Για το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου Ιάκωβος (εκδ. Αντίποδες).
Του Νίκου Ξένιου
Οι κινηματογραφιστές το ξέρουν, το έχουν περάσει αυτό το στάδιο, ήδη από την εποχή των Cahiers du Cinéma, ωστόσο κάποιοι Έλληνες πεζογράφοι το περνούν τώρα: εννοώ το στάδιο της φροντισμένης μορφής. Κι ενώ η φόρμα είναι παντοδύναμη, η λιτότητα αναγορεύεται σε κυρίαρχο υφολογικό γνώρισμα. Aυτό ισχύει τόσο για καταξιωμένους λογοτέχνες, όσο και για πρωτοεμφανιζόμενους, όπως ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου με τον Ιάκωβο, το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα των εκδόσεων Αντίποδες.
Τόπος αυχμηρός και τόπος ονείρου
Η λειτουργία της Κυριακής είναι «σαν» μια λειτουργία, ο αέρας φυσάει «σαν» τον πραγματικό αέρα, ο ήρωας κάνει έρωτα με μια τυφλή πόρνη «σαν» να κάνει έρωτα, το σπίτι είναι παγωμένο «σαν» να περιμένει να το καλύψει το χιόνι, το χέρι της γυναίκας είναι κάτι «σαν» χέρι.
Άμεσα αποκρυπτογραφούμενη είναι η αντίθεση που παράγεται ανάμεσα στην ονειρική διάθεση του «φευγάτου» πρωταγωνιστή και στην οδυνηρή σωματικότητα του σκαψίματος, της μεταφοράς της πέτρας, του βιώματος του χειμωνιάτικου κρύου, κ.ο.κ., σε μια γραμμική παράθεση που εντείνεται και πάει. Η λειτουργία της Κυριακής είναι «σαν» μια λειτουργία, ο αέρας φυσάει «σαν» τον πραγματικό αέρα, ο ήρωας κάνει έρωτα με μια τυφλή πόρνη «σαν» να κάνει έρωτα, το σπίτι είναι παγωμένο «σαν» να περιμένει να το καλύψει το χιόνι, το χέρι της γυναίκας είναι κάτι «σαν» χέρι. Η ζωή που διάγει ο ήρωας μοιάζει «σαν» τη ζωή των ανθρώπων. Ενδιαφέρον είναι το στοιχείο της συμμορίας των παιδιών που έρχεται και χάνεται σε μια άνυδρη, αφιλόξενη no man’s land και η πίστη τους σε κάτι που «μοιάζει σαν» να είναι ο Σωτήρας.
Θα περίμενε κανείς πως μια βαρύγδουπη δήλωση θα αναδυόταν από το υπόστρωμα της αδρής τελεστικής καταγραφής μιας ολόκληρης κοινότητας ανθρώπων που μοχθεί για επιβίωση σε συνθήκες άξενες. Πως η γένεση της γραφής θα εξακόντιζε το κείμενο στα υλικά εξ ών συνετέθη, σαν σαΐτα που θα πετύχαινε τον στόχο της. Πως το ισχνό σημείο επαφής με την εγκαταλελειμμένη πραγματικότητα θα ανασυνέθετε τα συστατικά της σε μια νέα, έστω υπερρεαλιστική, σύνθεση. Όμως το πάντρεμα του ήρωα με τον νέο αυτόν τόπο ανοίγει και κλείνει σαν επιθαλάμιο.
Η τροπή σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο προτελευταίο κεφάλαιο αιφνιδιάζει, ο ήρωας εξακολουθεί να αγνοεί την ταυτότητά του, ενώ τη δραματική λύση δίνει ένα βιβλικών διαστάσεων καραβάνι που εμφανίζεται στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου η αφήγηση ξαναγίνεται τριτοπρόσωπη. Ο Ιάκωβος υπηρετεί ένα φορμαλισμό με δεξιοτεχνικό τρόπο, χωρίς αυτό να συνεπάγεται απαραίτητα την οικείωση με τις προθέσεις του φορμαλισμού, ούτε την ολοκλήρωση της αφήγησης: η αναχώρηση του άνδρα εκκρεμεί, το βιβλίο υπόσχεται συνέχεια.
Το παράδοξο του μη-χαρακτήρα
Η φαντασιακά δομημένη περσόνα του Ιάκωβου παραπέμπει μεν σε γνωστές μας εικόνες, δεν συνιστά όμως πειστικό ψυχογράφημα, ενώ ο πατριαρχικός αυταρχισμός του, σε συνδυασμό με την υποταγή του φιλοξενούμενού του (που τον αποκαλεί «πατέρα») παραμένει σχηματικός.
