
Για τη συλλογή διηγημάτων του Στάθη Κοψαχείλη Η δρακοντιά (εκδ. Μελάνι), την ποιητική συλλογή του Γ.Λ. Οικονόμου Ένα με τη σκόνη (εκδ. Τύρφη) και τις νουβέλες των Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη Η λιτανεία (εκδ. Στοχαστής) και Αγγελικής Μαρίνου Το 8ο αμάρτημα (εκδ. Κουκκίδα).
Του Παναγιώτη Γούτα
Στην εποχή της μετανεωτερικότητας, και σε μια χώρα που, λογοτεχνικά, δεν χώνεψε ακόμη δημιουργικά ούτε ένα μικρό μέρος του μοντερνισμού, με τους τόνους του αφηγηματικού χυλού να κατακλύζουν την αγορά του βιβλίου, αφήνοντάς μας συχνά με ένα αίσθημα αμηχανίας (στην καλύτερη των περιπτώσεων) και μια γεύση ανικανοποίητου στα χείλη για την έλλειψη συγκινησιακού υπόβαθρου, ουσίας και αυτού που αποκαλούμε «λογοτεχνικό ψαχνό» –όχι βεβαίως πως δεν θα βρούμε και εξαιρετικά βιβλία νεωτερικού τύπου, αλλά αυτά, πλέον, είναι τόσο λίγα…–, κάποια άλλα βιβλία παραδοσιακής κοπής, καλογραμμένα και εύχυμα, λάμπουν σαν μικρά διαμαντάκια πλάι σε ένα βουνό από άχρηστα οικοδομικά υλικά, που περιμένουν το φορτηγό για να τα μεταφέρει σε μάντρες και χωματερές.
Βιβλία που με όχημα, πρωτίστως, τη μνήμη παραπέμπουν σε στιγμές κορυφαίων παλιών αλλά και νεότερων πεζογράφων και ποιητών, που είτε πια δεν ζουν ή εξακολουθούν να δημιουργούν, πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τη λάμψη της υπέρμετρης προβολής. Η μνήμη, βέβαια, μπορεί από ιατρικής (νευρολογικής) άποψης να είναι μια σημαντικότατη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, καθοριστική για την ποιότητα της ζωής του, όμως για έναν λογοτέχνη είναι μια ταπεινή και απλή πνευματική διεργασία, που, από μόνη της, δεν επαρκεί για να γραφτεί ένα εξαιρετικό βιβλίο. Συνδυασμένη όμως με το «χωνεμένο» βίωμα, τη ζωντανή γλώσσα κι αυτό το αίσθημα της αποξένωσης και της αμηχανίας που βιώνουν συχνά ευαίσθητοι άνθρωποι στη σημερινή μας εποχή, γίνεται ο καταλύτης για ένα άρτιο λογοτεχνικό επίτευγμα.
Ένας ώριμος πεζογράφος
Χαμηλόφωνη, εξομολογητική λογοτεχνία που ανάγεται απευθείας στον Βιζυηνό και στον Παπαδιαμάντη αλλά και σε άλλους κορυφαίους διηγηματογράφους μας, διαβάζεται μονορούφι, συγκινεί και γοητεύει, μια συγκίνηση και μια γοητεία ισοδύναμη με το απόσταγμα της ανάγνωσης μιας αξιόλογης ποιητικής συλλογής.
