Για τη συλλογή διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου Θάμπωσε ο νους (εκδ. Πατάκη).
Του Νίκου Ξένιου
Η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου παραπέμπει, ήδη από τον τίτλο της, στο «αψήλωσε ο νους» της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη. Τα διηγήματα του Θάμπωσε ο νους μοιάζουν αυτοβιογραφικά (π.χ, το «Ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης», που παραπέμπει στην παιδική διατύπωση για το πράσινο και το κόκκινο στα φανάρια της τροχαίας, ή η αυτοαναφορικότητα στο «Αντιάμο σούμπιτο») είναι κείμενα διαμπερή και «μπάζουν» όλο αυτό το διαχεόμενο υλικό παραλόγου που ο ώριμος συγγραφέας νιώθει να τον περιτριγυρίζει, και που ο αναγνώστης επίσης νιώθει να τον ζώνει από παντού.
Παρεμβάσεις του συγγραφέα και εξωκειμενικοί σχολιασμοί του κειμένου του («ας χαλάσω το διήγημα», «και τώρα ας αποχαλάσω το διήγημα») είναι συνήγοροι του διαβόλου προς περίτρανη επίρρωσιν του γεγονότος ότι το κείμενο είναι αυθύπαρκτο και σφριγηλό. Παρόμοιο τέχνασμα είναι και η δήλωση πως «τα διηγήματα δεν είναι αυθεντικά» του οπισθόφυλλου: ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά πως η αυθεντικότητα δεν είναι τεκμήριο ποιότητας απαραιτήτως, ωστόσο προβάλλει την τετριμμένη, ειθισμένη φόρτιση της λέξης «αυθεντικός»: αυτό αποδεικνύεται από την αμέσως επόμενη δήλωσή του: «Άλλωστε τα ψέματα μπορεί κατά στιγμές και κατά όψεις να περιέχουν αλήθεια».
Επανεκτίμηση της «κανονικότητας»
Η περσόνα που στο έργο του η πένα των κριτικών κατατάσσει στο «κοινωνικό περιθώριο» για μένα είναι ο μέσος, κανονικός άνθρωπος. Δεν συμμερίζομαι, δηλαδή, την άποψη πως ο συγγραφέας εστιάζει σε ανθρώπους που ο ίδιος εκλαμβάνει ως «περιθώριο»: τουναντίον! Κάθε επιμέρους πρόσωπο που έρχεται να ενταχθεί στα κείμενά του δείχνει να του είναι οικείο και συμπαθές, κατά τόπους δε θα ’λεγα πως θεσπίζει και κάποιο νέο είδος «χρυσού κανόνα» κανονικότητας. Η φύση της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας διακρίνεται για την εγγύτητά της προς τον «θολωμένο νου». Είναι κοινή διαπίστωση όλων των έμπειρων ανθρώπων, είτε είναι συγγραφείς είτε όχι, ότι το ανθρώπινο σχέδιο ζωής δεν ευοδώνεται. Η αφελής προσδοκία μιας κάποιας ευόδωσης είναι τόσο πιο θλιβερή, όσο περισσότερο το βλέμμα παρατηρεί τη γύρω πραγματικότητα. Εννοείται πως ο -κατά βάσιν αδιαμόρφωτος και ρευστός- χαρακτήρας των ανθρωπίνων δεν μπορεί παρά να επιβάλλει αποσιωπήσεις στη λογοτεχνία, και μάλιστα στην καλή λογοτεχνία αυτές οι σιωπές είναι πιο εύγλωττες από κάθε δηλωμένη καταγραφή της.
Ο -κατά βάσιν αδιαμόρφωτος και ρευστός- χαρακτήρας των ανθρωπίνων δεν μπορεί παρά να επιβάλλει αποσιωπήσεις στη λογοτεχνία, και μάλιστα στην καλή λογοτεχνία αυτές οι σιωπές είναι πιο εύγλωττες από κάθε δηλωμένη καταγραφή της.
