Σκέψεις για την πεζογραφία του Μάριου Μιχαηλίδη με αφορμή το πρόσφατο μυθιστόρημά του Η απειλή (εκδ. Γαβριηλίδης).
Του Κώστα Λογαρά
Χωρίς περιστροφές μπαίνω κατευθείαν στην ουσία του θέματος: Ο Μάριος Μιχαηλίδης συλλαμβάνει μια καθολική ιδέα και πάνω της χτίζει έναν φανταστικό κόσμο. Δεν νοιάζεται για την αληθοφάνεια ή μη των γεγονότων της αφήγησης. Αρκεί ο συμβατικός, συχνά σουρεαλιστικός αυτός κόσμος των μυθιστορημάτων του να υπηρετεί την ιδέα του. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα Η απειλή αυτή η ιδέα αφορά τη σημερινή αλλοτρίωση και την διάβρωση της κοινωνίας.
Και στα τρία από τα πέντε έργα της πεζογραφίας του, τον Οστεοφύλακα, τον Ανακριτή και το τελευταίο του Η απειλή ακολουθεί την ίδια τεχνική. Κάτω από τον μονολεκτικό τίτλο –ακόμα κι αν αυτός παραπέμπει σε συγκεκριμένο πρόσωπο όπως λόγου χάρη τον τάδε οστεοφύλακα ή τον δείνα ανακριτή– υπολανθάνει μια γενικότερη ιδέα, μια κατάσταση που πάνω της θα βασιστεί η ιστορία του. Το ομολογεί, μάλιστα, ο αφηγητής στο τελευταίο μυθιστόρημα: «Τα όσα συνέβηκαν τον τελευταίο καιρό έμοιαζαν να μην είναι τού κόσμου τούτου», θα πει στη σελ. 72, της Απειλής. Ωστόσο, ενώ ο αναγνώστης αποφαίνεται τελικά, «ναι, δεν μπορεί να έγιναν ποτέ αυτά που λέει ο συγγραφέας», κατά έναν παράδοξο τρόπο, τα υλικά με τα οποία χτίζει σελίδα-σελίδα, ενότητα την ενότητα την ιστορία του ο Μιχαηλίδης είναι πολύ γνωστά στον αναγνώστη. Από την τρέχουσα πραγματικότητα, από την ειδησεογραφία της εποχής, από πρόσωπα αναγνωρίσιμα (που ενίοτε κατονομάζονται), από τόπους γνωστούς, από την πολιτική επικαιρότητα ή από το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν. Παραδείγματος χάρη, οι Καλαβρυτινοί μαστόροι και το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων εμπλέκονται στην φανταστική ιστορία της Απειλής. Προσοχή όμως, δεν αναπαριστά τα ήδη γνωστά, δεν περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά συνθέτει με τα υλικά αυτά μιαν άλλη ιστορία. Αυτόνομη, ανεξάρτητη, εντελώς διαφορετική και με άλλη θεματική. Την οποία και αφηγείται.
Είναι σαν να βλέπεις αμοντάριστα πλάνα κινηματογραφικής ταινίας. Έχεις συνείδηση ότι γυρίστηκαν, αλλά αδυνατείς να τα κατατάξεις, να τα βάλεις στη σειρά: να κατανοήσεις το πώς;
Αυτό μας εισάγει στην ατμόσφαιρα του συμβατικού του κόσμου ο οποίος υπηρετεί τη δική του ιδέα – αποκλειστικά και μόνον αυτήν. Το αποτέλεσμα είναι να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη μια διαφορετική πραγματικότητα. Είναι σαν να βλέπεις αμοντάριστα πλάνα κινηματογραφικής ταινίας. Έχεις συνείδηση ότι γυρίστηκαν, αλλά αδυνατείς να τα κατατάξεις, να τα βάλεις στη σειρά: να κατανοήσεις το πώς; Πώς συντελείται η σουρεαλιστική αυτή ιστόρηση των γεγονότων;
Όπως σημείωσα στα προηγούμενα, η βασική ιδέα την οποία υπηρετεί η αφήγηση του Μιχαηλίδη στο τελευταίο του μυθιστόρημα είναι η σημερινή αλλοτρίωση, η διαβρωτική πορεία του κακού. Η συνεχής φθορά δίνεται αλληγορικά μέσα από το αποσαθρωτικό σκάψιμο που πραγματοποιεί ένας εκσκαφέας. Στο κοιμητήριο μιας πόλης. Όπου στοιβάζονται τα κόκκαλα των προγόνων και οι μνήμες της πόλης. Όλα τα ροκανίζει, τα καταστρέφει ο εκσκαφέας: τον τόπο, τις ιδεολογίες των ανθρώπων, αξιακά συστήματα, τις εδραιωμένες ως τώρα πεποιθήσεις τους. Ώσπου συντελείται η αποδιοργάνωση της πόλης. Μια δίνη, μια χοάνη, που μέσα της αλέθονται τα πάντα. Και λες ναι, αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Το ίδιο γίνεται και τώρα. Είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει γύρω μας.