Η γραφή έχει κινηματογραφική ποιότητα και πραγματοποιεί τη θέαση των αντικειμένων και των στοιχείων της φύσης υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, χωρίς τη διάθεση συμβολοποίησης των απολύτων αρχετυπικών εικόνων (Πατέρας, Μητέρα, Κυρία, Άλογο, κ.ο.κ.) που παρατάσσονται ή συνδέονται με τη λογική του ονείρου [1]. Προκρίνοντας λέξεις-κλειδιά ως επικεφαλίδες στην αρχή και ανακοινώνοντας «λήξη» στο τέλος καθενός από τα είκοσι δύο πρώτα κεφάλαια ο συγγραφέας προσδίδει επισημότητα στην παράδοξη πλοκή που αυτοϋπονομεύεται.
Ο συμβολικός εφιάλτης των αλόγων που καλπάζουν, τριποδίζουν και ξανακαλπάζουν στο βάθος ενός πηγαδιού που ο ήρωας σκάβει επίμονα υπακούοντας στον Ιάκωβο, αυτό το αποκαλυπτικό σημείο του βιβλίου όπου οι μνήμες μας ενεργοποιούνται και η ελπίδα αναβιώνει για μια λύση του ονείρου, παραμένει αδιέξοδο και ο πάτος του λασπόλακκου νεκρώνεται, κλείνει και στεγανοποιείται εκ νέου. Η εικονοπλασία του βιβλίου του κύριου Χατζηνικολάου κορυφώνεται σε αυτήν τη σκηνή ανοίγοντας ερωτηματικά.
Η φαντασιακά δομημένη περσόνα του Ιάκωβου παραπέμπει μεν σε γνωστές μας εικόνες, δεν συνιστά όμως πειστικό ψυχογράφημα, ενώ ο πατριαρχικός αυταρχισμός του, σε συνδυασμό με την υποταγή του φιλοξενούμενού του (που τον αποκαλεί «πατέρα») παραμένει σχηματικός. Φυσικά το «κοφτό» ύφος, που αντλεί τα σκληρά υλικά του από την πραγματικότητα και επιβάλλεται με τελετουργικό ρυθμό, είναι απολαυστικό.
Τα όρια πραγματικού-μη πραγματικού
Πρόκειται για μια κομψή άσκηση ύφους που αφήνει ανοικτό το πεδίο για σειρά συζητήσεων σχετικά με την άγνωστη ενδοχώρα του νέου ελληνικού μυθιστορήματος και τα εφόδια του αναγνώστη στην εξερεύνησή της.
Μια άτυπη τελετουργία διαπνέει την εικονοπλασία του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, που αποτυπώνει βεβαιότητες και αφαιρέσεις αντλημένες από τη διανοητική του εμπειρία. Το θετικό αυτής της αποτύπωσης συνίσταται στο ότι πρόκειται για καταγραφές της φαντασίας του σχετικά με ένα τοπίο υπαίθρου που εγγίζει οριακά το παραμύθι [2]. Ο ανώνυμος ήρωας θέτει εαυτόν σε ένα είδος «παρένθεσης» (η φαινομενολογία του όρου δεν βοηθά ιδιαίτερα τον αναγνώστη στην αποκωδικοποίηση του βιβλίου), εγκαταλείποντας πίσω του ένα αναγνωρίσιμο επίπεδο πραγματικότητας. Αυτό είναι το σημείο όπου μένει παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του. Μια προσομοίωση οικογένειας τον περιμένει σε μιαν άλλη χρονική διάσταση, το «αποτύπωμα» μιας κανονικής οικογένειας σε ένα ενδολογοτεχνικό σύμπαν που προσιδιάζει σε χωριό.
Τα τοπία του μυθιστορήματος είναι μεν ζοφερά, αλλά δεν συνθέτουν μια δυστοπία, αντιθέτως ανάγουν την καταγωγή τους σε τόπο ιδεώδη (locum idealis), που ανασυστήνει ιδιότυπες τελετές μύησης, αποδοχής, απόρριψης, ενηλικίωσης, ενταφιασμού, λατρείας και ερωτισμού. Η κατασκευή της νοηματικής ακολουθίας των φράσεων βασίζεται σε ασύνειδες συνάφειες· για παράδειγμα, το σβήσιμο της σόμπας εκτιμάται ως ισοδύναμο με την έλευση της άνοιξης: αυτό είναι ένα παράδειγμα της ανοικειωτικής λειτουργίας του κειμένου του κύριου Χατζηνικολάου, της λειτουργίας που μετατοπίζει το σημασιολογικό φορτίο των λέξεων και ανασύρει τις υποδηλώσεις τους [3]. Φαίνεται σαν η γλώσσα του να αυτονομείται συνειδητά αντιστρέφοντας το είδωλο της πραγματικότητας, ολισθαίνοντας σε ένα «κουκούλι» θεματολογίας και αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα. Πρόκειται για μια κομψή άσκηση ύφους που αφήνει ανοικτό το πεδίο για σειρά συζητήσεων σχετικά με την άγνωστη ενδοχώρα του νέου ελληνικού μυθιστορήματος και τα εφόδια του αναγνώστη στην εξερεύνησή της.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ιάκωβος
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου
Αντίποδες 2016
Σελ. 208, τιμή εκδότη €12,00