Ο Στάθης Κοψαχείλης με το δεύτερο κιόλας βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Η δρακοντιά (Μελάνι, 2015) δείχνει μια αξιοπρόσεκτη ικανότητα να αφηγείται σύντομες ιστορίες, που στα μάτια του αναγνώστη αποκτούν συχνά μια ελαφρώς μεταφυσική διάσταση, στις παρυφές του μαγικού ρεαλισμού. Με όπλο τη μνήμη, τα προσωπικά του βιώματα, την παιδική ηλικία και με αφηγηματικό φόντο τον τόπο καταγωγής του (Λιτόχωρο Πιερίας), αλλά και άλλα σημεία πέριξ αυτού, καταθέτει δώδεκα ολιγοσέλιδα ζουμερά αφηγήματα, στα περισσότερα των οποίων θα συναντήσουμε, είτε ως θεματική είτε ως τίτλο, στοιχεία από την πλούσια χλωρίδα αλλά και πανίδα της περιοχής πέριξ του Ολύμπου. Πλούσια αναφορά σε φυτά, ζώα και αγροτικά έθιμα, περιπλέκονται αρμονικά με ιδιόρρυθμους ανθρώπινους χαρακτήρες και με περιστατικά της Κατοχής και του Εμφυλίου, που στοιχειώνουν τον τόπο και τους ανθρώπους του μέχρι σήμερα. Χαμηλόφωνη, εξομολογητική λογοτεχνία που ανάγεται απευθείας στον Βιζυηνό και στον Παπαδιαμάντη αλλά και σε άλλους κορυφαίους διηγηματογράφους μας, διαβάζεται μονορούφι, συγκινεί και γοητεύει – μια συγκίνηση και μια γοητεία ισοδύναμη με το απόσταγμα της ανάγνωσης μιας αξιόλογης ποιητικής συλλογής. Ωστόσο, αυτού του είδους η λογοτεχνία που κυρίως βασίζεται στη μνήμη, το παρελθόν, στη γοητεία της αφήγησης και στην ανάδειξη της μικροϊστορίας μιας συγκεκριμένης περιοχής της πατρίδας μας (είτε αναπλάθοντάς την είτε, κάποιες φορές, και επινοώντας τη) φτάνει μέχρι έναν βαθμό στόχευσης και επίδρασης σε μεγάλες αναγνωστικές μάζες, ίσως επειδή δεν αναμετράται με σύγχρονα παγκόσμια θέματα (και προβλήματα που ζητούν λύση) κι επειδή κουβαλά πάνω της (δικαίως; αδίκως; ας το κρίνουν οι πιο ειδικοί) τη στάμπα της έκκεντρης και συχνά τοπικού ενδιαφέροντος λογοτεχνίας. Ξεχωρίζουν αρκετές ιστορίες του βιβλίου («Κόρακας κοράκου…», «Τα χελωνάκια ανάποδα», «Η δρακοντιά», «Σφαχτό», «Ο τσουτσουλιάνος»), κορυφαία όλων, όμως, νομίζω πως είναι «Το αβγό», στον επίλογο της οποίας μετουσιώνεται εξαιρετικά η ψυχική κατάσταση του ήρωα, που, πέρα από την κατοχική πείνα που βιώνει, αντιμετωπίζει και μια άλλου τύπου εναγώνια αμφιβολία για το αν ένα αβγό που γέννησε η κότα του δηλητηριάστηκε ή όχι από μία οχιά – ένα μικρής έκτασης διήγημα που, μέσα στο αδιέξοδο που εύγλωττα εκφράζει και καταγράφει, προτείνει μια αναπάντεχη αλλά δραστική λύση.
Σε αναζήτηση ύφους
Η παιδική ηλικία, τα παλιά αναγνωστικά, οι γειτονιές, ο πατέρας και η μητέρα, οι παλιοί αστέρες του ποδοσφαίρου που αγωνίζονταν κάποτε «για μια φανέλα», [...] οι παλιές κασέτες, τα τρανζιστοράκια, ο κύριος Χριστιανόπουλος, όλα, δίχως γλυκερούς συναισθηματισμούς και νοσταλγικές εξιδανικεύσεις, λάμπουν στους στίχους του ποιητή, σαν αστερόσκονη σε αχανείς λειμώνες.
Το αχανές σύμπαν της παιδικής ηλικίας και τα νεανικά βιώματα είναι το κοινό σημείο αναφοράς, ο κοινός τόπος της Δρακοντιάς του Κοψαχείλη με τη συλλογή ποιημάτων του Γ.Λ. Οικονόμου που τιτλοφορείται Ένα με τη σκόνη (εκδ. Τύρφη, 2017). Η πρώτη εντύπωση που προκαλείται στον υποψιασμένο αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες ανάγνωσης των 67 μικροσκοπικών ποιημάτων του θεσσαλονικιού ποιητή, είναι πως αυτά παραπέμπουν ως προς το ύφος και την τεχνική σε δύο σπουδαίους ποιητές μας, στον εδώ και χρόνια ποιητικά παροπλισμένο λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας Ντίνο Χριστιανόπουλο, αλλά και στον εκλιπόντα Χρίστο Λάσκαρη. Αυτή η εντύπωση επιβεβαιώνεται στην πορεία της ανάγνωσης, αφού σε δύο ποιήματα γίνεται αναφορά στα δύο παραπάνω ονόματα, απόδειξη του ότι ο Γ.