Κι ύστερα ο συγγραφέας σε μεταφέρει στο Χρηματιστήριο. Το γνωστό χρηματιστήριο; Αυτό. Και καταλήγει με μια φράση σαν κατακλείδα παρμένη από τον λαϊκό λόγο: «Μπήκαν οι μπουντόζες με τις τεράστιες δαγκάνες και την καταξέσκισαν την χαμοζωή. Κι ούτε σκόνη δε σηκώθηκε…» (σελ. 89, από την Απειλή). Το απόσπασμα που ακολουθεί φωτίζει καλύτερα τις προθέσεις μου:
«Η περιέργεια και μόνον αυτή κινούσε το ενδιαφέρον των κατοίκων της πόλης, για τις εξελίξεις. Και ένα είδος ανεκδήλωτου, αλλά αισθητού, στις φυσικές του διακυμάνσεις, ηδονισμού. Γιατί το ’νιωθε κανείς, στο κατά πώς ριγούσαν τα σώματα και κυρίως το παρατηρούσε στην απορρύθμιση της αναπνοής και τις συσπάσεις του προσώπου, όπου μάτια και χείλια κατέγραφαν επαναλαμβανόμενους εσωτερικούς κραδασμούς. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις έμοιαζαν με ατέλειωτες ασκήσεις, με τις οποίες τα άτομα ικανοποιούσαν τη στερημένη τους περιέργεια και τη φιληδονία. Η απόπειρα της αντιπολίτευσης να πείσει τους προσκείμενους να κηρύξουν λευκή απεργία, προς στιγμή γέννησε αισθήματα αισιοδοξίας. Κι εκεί που ετοιμάζονταν να υψωθούν οι γροθιές της αντίστασης και της νίκης, κατέφθασαν πολυπληθή συνεργεία με τερατώδεις μηχανές, προφανώς από ελεγχόμενους από τον Νομάρχη δήμους, οπότε οι ηρωισμοί, εγκαταλείφθηκαν.
Ο Μάριος Μιχαηλίδης
|
Το έργο της κατεδάφισης του όμορου τοίχου πραγματοποιήθηκε ταχύτατα. Οι τεράστιες δαγκάνες χτύπησαν αλύπητα τις ωραία αρμοσμένες πέτρες, κι ούτε το μόχθο των πελεκάνων λογάριασαν ούτε και τη μαστορική που άδικα ξοδεύτηκε. Κάποιοι επιτήδειοι στην ερμηνεία των ήχων, στάθηκαν παραδίπλα και κατέγραφαν με κώδικες μυστικούς τους κρότους από την πρόσκρουση του μηχανικού τέρατος με τον τοίχο και από το θρυμματισμό και την κατακρήμνιση των λαξευμένων λίθων. Μετά τους συνταίριασαν με εκείνους της πρώτης καταγραφής, όπου κυρίαρχα ήταν τα λαλήματα και οι στεναγμοί των Καλαβρυτινών μαστόρων με τα μοιρολόγια και τα υπέροχα σφυριά τους. Έπειτα από ένα χάσμα που ο χρόνος άνοιξε και δεν έλεγε να κλείσει, κατάφεραν να μεταφέρουν συγκλονισμούς ψυχής σε μουσικά κλειδιά. Και ήταν όλη αυτή η περιπέτεια μία και μοναδική. Πρώτα, ένα αντάτζιο, μαγεία και όνειρο… Μετά ένα κρεσέντο, γεμάτο βρυχηθμούς της κολάσεως. Το πρώτο μέρος, κοντά στην απαλοσύνη των βιολιών, κατέγραφε ήχους εναρμόνιους και σήμαντρα μοναστηριών, ενώ από το φλάουτο μια ελάσσων κλίμακα αναδυόταν γεμάτη γλυκασμούς, σαν ευωδία θυμιάματος.
