Για το βιβλίο του Γιώργου Βέη Ινδικοπλεύστης (εκδ. Κέδρος).
Της Χρύσας Φάντη
Η αλληλουχία των στιγμών είναι το κομποσκοίνι του θεού των ταξιδιών. Είμαστε αντικαταστατοί, εύθραυστοι, αναλώσιμοι και αναλώσιμες. Ινδικοπλεύστης, σελ. 136.«Τριγυριστή της Ινδικής στα νειάτα του» χαρακτηρίζει τον Κοσμά τον Αλεξανδρινό ο Νίκος Καββαδίας στο «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη», ένα από τα 13 ποιήματα που συγκροτούν την περίφημη ποιητική του συλλογή Τραβέρσο. Ινδικοπλεύστης, μαρτυρίες, παρεκβάσεις τιτλοφορείται και το πιο πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Βέη, ποιητή, πεζογράφου και πολυταξιδεμένου πολίτη της Γης. Τίτλος που καταδεικνύει τις εκλεκτικές συγγένειες του συγγραφέα του τόσο με τον Έλληνα ποιητή Ν. Καββαδία όσο και με τον Αλεξανδρινό (ελληνικής καταγωγής) Κοσμά της εποχής του Ιουστινιανού∙ προσωπικότητα που πέρασε στην Ιστορία χάρη στο Χριστιανική Τοπογραφία, βιβλίο που έγραψε όντας μοναχός στο όρος Σινά, αφού πραγματοποίησε πολλές και μακρινές πλεύσεις σε χώρες νότια της Αιγύπτου, την Ερυθρά θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό, ως έμπορος.
Aποτίει φόρο τιμής στον Κωνσταντίνο Βέη, πατέρα του συγγραφέα, που υπηρετώντας ως έφεδρος ασυρματιστής σε πλήρωμα νηοπομπής κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, αλλά και ως άλλος Ινδικοπλεύστης, «είχε περπατήσει» στην Καλκούτα και στην Βομβάη.
Ινδικοπλεύστης ο τίτλος του βιβλίου και για έναν ακόμη λόγο: Γιατί αποτίει φόρο τιμής στον Κωνσταντίνο Βέη, πατέρα του συγγραφέα, που υπηρετώντας ως έφεδρος ασυρματιστής σε πλήρωμα νηοπομπής κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, αλλά και ως άλλος Ινδικοπλεύστης, «είχε περπατήσει» στην Καλκούτα και στην Βομβάη. Από αυτόν, ο μετέπειτα διπλωμάτης και ποιητής γιος άκουσε για πρώτη φορά να μιλούν για τη χώρα του Βούδα και του Μαχάτμα Γκάντι.
«… προβήσομαι ες το πρόσω του λόγου, ομοίως σμικρά και μεγάλα άστεα ανθρώπων επεξιών (Ηρόδοτος, Ιστοριών πρώτη επιγραφομένη Κλειώ, 1.5.4.). Με μότο το ως άνω απόσπασμα του Ηρόδοτου, ο Ινδικοπλεύστης χωρίζεται σε έξι κεφάλαια: «Προλεγόμενα τοπίων - Από το αρχιπέλαγος της Ινδονησίας», «Άπω μουσική», «Ιαπωνία - Άλλημια φορά», «Ινδίας λεπτομέρειες», «Αποτυπώματα καιρών», «Βιετνάμ». Τα εν λόγω συμπληρώνουν το «Βιβλιογραφία θεμάτων» και «Σημείωση».
«Προλεγόμενα τοπίων - Από το αρχιπέλαγος της Ινδονησίας». Υποκεφάλαιο: Η διάρκεια της λάμψης. Η αυλαία της αφήγησης ανοίγει με την άφιξη στο Μπαλί, ως «μια σειρά από ανατροπές, ένα καθήκον στην έκπληξη με συνεχείς υποτροπές της απόλαυσης […] ένα πολύπτυχο, εξακολουθητικά πολύτιμο, ανανεωμένων ερεθισμών […] ένα επισφαλές, πλην έτοιμο για το θαύμα, αγαπημένο σώμα» (σελ. 15) καθότι: «αναγνωρίζω την ομορφιά του τοπίου σημαίνει ότι δεν έχω χάσει χρόνο στις επιφάνειες της λάμψης του» και κατά συνέπεια μπορώ να διακρίνω «το κίτρινο χρώμα της πρόνοιας […] το πορτοκαλί της συμφιλίωσης […] τα ίδια τα πράγματα που είναι αυτοτελή ποιήματα» (σελ. 16).
