Θεμέλιοι μύθοι
Του Κώστα Κατσουλάρη
Σταθερή συνιστώσα στο πεζογραφικό έργο της Ρέας Γαλανάκη, ήδη από τον πρώτο της
μυθιστόρημα, τον «Βίο του Ισμαήλ Φερέκ Πασά», είναι η άντληση υλικού, ιστορικού και μυθοπλαστικού, από το μυθικό φορτίο της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, συχνά από την ίδια τη γενέτειρά της, την Κρήτη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, για την πραγμάτωση των βιβλίου της, απαιτείται αρχειακή έρευνα, συχνά σε πρωτότυπο υλικό, συνδυάζοντας τη μυθοπλασία με την αποκάλυψη.
Το καινούργιο της μυθιστόρημα, όπως εξηγεί η συγγραφέας αναλυτικά στο τέλος του βιβλίου, βασίστηκε σε φιλολογικές ανακαλύψεις αναφορικά με τη οικειοποίηση του μύθου του Ιούδα, σε συνδυασμό με στοιχεία του μύθου του Οιδίποδα, στην κρητική λαϊκή παράδοση. Η σύμπτυξη δύο ισχυρότατων μορφών, από την αρχαιοελληνική γραμματεία, από τη μία, και την ιουδαιοχριστιανική παράδοση, από την άλλη, σε μια ενιαία μορφή, στο πλαίσιο της δημώδους παράδοσης, αποτελεί από μόνη της σημαντικό εύρημα και ισχυρό μυθοπλαστικό «χαρτί». Η ενεργοποίησή τους στη «διακεκαυμένη ζώνη» της ορεινής Κρήτης, δίνει το υπόβαθρο σε ένα μυθιστόρημα υψηλής έντασης, στο οποίο το ιδιωτικό δράμα συναντά το συλλογικό με τον πλέον αβίαστο τρόπο.
Ένας κακός δάσκαλος, μπλεγμένος με ναρκωτικά και άνομες πολιτικές σκοπιμότητες, ρατσιστής και βίαιος, είναι ο «κακός λύκος» της ιστορίας, και δεν είναι τυχαίο ότι ως τέτοιο τον βιώνει η Μάρθα, όταν μέσα στον ύπνο της εκείνος θα αποπειραθεί να τη βιάσει. Από την άλλη, η καλή της νεράιδα, μια μορφή ιδανικής μητέρας, αποκαλύπτεται πως είναι η γριά Αγγελικώ, η σπιτονοικοκυρά τόσο της Μάρθας όσο και του κακού δασκάλου, πρόσωπο κλειδί στην εξέλιξη της ιστορίας. Τέλος, ο Πέτρος, ο καλλιεργημένος βοσκός, με τον οποίο η Μάρθα αναπτύσσει ερωτική σχέση, εκφράζει κι αυτός μια άλλη πλευρά της κρητικής "πανίδας", τον άντρα που παραμένει αγέρωχος και αξιοπρεπής, χωρίς να υιοθετεί τα καινοφανή «ανδροπρεπή» ήθη των συγχωριανών του. Τόσο ο Πέτρος, όσο και άλλα πρόσωπα, τοποθετημένα σε διαφορετικό αφηγηματικό πλαίσιο ίσως φάνταζαν κάπως σχηματικά, αλλά στο συγκεκριμένο περιβάλλον, όπου το μυθικό φορτίο και οι αρχετυπικές μορφές παίζουν βαρύνοντα ρόλο, μοιάζουν σωστά στη θέση τους.
Το εναρκτήριο όνειρο, όταν αποκαλύπτεται στη μητέρα του Ιούδα η τραγική της μοίρα, είναι από τις πιο δυνατές εισαγωγές της πρόσφατης λογοτεχνίας. Ομοίως, οι σκηνές, σε πλάγια γράμματα, στις οποίες η Μάρθα απευθύνεται στην νεκρή μάνα της, ισορροπούν θαυμάσια ανάμεσα στον ποιητικό λυρισμό και στην αφηγηματική αποτελεσματικότητα. Γενικότερα, ο «Ιούδας» είναι γραμμένος σε ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες, με λόγο πυκνό και σμιλευμένο, που αναγκάζει συχνά τον αναγνώστη να σταθεί στις φράσεις, στις παραγράφους, ακόμη και να επιστρέψει σε προηγούμενες σελίδες. Συνολικά, ένα φιλόδοξο έργο που πετυχαίνει υψηλούς στόχους, χωρίς υποχωρήσεις στα εκφραστικά του μέσα, και το οποίο διαπραγματεύεται επίκαιρα θέματα -πχ. ο ρατσισμός, ο φόβος του "άλλου"- με τη χρήση παλιών και στέρεων υλικών.
Κώστας Κατσουλάρης