Αντίθετα, το δεύτερο μέρος ήταν μια ηχητική αποτύπωση άγριας καταιγίδας. Τα αστραπόβροντα από τα κρουστά και το μπάσο έσκιζαν τη γη, ενώ οι κεραυνοί από το τσέμπαλο και τις υψηλές οκτάβες των βιολιών, ράγιζαν ταφόπλακες και άνοιγαν μνήματα με σορούς ανθρώπων, την ώρα που η φύση ιερουργούσε. Και μια αποφορά ξερνούσε βλέννες και υγρά υποκίτρινα υπό τους ήχους έμπυων αποστημάτων…»
Τι συμβαίνει λοιπόν στη γραφή του Μιχαηλίδη; Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γλώσσα και τα υλικά της, και μέσα από την αφήγηση μιας αλλόκοτης ιστορίας αναδεικνύει την ιδέα του. Και αφού φτιάχνει το περιβάλλον, μια ατμόσφαιρα ζόφου που σου προκαλεί αισθήματα φόβου και απειλής, χτίζει την ιστορία του και σε μπάζει σιγά-σιγά στον πυρήνα της. Από τις ρωγμές που ανοίγει, ένας αέρας απειλητικός σου φέρνει ρίγος. Και τότε καταλαβαίνεις τον εγκλωβισμό σου σε μια πραγματικότητα. Αυτή είναι η πάγια τεχνική του Μιχαηλίδη. Έτσι δούλεψε και στο πρώτο του μυθιστόρημα Ο Οστεοφύλαξ, καθώς και στη νουβέλα του Ο ανακριτής. Το ίδιο κάνει και στα τελευταία δύο ομόκεντρα αφηγήματα, που στεγάζονται κάτω από τον κοινό τίτλο Η Απειλή.
Όχι όμως και στα δύο ιστορικά του μυθιστορήματα, Τα κρόταλα του χρόνου και Ανατολικά της Αττάλειας – Βόρεια της Λευκωσίας.Και θα εξηγήσω γιατί δε χρησιμοποιεί τη συνηθισμένη τεχνική που προανέφερα σ’ αυτά τα δυο μυθιστορήματα. Γιατί σ’ αυτά δεν υπηρετείται κάποια καθολική ιδέα τού συγγραφέα, αλλά καταγράφονται τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Αυτά μπαίνουν σε πρώτο πλάνο και πρωταγωνιστούν: με γραμμική αφήγηση και συγκεκριμένη εξέλιξη.
Στο μεν πρώτο στήνεται το σκηνικό της Αθήνας την εποχή του Μακρυγιάννη και της σύγκρουσης του στρατηγού με το Παλάτι, ενώ στο άλλο, οικογενειακά γεγονότα: ένας Μικρασιατικός ξεριζωμός που δένει με τις συμφορές της Κύπρου. Τα πρόσωπα της ιστορίας εδώ είναι υπαρκτά. Η Μαρία είναι η γιαγιά του συγγραφέα, η Αγγελική η μητέρα του και ο μικρός τότε Μάριος, ο κατοπινός συγγραφέας. Μέχρι ενός σημείου προτιμά τον τριτοπρόσωπο αφηγητή. Ενώ υπάρχει μια παράλληλη αφηγηματική φωνή (με πλάγια γράμματα). Είναι η ζωντανή, στη μνήμη του συγγραφέα, φωνή της μάνας με τις ιστορίες που του έλεγε όταν ήταν μικρός.
Έχουμε διαβάσει πολλά αφηγήματα και ιστορίες προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι διασκορπίστηκαν, μέσω του Πειραιά, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας έπειτα από το ’22. Αλλά για κείνους που πήγανε στην Κύπρο, όχι. (Εκτός κι αν μου διαφεύγει κάτι). Το μυθιστόρημα Ανατολικά της Αττάλειας δίνει τη λοξή πορεία ενός πλοίου και μιας οικογένειας που αντί για Πειραιά, τραβάει προς την Κύπρο. Γλώσσα, κι εδώ, προσαρμοσμένη στα πρόσωπα, στις απαιτήσεις του ύφους, δουλεμένη και ενδιαφέρουσα.
