Για τη συλλογή διηγημάτων της Γιούλης Αναστασοπούλου Τι συμβαίνει με τα βατόμουρα; (εκδ. Θράκα).
Του Γιώργου Αλισάνογλου
Η συλλογή διηγημάτων της Γιούλης Αναστασοπούλου Τι συμβαίνει με τα βατόμουρα; είναι μια παραισθησιογόνος αφήγηση που μας παρουσιάζει μια Οργουελική δυστοπία, που δύσκολα κατατάσσεται σε κάποιο λογοτεχνικό είδος. Ένας κόσμος που δεν είναι ακριβώς ο κόσμος μας, αν και παρουσιάζει εμφανείς αναλογίες με αυτόν – γι’ αυτό και λειτουργεί ως παρακείμενος τόπος. Τα πάντα συμβαίνουν εδώ, σαν να συμβαίνουν παντού, σαν να συνέβαιναν πάντα.
Ένα κοινωνικοπολιτικό σπονδυλωτό «μυθιστόρημα», με γερές δόσεις του κωμικού στοιχείου. Πρόκειται για 20 μικρές ιστορίες, ανορθόδοξα συνδεδεμένες μεταξύ τους, μία μικρή πόλη και τη ζωή των κατοίκων της, σε μία φανταστική χώρα, όπου όλοι ζουν ήσυχα χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες, πίνοντας χυμό βατόμουρο.
Ο τίτλος μας παραπέμπει απευθείας στο Άρωμα του ονείρου του Τομ Ρόμπινς, μιας κι εκεί ολόκληρο το βιβλίο έχει σαν κεντρικό άξονα τα παντζάρια και τον χυμό τους, τα οποία παίζουν δομικό ρόλο στην πλοκή της ιστορίας. Άκρως ποιητική γλώσσα, με πολλά υπερρεαλιστικά–σουρεαλιστικά στοιχεία, σύμβολα, αλληγορία, άλλοτε ρεαλιστικό–νατουραλιστικό ύφος και άλλοτε με στοιχεία που αγγίζουν τη λογοτεχνία του φανταστικού. Ταυτόχρονα, ένα κοινωνικοπολιτικό σπονδυλωτό «μυθιστόρημα», με γερές δόσεις του κωμικού στοιχείου. Πρόκειται για 20 μικρές ιστορίες, ανορθόδοξα συνδεδεμένες μεταξύ τους, μία μικρή πόλη και τη ζωή των κατοίκων της, σε μία (στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου) φανταστική χώρα, όπου όλοι ζουν ήσυχα χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες, πίνοντας χυμό βατόμουρο. Η πόλη κυριαρχείται από την εταιρία-γίγαντα «Βατόμουρο-Ελ-Τι-Ντι», ενώ κάτω από τη γη, το Γρανάζι, ένας υπόγειος μηχανισμός, κινεί τα νήματα της ζωής όλων, (δίχως να το γνωρίζει κανείς), έτσι που η ζωή να κυλά ήρεμα και ομαλά, δίχως πολλές-πολλές αναζητήσεις. Όταν όμως έρχεται η στιγμή που το Γρανάζι χαλάει, στην αρχή λίγο, και μετά οριστικά, μια νέα πραγματικότητα, πολύ πιο σύνθετη, λιγότερο εύκολη, και κυρίως πιο απειλητική, κάνει την εμφάνισή της στην πόλη. Η βλάβη αυτή παρουσιάζεται προοδευτικά μέσα από διάφορα διηγήματα, προσλαμβάνοντας τον χαρακτήρα μιας χαλαρής οριζόντιας πλοκής που διατρέχει όλο το βιβλίο – θα λέγαμε σαν άξονας που συνδέει επίσης σπονδυλωτά τα διηγήματα κατασκευάζοντας εν τέλει ένα υβριδικό–ιδιότυπο μυθιστόρημα, πολύ κοντά σε κείνα του Μπάλαρντ. (Crash, Έκθεση ωμοτήτων)
Η μικρή –φαινομενικά ειδυλλιακή πόλη–, με τα αγγλοσαξωνικά ονόματα των κατοίκων αλλά και των δρόμων της, δίνει την αίσθηση μιας αμερικανικής κωμόπολης της δεκαετίας του '50, όπου όλοι ζουν σε αργούς ρυθμούς και ακολουθούν αποχαυνωμένοι την πεπατημένη, χωρίς να αμφισβητούν ή να διεκδικούν τίποτα. Τοπία απόκοσμα και άνθρωποι αποξενωμένοι θαρρείς βγαλμένοι από πίνακα του Χόπερ. Σ’ αυτή την εντύπωση συνεισφέρει και ο χειρισμός της αφήγησης από την ταλαντούχα συγγραφέα Γιούλη Αναστασοπούλου, όπου στα πρώτα διηγήματα, με ύφος απλό και ρεαλιστικό, περιγράφει με άμεση και καίρια γλώσσα τις ζωές των κατοίκων της πόλης αυτή, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι ίσως και οι διαθέσεις τους είναι να ζήσουν ανεξάρτητοι, γνωρίζοντας την θνητότητά τους – προτιμάνε να μην πάρουν μέρος στην διεκδίκηση του «Αμερικάνικου ονείρου», αφήνουν να μην ξέρουν γι’ αυτό, αλλά να ζήσουν την κάθε τραγική στιγμή που αναλογεί στον καθένα μέσα σε μια ανοιχτότητα που υπερβαίνει ή/και εμπεριέχει την ουτοπία του «Αμερικάνικου ονείρου». Εδώ θα μνημονεύσουμε την ταινία The Truman Show, με θέμα μια φαινομενικά εξίσου ειδυλλιακή πόλη των Η.Π.Α. που ουσιαστικά αποτελούσε σκηνικό φτιαγμένο επίτηδες, όπου πρωταγωνιστούσε ένας και μοναδικός άνθρωπος, χωρίς να το γνωρίζει.