Εδώ στη μνήμη μου επανέρχεται το διήγημα «Ντιαλίθ’ιμ, Χριστάκη» (1987) με εκείνο το σπάραγμα πραγματικότητας που περικλείει το αρβανίτικο ανάθεμα ή τον σπαραγμό που εκπέμπει το νανάρισμα. Εκεί η ηρωίδα εγκλείεται σε ίδρυμα, ενώ εδώ, στη «Φωλεά των νευρώνων», ο ήρωας κυκλοφορεί ελεύθερος. Η ζωή δίδαξε στον Σωτήρη Δημητρίου. Έρχεται πλέον να αποκαλυφθεί ως η αθέατη πλευρά των πραγμάτων, αυτή που μας καθιστά καχύποπτους απέναντι σε όποια ευταξία διαπιστώνουμε στη ζωή γύρω μας και στην ίδια μας τη ζωή. Η μνήμη του έχει εμπλουτισθεί, έχει εντάξει στο εύρος της νέα μοτίβα, και φυσικά νέους καμβάδες, αποβάλλοντας παράλληλα τις περιττές λέξεις. Στον κύριο κορμό της αφήγησης σχεδόν όλων των διηγημάτων διαπιστώνεις κάποια ψήγματα της δικής σου, «αντικειμενικής» πραγματικότητας. Κατόπιν, με ένα ολίσθημα του νου, ο συγγραφέας σε εκτινάσσει στο παράλογο, που έτσι κι αλλιώς εμφωλεύει στην πρώτη γωνία. Τέλος, κι αφού ο κραδασμός (που είναι διακριτικός) έχει περάσει, απομένει ένα ίζημα στο τέλος, που θα εκραγεί αθόρυβα και θα σε καταβαραθρώσει και πάλι.
Είτε, λοιπόν, ο ήρωας είναι περίπτωση «κανονικού» που εκτρέπεται προς τη χαώδη περιοχή της υπαρξιακής αναζήτησης, είτε είναι κατά κοινή παραδοχή σαλός, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: έρχεται η τελική έκρηξη του κειμένου και τον καθαγιάζει, προσδίδοντάς του το φωτοστέφανο που ο συγγραφέας επιθυμεί. Μοιάζει, αυτό, με τις φούστες στον χορό «μπουλερία» του φλαμένκο της Ανδαλουσίας, που εκδιπλώνουν τις αθέατες πτυχές τους τη μια μετά την άλλη, για ν’ αποκαλύψουν, στο τέλος, με σκωπτική και αυτοσαρκαστική διάθεση, το γυμνό αιδοίο της χορεύτριας. Αυτοσαρκασμός είναι η κυρίαρχη αίσθηση: γιατί η λαχτάρα των ηρώων του Δημητρίου να δραπετεύσουν από την αναπόδραστη μοίρα τους είναι που οριοθετεί την τραγικότητά τους. Οι ανευόδωτοι πόθοι τους, οι βασανιστικές τους μνήμες, ο θρήνος για τα αγαπημένα πρόσωπα που χάνουν (στα «Ζεύκια» ο θρήνος της Αλέξως είναι αντίστοιχος με το «Μοιρολόι της φώκιας» του Παπαδιαμάντη), η απώλεια της αίσθησης της χρονικότητας, η άσκοπη περιπλάνηση και η επισφαλής ισορροπία του κορμιού σε ένα ετοιμόρροπο τοιχίο κάπου σε πάροδο της Συγγρού – όλα τα επιδιωκόμενα «ζεύγματα» που οδηγούν σε προδικασμένη καταστροφή, αυτά είναι οι θεματολογικές και στιλιστικές κατακτήσεις της συλλογής. Στο διήγημα «Μνήμα μνήμης» η σειρά των ματαιώσεων, οικεία ήδη από την εποχή της υπέροχης «Αγριοκερασιάς» (Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη), μπορεί να παρασύρει τον ήρωα –και τον αναγνώστη– σε ατραπούς αυτοσυνειδησίας που συνορεύουν με την τρέλα. Για τους αμφισβητίες της δημιουργικής σπίθας του συγγραφέα δεν έχω παρά να εντοπίσω, για μιαν ακόμη φορά, το ανησυχαστικό κλίμα, αυτό που με κάνει να ανατριχιάζω και πάλι, στο έξοχο διήγημα «Συμψηφισμός», ένα διήγημα όπου η νοσηρότητα ανάγεται, κατά παράδοξο τρόπο, σε αισθητικό κανόνα.
Η ώριμη φάση του Δημητρίου
Άφθονο ανθρώπινο επικοινωνιακό υλικό μεταπλάθεται σε ποίηση μέσα από τα γνωστά μονοπάτια τεχνικής του Δημητρίου, που λίγο ως πολύ υπηρετεί έναν «ιεραποστολικό» στόχο: να εγκαθιδρυθεί στον θρόνο της ανθρωπινότητας ο αγνότερος, ο λιγότερο προσποιητός, ο λιγότερο «διαμεσολαβημένος» όλων.