Επιστρέφοντας στα άλλα τρία βιβλία θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα: πώς καταφέρνει να κατασκευάσει αυτήν την παράδοξη ατμόσφαιρα ο Μάριος Μιχαηλίδης;
α) Έχει ένα τρόπο να συγκροτεί τις θεματικές του ενότητες, τις μεγάλες δηλαδή σκηνές ή εικόνες του: Στην αρχή δίνει το θέμα της ενότητας με σαφήνεια και άρα ο αναγνώστης ξέρει σε ποιο πράγμα αναφέρεται ο συγγραφέας. Ό,τι καταγράφει στη συνέχεια, όσο αλληγορική κι αν είναι η αφήγηση, ο αναγνώστης γνωρίζει ότι αφορά το αρχικό θέμα τής συγκεκριμένης ενότητας (είναι ένα είδος νοηματοδείκτη που σε κρατάει συνεχώς σε επαφή με τον αρχικό στόχο). Ο αναγνώστης, έτσι, συνδέει την αλληγορία και τον υπαινιγμό με το ευρύτερο νόημα της ιστορίας. Είναι ένα παιχνίδι που παίζει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη, εκ του ασφαλούς. Όπως περίπου γίνεται στις ταινίες μυστηρίου (είτε με τα μουσικά μοτίβα, είτε με τις φωτοσκιάσεις ο σκηνοθέτης προοικονομεί τη συνέχεια). Τέλος, η θεματική ενότητα κλείνει συγκεφαλαιωτικά, ολοκληρώνοντας έτσι το νοηματικό παζλ.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα λεπτό χιούμορ για να υποσκάψει την αφήγηση και να την ανατρέψει απροσδόκητα.
β) Το κείμενο ζωντανεύει εμπλουτισμένο με ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, ανάδρομες αφηγήσεις, αλλαγές ύφους ή αλλαγές στη ροή τού λόγου. Πολλές φορές υποψιάζεσαι ότι παρά την περιπλεγμένη κατάσταση, παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα, η ιστορία του θα καταλήξει σε φάρσα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα λεπτό χιούμορ για να υποσκάψει την αφήγηση και να την ανατρέψει απροσδόκητα.
γ) Το πλεονέκτημα του Μιχαηλίδη είναι στη χρήση της γλώσσας. Ξέρει καλά ελληνικά και επιδίδεται σε ένα δημιουργικό παιχνίδι με τις λέξεις. Καταγράφει τις διακυμάνσεις σαν σκαλοπάτια που σε οδηγούν προς ένα κρεσέντο, με γλώσσα που περιγράφει τον σίφουνα, τον ορυμαγδό: όχι με τάξη και συγκροτημένα αλλά με έναν εσωτερικό άνεμο-ανακάτεμα, όπου λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα. Οι εικόνες. Οι παράλληλες σκηνές. Έτσι αποδίδει όχι μόνο τα εξωτερικά δρώμενα αλλά και τα εσωτερικά τοπία με έναν λοξό, ιδιότυπο, σχολιασμό.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές:
«Η τοιχοδομή προόδευε. Οι Καλαβρυτινοί μαστόροι δούλευαν την πέτρα με τέχνη και οι παραγιοί με σεβασμό υπάκουαν στις εντολές τους. Εκείνο, όμως, που στην αρχή προκάλεσε αμηχανία στους κατοίκους και πολύ γρήγορα ανησυχία, ήταν το σιγανό μοιρολόι. Από μιαν ανερμήνευτη διάθεση, οι Καλαβρυτινοί, καθώς δούλευαν, μοιρολογούσαν. Από το στόμα τους έβγαινε σαν ελαφρό κύμα, ένας αλλόκοτος ψίθυρος, που έμοιαζε ήχος ανεπαίσθητος, κάτι σαν βαθύς αναστεναγμός, πλασμένος με φωνήματα από ήρεμο άλγος. Κι ύστερα, σαν επωδός, ακολουθούσε ένα αβάσταγο «Ωχ μάνα…» Ιδίως όταν ο ήλιος έγερνε πίσω από το βουνό και μες στο μούχρωμα έβγαινε το φεγγάρι, η ατμόσφαιρα στη μικρή πόλη έπαιρνε το ύφος καταχνιάς. Μέσα στην ησυχία, καθώς αραίωναν οι ήχοι από τα σφυριά, αυτό το ωχ μάνα, το έπαιρνε η δροσιά του δειλινού, το’φερνε στα ακρόθυρα και το άφηνε να τρυπώσει στα σπίτια μέσα από χαραγματιές και γρίλιες».
» (…) Πολλές γυναίκες μαυροφόρεσαν ξανά. Ανασκάλεψαν παλαιικές κασέλες, βρήκαν κάτι παλιά θυμιατά και τα σπίτια πνίγηκαν στο λιβάνι. Ακόμη, τοποθέτησαν σε περίοπτη θέση ξεθωριασμένες φωτογραφίες νεκρών συγγενών, κι άλλες πιο πρόσφατες, αγοριών και κοριτσιών μα και μικρών παιδιών με πρόσωπα χαρωπά κι ανυποψίαστα για το τραγικό συμβάν του θανάτου. Μάλιστα, μπροστά στην καθεμιά άναψαν κεριά, πολλά κεριά, ενώ μερικοί άρχισαν να οργανώνουν τελετές και μνημόσυνα, ακόμη και για άτομα που έζησαν λιγότερα χρόνια απ’ όσα προσμετρούσαν, ήδη, ως κάτοικοι του κάτω κόσμου».
