική παράθεση η αλληλεγγύη εκείνων των χρόνων σφραγίζει τα χρόνια τα παλιά και τα δύσκολα, της φτώχιας στη μικρή κοινότητα. Χαλαρά αρχίζει η αφήγηση της μητέρας, με εύθυμες παρατηρήσεις για την πρωινή παπάρα, «αφού έβγαζες τα πρώτα μυρμήγκια...» και καυστικά σχόλια για τον κτηνίατρο που εποφθαλμιά για πληρωμή του το κατσικάκι. Η μέρα με τα καπνά που θα φύτευαν στου θείου Γιάννη είχε κακό τέλος για τον πατέρα, αλλά η μαμή -άλλο εύθυμο κλείσιμο του ματιού- περιποιείται τον τραυματία. Απλά, σπαρακτικά, ο πατέρας ζητάει να χαϊδέψει το παιδί του. Τότε παρεμβαίνει ο αφηγητής, να εισπράξει τώρα, αναδρομικά, το χάδι του, «Σφίχτηκα. Πήγα κοντά του». "Αχ, παιδάκι μου", είπε και με άγγιξε στο κεφάλι».
Η αφήγηση είναι γραμμική και ο αφηγητής εξιστορεί ρεαλιστικά και ουδέτερα τα γεγονότα που συμβαίνουν στην ασφυκτική επαρχία τα μεταπολεμικά χρόνια της δύσκολης επιβίωσης - «φτώχια καταραμένη» σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, στο Αδάμ και όχι μόνο.
Ο αφηγητής αναζητώντας το χαμένο χρόνο γυρνάει στην τραυματική πρώτη μέρα στο σχολείο («Πρώτη μέρα»), γλυκόπικρα και αστεία αφηγούμενος τα του δασκάλου που ήταν φόβητρο και όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα τέτοιο ρόλο επιφύλασσε για τους δασκάλους τότε. Το διήγημα τελειώνει με τον αυτοσαρκασμό του αφηγητή καθώς θυμάται πως είχε παρερμηνεύσει από άγνοια ένα παράγγελμα της γυμναστικής.
Στο πρόσωπο της τραγικής Κωνσταντινιάς («Η Κωνσταντινιά»), σκιτσάρεται η παλιά γειτονιά. Γενναιόδωρη η γειτόνισσα, φιλεύει όλα τα παιδιά και μάλιστα με την πιο φτηνή εκδοχή απογευματινού –μια φέτα ψωμί και σκόρδο–, που όμως στα χέρια του Μανόλη φαντάζει αλλιώς. «Δάγκωνε μια μπουκιά ψωμί και μετά το σκόρδο». Η λάμψη του παιδικού φίλου που κάνει τα πράγματα ελκυστικά, μου θύμισε τον Τομ Σώγερ που έβαφε τον τοίχο της θείας του και γινόταν αντικείμενο ζήλειας από τα άλλα παιδιά. Σε διαρκείς παρεκβάσεις, λόγω συνειρμών, το παιχνίδι τσιλίκα τσομάκα, περιγράφεται καταλεπτώς, όπως έχει ξαναγίνει στην πεζογραφία από τον ποιητή Μ. Μέσκο, στη σχετική του νουβέλα, με τίτλο Παιχνίδια στον Παράδεισο.
«Η Σημαδεμένη», είναι από τα πιο μεγάλα και συγκινητικά διηγήματα της συλλογής, με έναν απόηχο από Το αμάρτημα της μητρός μου, του Βιζυηνού. Η μάνα με τα εφτά παιδιά –«εμάς μας είχε του πεταματού»–, ήθελε, έπρεπε να κάνει κορίτσι, μια Ελένη, για να ευχαριστήσει τον άντρα της. Έγινε η Ελένη και πέθανε την ίδια μέρα. Να όμως που η μάνα την αναγνώρισε –χρόνια μετά– από το σημάδι που είχε, ίδιο με το σημάδι του μωρού, στο πρόσωπο της ανιψιάς από την Αμερική. Υπαινιγμός ίσως για τις παράνομες υιοθεσίες που ανακινήθηκαν γύρω στο ‘80 [1]. Η αναγνώριση του τέλους είναι η ανατροπή του διηγήματος. Μέχρι τότε η οικογένεια αρμενίζει στη φτώχια της εκλαμβάνοντας ως φοβερή τύχη –«κι όμως ο θεός μας λυπήθηκε»– τραγική ειρωνεία – τον ερχομό της Αμερικάνας ξαδέρφης στην ζωή τους, γελώντας με την καρδιά τους για τα σπασμένα της ελληνικά.
Η πείνα και η φτώχια στο Αδάμ –βουλγάρικη κατοχή– γίνεται αιτία από ανάγκη να θυσιαστούν «πολλά καλούδια». Η αισθητική και το μεράκι θυσιάζονται στο βωμό της ανάγκης. «Για να βάλουμε τα κουκιά μέσα, από το μπαούλο βγάλαμε κάπες, φορέματα, υφαντά, τσεμπέρια κεντημένα» («Η πείνα»).
Η φιλοξενία και η αλληλοβοήθεια θεματοποιούνται και στο ολοκληρωμένο διήγημα «Η γαϊδουρίτσα και η γάτα», γεμάτο εικόνες, δράση και υπόκωφο γέλιο. Ο νεαρός αφηγητής πουλάει τις ψάθες που φτιάχνει στα κοντινά χωριά. Φιλοξενείται κάπου και την άλλη μέρα ξεκινάει για το σπίτι με το δισάκι γεμάτο σιτάρι και στο τσουβάλι μια γάτα που του είχαν δώσει να μεταφέρει. Στο δρόμο βρίσκει χιόνι, πέφτει η γαϊδουρίτσα, δέχεται βοήθεια κι όταν φτάνει σπίτι «ο μικρός αδερφός μου, ο Γιάννης, άνοιξε το τσουβάλι να δει τι έφερα».
«Τάχα δεν ήταν νοικοκυρά στο σπίτι της...». Η αρχή στο διήγημα «Η Γιανν’ς η χουβαρντάς», κατά το τοπικό χαλκιδικιώτικο ιδίωμα, θυμίζει διήγημα του Παπαδιαμάντη, όπως και στο διήγημα «Φέρειμι», τα κόλλυβα που προξενούν το θάνατο της κακιάς πεθεράς αντιστοιχούν φανερά με το παπαδιαμαντικό Χριστόψωμο.
Το πρώτο διήγημα («Η επιστροφή») είναι βιωματικό και είναι εκτός του κύκλου των ιστοριών της δύσκολης ζωής στο χωριό, μεταπολεμικά, όπως άλλωστε και τα έξι διηγήματα του τέλους. Είναι σύγχρονα διηγήματα βιωματικά ή και αυτοαναφορικά, παιγνιώδη, με έντονη διακειμενικότητα.
[1] Αίγλη Μπρούσκου, Λόγω της κρίσεως σας χαρίζω το παιδί μου, Εντόμω ΣΥΜΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 2015.
* Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ είναι συγγραφέας.