Λ. Οικονόμου έχει μελετήσει, έχει αφομοιώσει δημιουργικά και έχει καταφανέστατα επηρεαστεί από αυτούς τους ποιητές, έχοντας μάλιστα και το θάρρος να μη μας το κρύβει. Ωστόσο, αν, προσωρινά, ξεπεράσουμε αυτήν την παρατήρηση, κι αν παρακάμψουμε, για λίγο, επιρροές και επιδράσεις, η ποίηση του Γ.Λ. Οικονόμου, μέσα στην απλότητά της, και συγκινεί και γοητεύει. Η παιδική ηλικία, τα παλιά αναγνωστικά, οι γειτονιές, ο πατέρας και η μητέρα, οι παλιοί αστέρες του ποδοσφαίρου που αγωνίζονταν κάποτε «για μια φανέλα», οι σαλοί που περιφέρονταν σαν τα αδέσποτα στους δρόμους, τα όνειρα που δεν δικαιώθηκαν, η μοναξιά και η αμηχανία στο ταχύτατο αλλά παράλληλα αδρανές σήμερα, οι παλιές γκαζιέρες, οι παλιές κασέτες, τα τρανζιστοράκια, ο κύριος Χριστιανόπουλος, όλα, δίχως γλυκερούς συναισθηματισμούς και νοσταλγικές εξιδανικεύσεις, λάμπουν στους στίχους του ποιητή, σαν αστερόσκονη σε αχανείς λειμώνες. Ο Γ. Λ. Οικονόμου γράφει γνήσια, ολιγόστιχη, εξομολογητική, χαμηλόφωνη, ειλικρινή ποίηση. Συνεχίζει την εξομολογητική ποιητική παράδοση της πόλης της Θεσσαλονίκης, με κύριο εκπρόσωπό της τον Χριστιανόπουλο για την επιγραμματική και διαυγέστατη αποτύπωση των αισθημάτων και των σκέψεών του, αλλά και παντοτινούς συνοδοιπόρους στο δικό του ύφος τον Λάσκαρη, τον Ριτσώνη, την Μπακονίκα, τον Βασίλη Δημητράκο, τον Νίκο Βασιλάκη κ.ά., μια παράδοση που ανάγεται στον Καβάφη, αλλά και ακόμη μακρύτερα, στη Σαπφώ, στους αρχαίους επιγραμματιστές και στην Παλατινή Ανθολογία. Δείγμα γραφής του Γ. Λ. Οικονόμου, «ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΑΝΕΛΑ» (σελ. 29): Παίζω / με τα χώματα / παίζω με το νερό / παίζω με τον αέρα / με τις μπάλες, τα μολύβια, τα χαρτιά // Μεγαλώνοντας με τον καιρό / παίζω με τις λέξεις // Δεν κυνηγάω τίποτα σπουδαίο / παίζω μ’ ό,τι μπροστά / μου φέρνει η ζωή / παίζω // όπως ο Βασίλης Μποτίνος / όπως ο Μανώλης Ρασούλης / για μια φανέλα…
Παρόλα αυτά, αν κάτι πρέπει να μας προβληματίζει με την περίπτωση του Γ.Λ. Οικονόμου, είναι πως δεν αρκεί να γράφεις μόνο καλά, αποκαλύπτοντας στους αναγνώστες τις επιρροές σου και τις λογοτεχνικές σου αγάπες. Ευρισκόμενος ήδη στην έβδομη λογοτεχνική του απόπειρα και ύστερα από 37 ολόκληρα χρόνια λογοτεχνικής πορείας, θα έπρεπε να καταφέρει να αυτονομηθεί υφολογικά σε μεγαλύτερο βαθμό από τους ποιητές που θαυμάζει, δίχως αυτό να σημαίνει πως θα πρέπει, σώνει καλά, να αποκοπεί και από τις ποιητικές του ρίζες.
Ενδιαφέρουσες νουβέλες
Αν υπάρχουν κάποια στοιχεία που τις ενώνουν, ένας υποτυπώδης κοινός τόπος των δύο αφηγήσεων δηλαδή, είναι η πόλη της Άρτας, ενώ και στα δύο βιβλία το στόρι μεταφέρεται υπό μορφή σημειώσεων.
Οι ολιγοσέλιδες νουβέλες Η Λιτανεία (Στοχαστής, 2016) και Το 8ο αμάρτημα (Κουκκίδα, 2016) των Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη και Αγγελικής Μαρίνου αντίστοιχα, σίγουρα δεν διεκδικούν δάφνες αφηγηματικής πρωτοτυπίας. Είναι όμως πυκνές και καλογραμμένες, με διαφορετικό ύφος γραφής, βέβαια, και με διαφορετική θεματική η καθεμία. Αν υπάρχουν κάποια στοιχεία που τις ενώνουν, ένας υποτυπώδης κοινός τόπος των δύο αφηγήσεων δηλαδή, είναι η πόλη της Άρτας (το αφηγηματικό φόντο της νουβέλας του Ιντζέμπελη και ο τόπος καταγωγής του εικοσιτριάχρονου συγγραφέα Ιβάν Καρασαρίδη, που παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόληξη της νουβέλας της Μαρίνου), ενώ και στα δύο βιβλία το στόρι μεταφέρεται υπό μορφή σημειώσεων (ένα παλιό ντοσιέ σημειώσεων του παπά Βαγγέλη, του εφημέριου της Αγίας Θεοδώρας, που πέφτει στα χέρια του δημοσιογράφου Δημήτρη πολλά χρόνια μετά, στο βιβλίο του Ιντζέμπελη, και η νουβέλα που γράφει ο ήρωας της Μαρίνου και φτάνει, στο τέλος, στα χέρια της αδελφής του).