Από την μέση του βιβλίου κι έπειτα η γλώσσα αποκτά διαφορετική ένταση, ένα ευφυές νεύρο («Κάποτε είχαμε ένα σύστημα και όλα ήταν καλά»), ταυτόχρονα, γίνεται πιο άμεση, πιο ρεαλιστική και πιο γήινη, αν και οι καταστάσεις που περιγράφει είναι πιο σουρρεαλιστικές και απρόβλεπτες.
Από την μέση του βιβλίου κι έπειτα η γλώσσα αποκτά διαφορετική ένταση, ένα ευφυές νεύρο («Κάποτε είχαμε ένα σύστημα και όλα ήταν καλά»), ταυτόχρονα, γίνεται πιο άμεση, πιο ρεαλιστική και πιο γήινη, αν και οι καταστάσεις που περιγράφει είναι πιο σουρρεαλιστικές και απρόβλεπτες. Από το The Truman Show περνάμε σε κάτι σαν το 1984 του Όργουελ. Αυτό φυσικά αφ’ ότου χαλάσει το παντοδύναμο Γρανάζι και νέες δυνάμεις επαναδιαμορφώσουν την πόλη και κατ’ επέκτασιν τον κόσμο. Τώρα έχουμε κατοίκους διαφόρων κοινωνικών επιπέδων, με διαφορετικά δικαιώματα, όπως οι κάτοικοι Α, που είναι οι γυμνασμένοι και οι υγιείς, οι χοντροί που καταδυναστεύονται από γυμναστές, η απαγόρευση φράσεων όπως «σ’ αγαπώ», ο εγκλεισμός ομοφυλοφίλων γυναικών στις Υπόγειες Στοές, κόσμος με προνομιούχους και παρίες. Ωστόσο όμως αυτός ο κόσμος διέπεται ίσως από μεγαλύτερη ανθρωπιά από τον ήρεμο αποχαυνωμένο κόσμο του πριν, καθότι μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες για πολλούς εν τούτοις τα πανανθρώπινα συναισθήματα, όπως αγάπη, έρωτας, δοτικότητα κ.λπ ξεπερνούν τα ταξικά και κοινωνικά εμπόδια (π.χ. η άρνηση της Ρέι να ακολουθήσει την προνομιούχα σειρά της και να δεχτεί να ζήσει στην πιο ταπεινή σειρά του αγαπημένου της).
Η Γιούλη Αναστασοπούλου
|
Ο καινούριος κόσμος, προϊόν ενδεχομένως ενός πολέμου, φυσικών καταστροφών ή άλλων ανωμαλιών, περιλαμβάνει νέες χώρες με παράξενα νομίσματα, ενώ οι χώρες που ξέρουμε έχουν μάλλον σβηστεί από το χάρτη. Στην άκρη του βρίσκεται ένας γκρεμός, με την επιγραφή «Ως εδώ», όπου ζουν οι ιθαγενείς Κάου-Κάου. Βέβαια και αυτή η άκρη είναι συζητήσιμη, γιατί τελικά αποδεικνύεται ότι με μια επανατοποθέτηση της επιγραφής εμφανίζεται η φράση «Από εδώ και πέρα», κάνοντας την πραγματικότητα αυτή να δείχνει ακόμα πιο εικονική, και δίνοντας την αίσθηση ότι τελικά τίποτα δεν είναι απόλυτα αληθινό. Μια αίσθηση που υπάρχει κατά πολύ στην εποχή μας, σε μια εποχή δυσπιστίας που τα πάντα αμφισβητούνται.