Με γλώσσα πυκνή, αλλού εξομολογητική και κλασικά αφηγηματική κι αλλού αναστοχαστική ή καθαρά ποιητική και με έντονο το συνειρμικό στοιχείο, ο συγγραφέας μάς ξεναγεί στη «μπαλινέζικη ιδιοσυγκρασία» του Τζέιν Μπέλο, το «Κράτος του θεάτρου» και το «θάμπος ενός απρόσιτου άλλου» σε συμφωνία με την Αισθητική του Χέγκελ, έτσι που η γραφή του να αγγίζει σταδιακά το χαρτί «ως συμπλήρωμα των φύλλων της μπανανιάς» και «η εσωτερικότητα του αντικειμένου να καθίσταται η εσωτερικότητα του ίδιου του παρατηρητή» με τη γαλήνια ταυτότητα της ενικής παγκόσμιας ψυχής (Αριστοτελης, Περί ερμηνείας) «να επουλώνει τα χάσματα από τον πλουραλισμό των λέξεων και των γραφών» (σελ.16 -20).
Υψηλής ποιητικής και αισθητικής και τα επόμενα υποκεφάλαια «Με τον Ρεμπό στην Ιάβα» και «Τελετές ηφαιστείων»∙ μύηση του αναγνώστη στην Ιάβα των ιθαγενών, την αειθαλή συνύπαρξη των χαμηλών λόφων, τους διάσπαρτους οικισμούς, τα ηφαίστεια, το ιερό βουνό Μπρόμο και την αδιατάρακτη μέσα στον χρόνο συνεύρεση μουσουλμάνων και παγανιστών, μέχρι τα έσχατα οράματα του Ρεμπό και τον μύθο του μικρού, ασήμαντου αλλά και θεϊκού Κεσούμα∙ μύθο που θυμίζει τους αντίστοιχους του Ισαάκ και της Ιφιγένειας, με αναγωγή στη θρησκευτική σφαίρα του Σέρεν Κίρκεγκορ και τα συμπεράσματα του Γιουνγκ (σελ. 23-37).
Καταθέσεις ψυχής κόντρα στη μοναξιά του Εγώ και το ακατανόητο του Άλλου.
Καταθέσεις ψυχής κόντρα στη μοναξιά του Εγώ και το ακατανόητο του Άλλου∙ στο «Η γλώσσα του Θεού», η άσκηση «εξουσίας» από τους προσοντούχους αραβομαθείς πάνω στους μη προνομιούχους «αραβοραντισμένους» έρχεται σε κόντρα με το μυστήριο θρησκευτικό συναίσθημα των μουσουλμάνικων νεκροταφείων και ανακαλεί στίχους του Βαφόπουλου «ο θάνατος μονάχα μας ενώνει» (από τη συλλογή Επιθανάτια και Σάτυρες) αλλά και κάποιες ρήσεις του Μεγάλου Βασιλείου (σελ. 41-48).
«Στα νότια προάστεια της Τζακάρτα», η τέχνη της γηγενούς γλύπτριας Άντζι Γιούλι με τις δεκαοχτώ κούκλες της και την ερωτική βακχεία του πλέξιγκλαξ συνομιλεί με το Ζώνες διαλογισμού και τις αναφορές στον θεατρικό ήρωα- πρίγκιπα του Πάνζι σεπού, τον Νίτσε στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, τη Μαρί-Λουίζ φον Φραντς, φίλη του Καρλ Γιουνγκ, τον Γκέργκ Ζίβελ στο Φιλοσοφία του τοπίου και τους στοχασμούς του Λουίτζι Πιραντέλο για τους ήρωες των θεατρικών έργων. «Ονειρεύομαι διαδοχικά εαυτούς. Η ευδοξία των παραλλαγών» γράφει ο Βεής και αναστοχάζεται τη διάσπαση του Ενός στη θέση του κοσμικού πολλαπλού, το Gtuppo di famiglia in un interno του Λουκίνο Βισκόντι και το Κοσμοπολίτης του Νουρς Γκινμπράιν (Μια πρόγευση της Κόλασης είναι τα ταξίδια, σελ. 48-71).