Στη Λιτανεία έχουμε μία ιστορία εγκιβωτισμένη σε μια άλλη, δύο ιστορίες που, περιπλεκόμενες, ξετυλίγονται σε διαφορετικές εποχές, στον ίδιο τόπο. Ο Δημήτρης, ένας μάχιμος δημοσιογράφος από την Αθήνα, κάνει ολιγοήμερο ταξίδι στην Άρτα για ένα ρεπορτάζ, ερχόμενος αντιμέτωπος με τα συγκρουόμενα συμφέροντα της τοπικής κοινωνίας, αλλά και με έναν μοιραίο έρωτα που θα γνωρίσει στο πρόσωπο της Ανθής. Η εγκιβωτισμένη ιστορία του παρελθόντος αναφέρεται στην Άρτα, στις αρχές του 20ού αιώνα, τότε που η τουρκική κατοχή έριχνε βαριά τη σκιά της και το άστρο του Ελευθέριου Βενιζέλου είχε αρχίσει να μεσουρανεί. Οι δύο ιστορίες του Ιντζέμπελη συγκλίνουν στο τέλος φυσικά και αβίαστα, ολοκληρώνοντας το πόνημά του, που βρίθει από πληροφοριακό και ιστορικό υλικό για την περιοχή της Άρτας. Ωστόσο οι χαρακτήρες του δεν είναι δουλεμένοι όσο θα έπρεπε, φαντάζουν κάπως επίπεδοι, κάτι που φαίνεται τόσο στους διαλόγους μεταξύ τους όσο και στον τρόπο που αυτοί δρουν κι αποφασίζουν.
Αποτυπώνεται ωραία η ματαιοδοξία ανθρώπων του χώρου που θέλουν εν μία νυκτί να διαπρέψουν ως συγγραφείς ολκής [...] πατρονάροντας κάποιους νεότερους στον χώρο, πλασάροντας εαυτούς ως γκουρού.
Από την άλλη, η νουβέλα της Μαρίνου έχει ενδιαφέρουσες στιγμές, κυρίως όσον αφορά την καταγραφή του λογοτεχνικού σιναφιού της Αθήνας, πέριξ των Εξαρχείων, μιλώντας για νέους ανθρώπους που πασχίζουν για εναλλακτικού τύπου τέχνη. Με χωνεμένα βιώματα αναφορικά με την επικοινωνία των λογοτεχνών (;) στην εποχή του facebook, αποτυπώνεται ωραία η ματαιοδοξία ανθρώπων του χώρου που θέλουν εν μία νυκτί να διαπρέψουν ως συγγραφείς ολκής μέσα από γνωριμίες, ξενύχτια, αλκοόλ, δεχόμενοι θετικές κριτικές ή πατρονάροντας κάποιους νεότερους στον χώρο, πλασάροντας εαυτούς ως γκουρού. Η δεύτερη φωνή της αδελφής του ήρωα λειτουργεί έξυπνα και αντιστικτικά στο βιβλίο, ως ενδιαφέρον αφηγηματικό εύρημα. Οι έξυπνες ιδέες της συγγραφέως και η ζωντανή της αφήγηση, όμως, κάπως αδικούνται προς το τέλος, όπου δεν δημιουργείται το απαραίτητο δραματικό υπόβαθρο στο στόρι για να δικαιολογηθεί η ακραία και απροσδόκητη απόφαση του ήρωα-αφηγητή (δεν την αποκαλύπτω), που σε όλη τη νουβέλα κουβαλούσε σαν στάμπα στα κύτταρά του το γονίδιο της αποτυχίας.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Σελ. 112, τιμή εκδότη €13,00
Ένα με τη σκόνη
Γ. Λ. Οικονόμου
Τύρφη 2017
Σελ. 80, τιμή εκδότη €12,00
Σελ. 108, τιμή εκδότη €10,60
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ ΙΝΤΖΕΜΠΕΛΗ
Σελ. 92, τιμή εκδότη €7,42