Εδώ ίσως πρέπει κανείς να αναζητήσει την κεντρική ιδέα του βιβλίου της Γιούλης Αναστασοπούλου: μια αληγορική περιγραφή του σύγχρονου κόσμου, με τα γεγονότα, αλλά και τις ιδεοληψίες του. Το μεγάλο Γρανάζι δεν απέχει πολύ από την «παγκοσμιοποίηση» ή την «παγκόσμια κυβέρνηση», για την οποία γίνεται ολοένα και περισσότερος λόγος (μια ακόμα δοξασία της εποχής μας). Ο χυμός βατόμουρο έχει καταπληκτική ομοιότητα με τις ιστορίες που κυκλοφορούν περί «ψεκασμού» («μας ψεκάζουν για να καθόμαστε ήσυχοι»). Όσο για την κοινωνική διαστρωμάτωση μετά την καταστροφή του Γραναζιού, σε πολλά μέρη της Γης είναι μια καθημερινή συνθήκη - ακόμα και στην Ευρώπη. Οι Υπόγειες Στοές θυμίζουν πολύ τους φτωχούς του Βουκουρεστίου, που ζουν στους υπόνομους κάτω απ’ τη γη (και προφανώς όχι μόνο του Βουκουρεστίου), ενώ η απαγόρευση χρήσης εκφράσεων όπως «σ’ αγαπώ» και «με γάμησες» αποτελεί αναφορά στην σκόπιμη άμβλυνση της έκφρασης και των συναισθημάτων: το πολύ συναίσθημα βλάπτει, αυτό που μετράει είναι η υπακοή.
Όλα μαζί συνθέτουν την εικόνα της εποχής μας, δοσμένη με ευφυή και σε σημεία ξεκαρδιστική γραφή, με χρήση ευφάνταστων μεταφορών, λεκτικών παιχνιδιών και αφηγηματικών επινοήσεων.
Εδώ προστίθενται και κάποια επί μέρους μοτίβα, όπως οι ιθαγενείς Κάου-Κάου, που δε χαμογελούν, και με αυτό τον τρόπο στενοχωρούν τον τουρίστα, κάτι που παραπέμπει στις απαιτήσεις των ταξιδιωτών του Δυτικού Κόσμου από τα ταξίδια τους σε «εξωτικές» χώρες: θέλουν να συναντήσουν ανθρώπους με «χαμόγελο», πρωτογονισμό, απλότητα και περιορισμένη νοημοσύνη. Η κομμώτρια που έκοψε το δάχτυλό της για να παίξει σε ταινία. Επίσης οι «Χρυσοί Λοστοί», που γίνονται υπηρέτες του συστήματος, κόβοντας πρόστιμα στους παραβάτες των εντολών του, τα σεμινάρια δεσίματος κόμπων στο δάσος – παραπομπή στις ανάλογες δραστηριότητες εταιριών, προκειμένου να διδάξουν κάτι στο προσωπικό τους και άλλα πολλά, που όλα μαζί συνθέτουν την εικόνα της εποχής μας, δοσμένη με ευφυή και σε σημεία ξεκαρδιστική γραφή, με χρήση ευφάνταστων μεταφορών, λεκτικών παιχνιδιών και αφηγηματικών επινοήσεων – όπως Κέικ Τάουν, Αρμανιόλα Άβενιου, («Δρόμος καρμανιόλα»), «Δρόμοι της Λεύκας» κ.α.
Τέλος, είναι αξιοθαύμαστο το πώς η συγγραφέας κατορθώνει σε λίγες μόλις σελίδες, να χωρέσει μια τόσο μεγάλη σύγχρονη αλληγορία του κόσμου μας – κατασκευάζοντας μια γεωγραφία του χώρου και μια ψυχολογία του χρόνου που είναι ο χρόνος και ο χώρος όλων μας, που είναι η ποίησή μας, η μουσική μας, η σιωπή μας. Κυρίως, ένας τόπος για να κρύψουμε καλά το πρόσωπό μας – να αφουγκραστούμε την ζοφερή πραγματικότητα, και να βγούμε ξανά στον κόσμο, στον κάθε κόσμο, σκωπτικοί, σιωπηλοί κι αμετανόητοι, γνωρίζοντας ότι κανένας πόλεμος αλλά συγχρόνως κανένα όνειρο δεν τελείωσε ακόμη – ότι τα πάντα περιδινούν και περιδινούνται στο διηνεκές, ότι έτσι ή αλλιώς, η ζωή συνεχίζεται και ότι τελικά, η καλή λογοτεχνία, η τέχνη, είναι το μεγαλύτερο όπλο, για την αποπομπή πλασματικών, ίσως και πραγματικών καταστροφών, είναι το μόνο μέσο που κατορθώνει να νοηματοδοτεί και να κατονομάζει την ανάγκη, τον σπασμό, της κάθε εποχής.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ είναι ποιητής.
Τι συμβαίνει με τα βατόμουρα;
Γιούλη Αναστασοπούλου
Θράκα 2016
Σελ. 128, τιμή εκδότη €9,00