Ενδιαφέρουσες φωτογραφίες με ιδιαίτερης ποιητικής εμβρίθειας λεζάντες «το σινικό τοπίο σε στέρεη εκδοχή κάλλους», «τα χέρια φορείς παραμυθίας» κ.ά. και στη συνέχεια «Άπω μουσική», «Ιαπωνία - Άλλημια φορά», «Ινδίας λεπτομέρειες»∙ κι εδώ η η αλληλουχία των σκέψεων και των συνειρμών∙ ο γενναιόδωρος λεπρός Γκάο και η αμφίσημη μορφή της Γου Ζετιάν, η Πύλη του Δράκου και ο Μεγάλος Βούδας, ο θυμός των Ευνούχων και οι πίθηκοι Χανουμών στο Νέο Δελχί, η Βομβάη, ο Γάγγης... εφόδια του «έσω ειδέναι» και αρματωσιά για την απελευθέρωση των αισθήσεων και την αναίρεση μιας φτωχής και επίπεδης πραγματικότητας (σελ. 77-134).
«Eξακολουθούμε να είμαστε, άραγε, τα ίδια ακριβώς πρόσωπα, οι ίδιοι φορείς αναλυτικής σκέψης μετά τη σύντομη παραμονή μας σ’ ένα σταθμό, σ’ ένα οποιονδήποτε σταθμό, ξεπαγιάζοντας σε μια διαμπερή αίθουσα αναμονής ή λιώνοντας από τη ζέστη, κάτω από ένα τρύπιο υπόστεγο από λαμαρίνες».
Το «Αποτυπώματα καιρών» θέμα πρόσφορο για την εκκόλαψη ενός νέου υπαρξιακού ερωτήματος: «εξακολουθούμε να είμαστε, άραγε, τα ίδια ακριβώς πρόσωπα, οι ίδιοι φορείς αναλυτικής σκέψης μετά τη σύντομη παραμονή μας σ’ ένα σταθμό, σ’ ένα οποιονδήποτε σταθμό, ξεπαγιάζοντας σε μια διαμπερή αίθουσα αναμονής ή λιώνοντας από τη ζέστη, κάτω από ένα τρύπιο υπόστεγο από λαμαρίνες»… Ή το αντίθετο; «Σ’ ένα δεύτερο κόσμο συγκινησιακών κραδασμών, περνάμε στη ζώνη ενός άλλου χρόνου, βιώνοντας μετεωρισμούς και αναδιπλασιάζοντας όγκους και σημασίες;» (σελ. 135-136).
Αφιερωμένα στους Γεράσιμο Δενδρινό και Ντίνο Σιώτη τα υποκεφάλαια «Κομμένοι στα δύο» και «Αφιξαναχωρήσεων έλεγχος»∙ στα χνάρια των Ταξιδιωτικών του Καζαντζάκη, ο οποίος χαρακτηριστικά έλεγε πως όταν έκλεινε τα μάτια για να ξαναπάρει μια χώρα, χιμούσαν και του την έφερναν κι οι πέντε του έστησες, οι πέντε γιομάτοι στόματα πλόκαμοι του κορμιού του, ο Βέης, μάρτυρας του πιο υπερβατικού του είναι, μάς μεταφέρει από την Μόσχα και τη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνιας στον σταθμό των τρένων της Χαϊδελβέργη και τους υπόγειους συρμούς της Νέας Υόρκης, του Μανχάταν και του Μπρούκλιν, τον κεντρικό σταθμό των τρένων του Χονγκ Κονγκ, το αεροδρόμιο Ναρίτα του Τόκιο. Προσωρινή στάση το μετρό του Παρισιού και η εικόνα μιας ναρκομανούς ως «αμετάπειστου αυτόματου οδύνης» (σελ. 143) αλλά και το «Σ’ αγαπώ όπιο, Ζακ Μπρελ» να ανακαλεί μνήμη Γιάννη Βαρβέρη, αφού: «καυσίγελος από τη μεριά των νεκρών» τα «πρόχειρα σημειωματάρια χαρμολύπης»(σελ. 144).