Ώρα μεσάνυχτα και το σκαπτικό μηχάνημα τίποτα δεν υπολόγισε, καθώς, μουγκρίζοντας, έκανε μια μπρος μια πίσω κι έσπρωχνε και γκρέμιζε με τις δαγκάνες του τον πέτρινο τοίχο. Δεν ήταν για να μείνει πολλή ώρα. Η αστυνομία θα έφτανε από λεπτό σε λεπτό. Οι Καλαβρυτινοί πετάχτηκαν τρομαγμένοι από τα πρόχειρα καταλύματα που οι ίδιοι έστησαν και βγήκαν έξω στο δρόμο.
» (…) Γενικά, η κατάσταση επέβαλε στην πόλη έναν άλλο βηματισμό. Όμως, οι πελεκάνοι, αδιαφορώντας για όσα συνέβαιναν, εξακολουθούσαν με πειθαρχημένες σφυριές να δίνουν σχήμα στις πέτρες και να συνταιριάζουν τους αρμούς. Και όλα αυτά την ώρα που το θλιβερό τους τραγούδι ακουγόταν όλο και πιο περίεργα σαν να αργοκυλούσε στην κοίτη της αχρονίας. Εκεί, όπου εξουσία έχει μόνον ο Άδης».
»Ώρα μεσάνυχτα και το σκαπτικό μηχάνημα τίποτα δεν υπολόγισε, καθώς, μουγκρίζοντας, έκανε μια μπρος μια πίσω κι έσπρωχνε και γκρέμιζε με τις δαγκάνες του τον πέτρινο τοίχο. Δεν ήταν για να μείνει πολλή ώρα. Η αστυνομία θα έφτανε από λεπτό σε λεπτό. Οι Καλαβρυτινοί πετάχτηκαν τρομαγμένοι από τα πρόχειρα καταλύματα που οι ίδιοι έστησαν και βγήκαν έξω στο δρόμο. Συγκλονισμένοι, στέκονταν άφωνοι μπροστά στη θέα της καταστροφής. Οι ύβρεις για το Νομάρχη και τον σεπτό Ιεράρχη, τίποτα δεν ήταν μπροστά στην ολοφάνερη απειλή, “Φύγετε αλλιώς θα σας κάψουμε ζωντανούς”. Ναι. Στρέφονταν με μίσος εναντίον των Καλαβρυτινών. Αυτούς θεωρούσαν υπεύθυνους για την καταχνιά της πόλης.
»Η ώρα περνούσε και παντού απλωνόταν μια περίεργη σιγή. Πού και πού ακουγόταν το φτεράκιασμα και το σφύριγμα που κάνει το νυχτοπούλι κι αυτό έκανε τους αστυνομικούς να κοιτιούνται απορημένοι. Ναι. Δεν ήταν μόνοι. Η νύχτα με τα κατοικίδιά της ζούσε στο δικό της ρυθμό, αδιάφορη για όσα πίκραιναν και ταλάνιζαν τους ανθρώπους. Μα εκείνο το ανεπαίσθητο που άρχισε δειλά ν’ ακούγεται σαν ισοκράτημα βυζαντινού μέλους, ολοένα και δυνάμωνε. Κι όσο περνούσε η ώρα, έμοιαζε να συνταιριάζει με το βαρύ που κατακάθισε στις καρδιές των ανθρώπων κι έκανε να ξετυλίγονται σύμφωνα και φωνήεντα το ίδιο βαριά κι όλα μαζί να κυλούν στην κοίτη μιας θρηνωδίας. Μαύρο πουλί της ξενιτειάς που μίσεψες κι εχάθης/ Στον κάτω κόσμο σαν θα πας, θα ’ρθω να σ’ ανταμώσω/ Ωχ μάνα…
»Οι Καλαβρυτινοί χτιστάδες και πετροπελεκητές έκαναν την πίκρα τους τραγούδι και την άφηναν να απλωθεί σαν ένα λινό κυματιστό πάνω από την πόλη. Περίεργοι κι αυτοί. Τόσα χρόνια κι ακόμη κουβαλούσαν βαθιά στη ψυχή τους τον απόηχο του πένθους που χτύπησε την πόλη τους τον Δεκέμβρη του 1943. Τότε.. (…)».
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ είναι συγγραφέας.
Η απειλη
Μάριος Μιχαηλίδης
Εκδ. Γαβριηλίδης 2016
Σελ. 208, τιμή εκδότη €12,70