Στις εκτεταμένες αναλύσεις, στις διαφορετικές προσεγγίσεις, στις μεγαλόστομες τοποθετήσεις που έχουν γίνει σχετικά με το έργο του, ο Δημητρίου απαντά με σαρδόνιο χαμόγελο. «Η λογοτεχνία είναι μέσα μου», θέλει να μας πει, «αρκεί να την καταγράψω!» Προφανώς έχει αξιοποιηθεί, σε αυτή την τελευταία συλλογή, υλικό που «περίσσεψε» από τις προηγούμενες, και όσοι γράφουν συστηματικά ξέρουν πως αυτή είναι η πραγματικότητα των ραφιών, των συρταριών και της οθόνης ενός συγγραφέα. Δεν υπάρχει λόγος, να συζητηθεί κάτι τέτοιο, τη στιγμή που το αποκαλύπτει ο ίδιος με προσφυή τρόπο στο διήγημά του «Προσφυγάκια ΙΙ», ξαναδούλεμα του υλικού που του φάνταζε παράταιρο στα «Προσφυγάκια» της προηγούμενης συλλογής του. Εν ολίγοις, το κάθε βιβλίο του συνεχίζεται απρόσκοπτα στο επόμενο. Και μάλιστα αυτό κατατίθεται με συστηματικό και πειστικό τρόπο, ως ειλικρινής διάθεσης αφαίρεσης του περιττού και ως εγγύηση ωριμότητας.
Ο συγγραφέας προϋποθέτει τον επαρκή αναγνώστη, γιατί ο ιδιότυπος λόγος του είναι, εκτός από δραστικότατος, και δύσκολα προσλήψιμος. Τη δυσκολία ανάγνωσης της συλλογής επιτείνουν ο λακωνισμός της ντοπιολαλιάς στην οποία προσφεύγει συστηματικά, η πυκνότητα των νοημάτων και η περισπούδαστη λιτότητα που έχει γίνει εδώ πιο αισθητή, εγγίζοντας τις διαστάσεις του μικροδιηγήματος. Σαν να θραύονται, κάπως, τα όρια των ειδών και κάποια στιγμιότυπα που φέρουν τη δυναμική διηγήματος να παρατίθενται αυτούσια: το «αυτούσιο» είναι σχήμα λόγου, βεβαίως, γιατί μια πιο συνειδητή ανάγνωση διακρίνει τη σχολαστική επεξεργασία. Κάποιες εμμονές υπαγορεύουν στον συγγραφέα τη συνεχή επανεπίσκεψη των κειμένων του, τον περφεξιονισμό, αλλά και την εσκεμμένη υιοθέτηση εσφαλμένων γλωσσικών τύπων. Θα ήταν περιττό να αναζητήσει κανείς τον λόγο για τον οποίο ο Σωτήρης Δημητρίου επιλέγει ένα μη δόκιμο γλωσσικό τύπο έναντι ενός δόκιμου: ποιητική αδεία αυτό το έκαναν όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς. Οι «βαριές σκιαγραφήσεις» των κειμένων που ο ίδιος δηλώνει ότι τον επισκέπτονται στις δημιουργικές συγγραφικές του φάσεις δεν φαίνονται πια, εφόσον το τελικό κείμενο παρουσιάζει επίνοια που το καθιστά δημοσιεύσιμο.
Τρυφερός, τολμηρός αλλά και πειθαρχημένος ως προς τη διαχείριση του υλικού του.
Δεν είναι καινοφανής, είναι όμως πια συνειδητή η αποπνευμάτωση, η εξάχνωση της υπαρξιακής αναζήτησης σε μεταφυσικά μονοπάτια (εύλογα μετά τα πενήντα: μιλώ ως ομοιοπαθής). Άφθονο ανθρώπινο επικοινωνιακό υλικό μεταπλάθεται σε ποίηση μέσα από τα γνωστά μονοπάτια τεχνικής του Δημητρίου, που λίγο ως πολύ υπηρετεί έναν «ιεραποστολικό» στόχο: να εγκαθιδρυθεί στον θρόνο της ανθρωπινότητας ο αγνότερος, ο λιγότερο προσποιητός, ο λιγότερο «διαμεσολαβημένος» όλων (ακολουθώ εδώ το λεξιλόγιο του συγγραφέα). Τρυφερός, τολμηρός αλλά και πειθαρχημένος ως προς τη διαχείριση του υλικού του, θα παρακάμψει τις αλληγορίες και τα σύμβολα και θα καταγράψει συνδυαστικά τη συγκίνησή του από τον ήχο των λέξεων. Πρόκειται για τον ακραιφνή ρεαλισμό ενός νέου τύπου κοσμοκαλόγερου που είναι, εντούτοις, πολύ οικείος, συμπαθής και κυρίως πολύ ανασφαλής, καθώς «μες στο μονήρες σπίτι του μεθά ξανά».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Σωτήρης Δημητρίου
Σελ. 136, τιμή εκδότη €10,50