Ο συγγραφέας του Ινδικοπλεύστη, με όπλο την ποιητική και φιλοσοφική ενόραση (απόκτημα διαδοχικών εαυτών και πλείστων αφιξαναχωρήσεων) εστιάζει στις εκκρίσεις των αστέγων και την εικόνα κάποιου που επιτέλους κατάφερε να κοιμηθεί στον σταθμό της Λαρίσης «αφημένος ολοκληρωτικά στην υγρασία του πεζοδρομίου, ούτε βέβηλος ούτε προκλητικά αναιδής» (σελ. 146).
Ημερολογιακές καταθέσεις, κρίσεις για τη τέχνη και τον πολιτισμό, εξομολογήσεις, πληροφορίες και μαρτυρίες μεταξύ πραγματικού και ονειρικού, υποκειμενικότητας και μυθοπλαστικού στοχασμού, φιλοσοφικές αναζητήσεις και ιδιότυπα λεκτικά κρεσέντα.
«Γραφές εδάφους ─ σχεδόν αέρος». «Δεν έχει μητρότητα ο ίλιγγος / δεν έχει πατρότητα η νύχτα». Δίκην μότο το απόσπασμα από το αλληγορικό ποίημα του Ν. Καρούζου «Τι είπα κάποτε σ’ έναν ιπτάμενο». Το Αεροδρόμιο Ανκορατζ δείχνει έναν ουρανό «προσιτό και βατό» με την Αλάσκα «ακραία εσχατολογική εμπέδωση» (σελ. 149-150). Αεροδρόμιο Μελβούρνης, Αεροδρόμιο Λα Γκουάρντια, Νέα Υόρκη, Αεροδρόμιο Ντουμπάι, Χονγκ Κονγκ, Ντιλι, Ανατολικό Τιμόρ, Αεροδρόμιο Σινγκαπούρης, Αεροδρόμιο Ντίζελντορφ, Βιετνάμ, γιατί: «Το τέλος ενός ταξιδιού μοιάζει πάντοτε με προδοσία» (Κλείτος Κύρου, «Επιστροφή»). Το τέλος του βιβλίου (που όμως συνεχίζεται) σφραγίζει (διόλου τυχαία) το «Έρεβος και Τρόμος» του Αλέξανδρου Μπάρα.
Ημερολογιακές καταθέσεις, κρίσεις για τη τέχνη και τον πολιτισμό, εξομολογήσεις, πληροφορίες και μαρτυρίες μεταξύ πραγματικού και ονειρικού, υποκειμενικότητας και μυθοπλαστικού στοχασμού, φιλοσοφικές αναζητήσεις και ιδιότυπα λεκτικά κρεσέντα ─ στοιχεία που παρατηρούμε όχι μόνο στο Ινδικοπλεύστης, αλλά και στα προηγούμενα βιβλία του ποίησης και ταξιδιωτικής μαρτυρίας, ύφος και ήθος αμιγώς λογοτεχνικό, ένας λεκτικός ποταμός πυκνού λυρισμού και αναστοχασμού (28 βιβλία: 13 ποιητικά, 8 ταξιδιωτικά, 5 μεταφράσεις, 1 δοκιμιακό και 1 επιστολογραφικό και πλήθος βιβλιοκριτικών) κείμενα τεκμηριωμένα και εμπλουτισμένα από ένα πλήθος σχετικών παρακειμένων και μηνυμάτων. Ο Γιώργος Βέης μέσα από το σύνολο του έργου του, πιστός στο αγαπημένο του απόφθεγμα «ποίηση είναι η τέχνη του λογίου» του Στίβεν Ουάλας, οραματίζεται μια ομορφιά πέρα από την καθημερινή εξαθλίωση. Αν οι Καζαντζάκης, Βενέζης, Μυριβήλης, Κόντογλου πρώτοι για τα ελληνικά δεδομένα ανάδειξαν με την πένα τους την «ταξιδιωτική μαρτυρία» σε υψηλό λογοτεχνικό είδος, ο ίδιος, για τον ίδιο σκοπό, με αξιοσύνη και πάθος διανύει καινούργιες οδούς.
* H ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας.