
Σκέψεις για τα βιβλία και την κοσμοθεωρία του Βασίλη Αλεξάκη.
Του Γ.Ν. Περαντωνάκη
Οι περισσότερες σελίδες του Βασίλη Αλεξάκη είναι αυτοβιογραφικές, αν και το πραγματικό από το οποίο ξεκινά, όπως ομολογεί ο ίδιος στο Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (2005), είναι απλώς αυτό που θα του κινήσει την περιέργεια ώστε να προχωρήσει στο επινοημένο· κι αυτή η αυτοβιογραφική εκκίνηση, παρόλο που κανονικά θα απωθούσε, δεν ενοχλεί, καθώς είναι όλα τόσο φυσικά αποδοσμένα, τόσο αυτονόητα δηλωμένα, που ο αναγνώστης παρακάμπτει το τι είναι αληθινό, για να βρεθεί στον βαθύτερο πυρήνα των σκέψεων και των λέξεων του συγγραφέα. Είναι σαν το παντεσπάνι που σε όλες τις τούρτες είναι ίδιο, αλλά από πάνω διαμορφώνεται ένα, διαφορετικό κάθε φορά, θελκτικό στο μάτι και στον οισοφάγο τοπίο.
Η γραφή του λογοτέχνη αρδεύεται από τη μνήμη, καλλιεργείται από τις διαπροσωπικές του σχέσεις αλλά εν τέλει φυτρώνει στον φιλοσοφικό και πολιτικό του λόγο, στις αναζητήσεις του και στις περιπέτειες των δύο γλωσσών που τον γαλούχησαν.
Από το Τάλγκο (1982/1983) [1] έως τον Μικρό Έλληνα (2012/2013), για να μείνω στην πιο γόνιμη λογοτεχνική παραγωγή του (το πρώτο του έργο Το σάντουιτς κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1974), η ζωή του Βασίλη Αλεξάκη θα μπορούσε να αποδελτιωθεί σε μικρά σκηνικά προσωπικών αναμνήσεων και οικογενειακών απωλειών. Η γραφή του λογοτέχνη αρδεύεται από τη μνήμη, καλλιεργείται από τις διαπροσωπικές του σχέσεις αλλά εν τέλει φυτρώνει στον φιλοσοφικό και πολιτικό του λόγο, στις αναζητήσεις του και στις περιπέτειες των δύο γλωσσών που τον γαλούχησαν. Η γραφή του παίζει πινγκ-πονγκ ανάμεσα σ’ αυτά που έζησε και σ’ αυτά που κατέθεσε στο χαρτί.
Σε όλα αυτά φαίνεται ένα από τα βασικά μοτίβα που κινητοποιούν το μολύβι του συγγραφέα, κι αυτό είναι η απώλεια. Από τον χωρισμό με τον αγαπημένο Γρηγόρη που ωθεί την αφηγήτρια Ελένη να γράψει (Τάλγκο, 1982/1983) έως τη μητέρα που νοσταλγείται στο Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (2005) και τον αδελφό του συγγραφέα που πέθανε –αυτός ο θάνατος στοίχισε στον Βασίλη Αλεξάκη, ο οποίος στο μυθιστόρημα Η πρώτη λέξη (2010/2011) τον μετέφερε στη γυναίκα πρωταγωνίστρια, που επαναφέρει στη μνήμη της την τελευταία της συνάντηση με τον αδελφό της Μιλτιάδη– μέχρι τον θάνατο του εκδότη του στο Κλαρινέτο (2015/2016). Τυπικά αλλά και ουσιαστικά η μνήμη κινητοποιείται από το κενό της απουσίας, απουσίας την οποία σπεύδει να καλύψει ο αφηγητής / η αφηγήτρια με αναδρομές στο κοινό παρελθόν και στις βιωμένες εμπειρίες.
Πίσω όμως από κάθε τέτοια απώλεια εμφιλοχωρεί η αναπόληση της χαμένης πατρίδας· όταν ο Αλεξάκης είναι, σωματικά ή πνευματικά, στη Γαλλία ανακαλεί (ανάκληση και ανακάλημα) την Ελλάδα και τα χρόνια που έζησε εδώ, τους δεσμούς με τους δικούς του και τα πρώτα βιώματα της νιότης, ενώ, όταν επιστρέφει στην Αθήνα και την Τήνο, ανακινεί στο μυαλό του τις μέρες της Γαλλίας. Η μία πατρίδα τον κάνει να θυμάται την άλλη. Βεβαίως, επειδή οι αναμνήσεις έχουν βαθύτερες ρίζες, όταν ξεκινούν από τα πρώτα τρυφερά χρόνια του νου, ακολουθούν οπισθοδρομική πορεία και συλλαμβάνουν στα δίχτυα της γραφής ό,τι ελληνικό έχει μείνει στα κύτταρα του εγκεφάλου.
Φυσικά, οι δυο πατρίδες τον περιβάλλουν με δύο γλώσσες, κι αυτός ο επαμφοτερισμός τού δημιουργεί πλείστες απορίες γύρω από την ίδια την υφή της γλώσσας, τις απώτατες αρχές της, τη σχέση της με την Ιστορία και την πολιτική, τις διαφορές των γλωσσών, από τις ευρωπαϊκές έως τις αφρικάνικες, τον πανανθρώπινο χαρακτήρα των δομών τους, την πολυπολιτισμική τους καταγωγή κ.λπ. Τρία έργα, Η μητρική γλώσσα (1995), Οι ξένες λέξεις (2002/2003) και Η πρώτη λέξη (2010/2011), ανάγουν τη γλώσσα σε πρωταγωνίστρια μέσα από τις σκέψεις και τις αναζητήσεις των χαρακτήρων, οι οποίοι ψάχνουν το βαθύτερο είναι της και, είτε με επιστημονικά στοιχεία είτε με καθημερινές απορίες, διερευνούν την ηχητική ή σημασιολογική της ουσία.
Οι αναμνήσεις έχουν συχνά παιδικό χρώμα, όχι μόνο μέσα από τις οικογενειακές στιγμές, αλλά και μέσω των αναγνωσμάτων που στιγμάτισαν τη συνείδησή του.
Οι αναμνήσεις έχουν συχνά παιδικό χρώμα, όχι μόνο μέσα από τις οικογενειακές στιγμές, αλλά και μέσω των αναγνωσμάτων που στιγμάτισαν τη συνείδησή του. Από τους κλασικούς συγγραφείς τύπου Δουμά ή Ντίκενς μέχρι τα κλασικά εικονογραφημένα, τον «Μικρό ήρωα» και τον Καραγκιόζη. Μέσα σ’ αυτά γνώρισε τον κόσμο, αναγνώρισε την Ελλάδα και την αυτοεικόνα της, έμαθε τη γλώσσα, τις αποχρώσεις των συμπεριφορών, τη θέση του Έλληνα στον κόσμο από την Τουρκοκρατία ώς την Κατοχή και την ηρωική αντίσταση. Ο μικρός Έλληνας (2013) είναι ένας τέτοιος ύμνος στους χάρτινους ήρωες που βγαίνουν από τα βιβλία και σαλπίζουν παιάνες στο γεροντικό –και δη αδύναμο– σώμα του λογοτέχνη.
Αντίστοιχα, σε πολλά σημεία εμφιλοχωρούν αναφορές στο ποδόσφαιρο. Η αγάπη του συγγραφέα για την ΑΕΚ φέρνει στο προσκήνιο βιώματα από το γήπεδο, από αγώνες της ομάδας, από τον Αρδίζογλου και άλλους ποδοσφαιριστές κ.λπ. Ανάλογα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 2004 έχουν αφενός αθλητικό χαρακτήρα, αλλά από την άλλη δίνει αφορμές για προβληματισμούς που άπτονται εθνικών ζητημάτων. Έτσι, ο αθλητισμός πέρα από τους δεσμούς που αναδεικνύει μεταξύ παρόντος και παρελθόντος είναι και το πλαίσιο για εθνική αυτογνωσία.
Όλα αυτά τα θέματα που έρχονται και ξανάρχονται από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα στηρίζουν βασικούς πυλώνες της κοσμοθεωρίας του συγγραφέα.
Βασική ιδεολογική γραμμή είναι η αριστερή σκοπιά με την οποία ο πεζογράφος βλέπει την ελληνική και γαλλική κοινωνία.
Βασική ιδεολογική γραμμή είναι η αριστερή σκοπιά με την οποία ο πεζογράφος βλέπει την ελληνική και γαλλική κοινωνία. Ο Σαρκοζί είναι ένας αποκρουστικός πολιτικός, η εξουσία –κάθε εξουσία– είναι συχνά αυταρχική, όχι μόνο με τη βία που ασκεί, αλλά κυρίως με τους μηχανισμούς επιβολής μιας συντηρητικής αντιμετώπισης των πραγμάτων, ο εθνικισμός είναι μια ακραία ιδεολογία που διχάζει τους ανθρώπους και καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οικολογική ευαισθησία είναι αυτονόητη... Οι αναφορές του στην πολιτική καταγράφουν τρέχοντα ζητήματα της μεταπολιτευτικής εποχής, όχι βέβαια με συστηματικό τρόπο, και με βάση αυτά ο συγγραφέας εφευρίσκει αφορμές να προβληματιστεί για τον τόπο, την πορεία της Ευρώπης, το πολιτικό σκηνικό, την άνοδο της ακροδεξιάς και άλλα ανάλογα φαινόμενα, που τον ανησυχούν.
Και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι έκδηλος ο αντικληρικαλισμός του λογοτέχνη, ενισχυμένος όχι μόνο από τη δική του άθεη στάση αλλά πιθανόν γαλουχημένος κι από την παράδοση του Διαφωτισμού που δεσπόζει στα γαλλικά γράμματα. Οι βασικότερες πλευρές αυτής της στάσης εκφράζονται κυρίως στο μ.Χ. (2007). Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, είναι εμφανής η αντιθρησκευτική στάση του Βασίλη Αλεξάκη, που εκφράζεται με ένα ταξίδι στο κέντρο της Ορθοδοξίας, στο Άγιο Όρος. Εκεί, βλέπει πρώτα απ’ όλα ξεκάθαρα τη διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και αρχαίου πνεύματος, την αναχρονιστική στάση του πρώτου σε πολλά ζητήματα, ένα από τα οποία είναι το σώμα και το σεξ, τη χριστιανική υπακοή απέναντι στην αρχαιοελληνική αμφιβολία, την επιχειρηματική διάσταση του μοναχισμού και την αντίρρησή του σε καθετί προοδευτικό.
Χωρίς πολλά αφηγηματικά τεχνάσματα, ο Βασίλης Αλεξάκης αφηγείται με διάθεση να σκεφτεί αλλιώς σε σχέση με αυτά που βλέπει, να γράψει «σενάρια» πάνω στις παρατηρήσεις του, να εμπλουτίσει τις εμπειρίες του με ώριμα φιλοσοφικά πορίσματα, με φανταστικές σκηνές που φαντάζεται ο αφηγητής, με όνειρα και με ευφάνταστες συνάψεις.
Η αλήθεια είναι ότι ο Βασίλης Αλεξάκης δεν είναι ο συγγραφέας της σφιχτής δομής και της στερεής πλοκής· τα μυθιστορήματά του δεν στηρίζονται σε μια γερή αλληλουχία γεγονότων με αιτιώδεις σχέσεις, αρμούς και δεσμούς, ικανές συνδέσεις, αλλά χαρακτηρίζονται από χαλαρή δομή, από την τεχνική της αφημένης βάρκας, καθώς η γραφή παρασύρει τη σκέψη όπου οι άνεμοι της στιγμής φυσάνε, προς διάφορες κατευθύνσεις, ενώ συχνά γυρνά στο ίδιο σημείο ή κάνει κύκλους. Από την άλλη, δεν στερείται βάσης η κατηγορία πως η ιδεολογία του λογοτέχνη γέρνει μονόπλευρα προς τις εμμονές του, βλέπει τα πράγματα με χρωματιστά γυαλιά και προβάλλει τις αλήθειες του με μια εγνωσμένη μονομέρεια (αλλά ίσως αυτό έχει να καταθέσει κάθε λογοτέχνης). Είναι πιστός στις ιδέες του και τις ανακατεύει σε διάφορα έργα του, καθώς τις δοκιμάζει σε νέα πλαίσια.
Ωστόσο, η γλώσσα του, απλή και ανεπιτήδευτη, κουβεντιαστή, άλλοτε σαν ημερολόγιο κι άλλοτε σαν κουβέντα καφενείου, θέλγει με την αμεσότητά της τον αναγνώστη. Χωρίς πολλά αφηγηματικά τεχνάσματα, ο Βασίλης Αλεξάκης αφηγείται με διάθεση να σκεφτεί αλλιώς σε σχέση με αυτά που βλέπει, να γράψει «σενάρια» πάνω στις παρατηρήσεις του, να εμπλουτίσει τις εμπειρίες του με ώριμα φιλοσοφικά πορίσματα, με φανταστικές σκηνές που φαντάζεται ο αφηγητής, με όνειρα και με ευφάνταστες συνάψεις. Έτσι, η βόλτα στην οποία μας προσκαλεί είναι μια βαρκάδα σε μια ήσυχη λίμνη, γεμάτη όμως με θεάματα, στοχασμούς και αποφθεγματικά συμπεράσματα.
Κλείνω αυτή τη μικρή ανασκόπηση του αλεξακικού έργου με την πεποίθηση ότι αυτό λειτουργεί ως φορέας ιδεών και γλωσσικών σχολίων, που χρησιμοποιεί την όποια ιστορία ως προσάναμμα, αλλά τελικά τη φωτιά την συντηρεί η λεπτή φαντασία, η ιδεολογική ύλη, τα κάρβουνα των αναμνήσεων. Ο αναγνώστης βρίσκει συχνά πατήματα για να περιηγηθεί μέσα στο σύμπαν κάθε βιβλίου, αναγνωρίζει τη σκέψη του συγγραφέα και απολαμβάνει μια ράθυμη περιδιάβαση στον κόσμο των ιδεών.
[1] Οι δύο χρονολογίες δίπλα σε κάθε έργο αφορούν στην ελληνική και τη γαλλική έκδοση.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.