Για τη συλλογή διηγημάτων του Σπύρου Λ. Βρεττού Ένας αόριστος άνθρωπος (εκδ. Γαβριηλίδης)
Της Λίλυς Εξαρχοπούλου
Τον Σπύρο Βρεττό τον πρωτογνωρίσαμε ως ποιητή που σιγά σιγά αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους της γενιάς του∙ στη συνέχεια ως δοκιμιογράφο με δυο σημαντικές μελέτες για τους Καρυωτάκη και Καβάφη∙ απρόσμενα και ως «ερασιτέχνη» γλύπτη σε μια -προ διετίας- έκθεση της Εταιρείας Συγγραφέων αφιερωμένη στα διφυή μέλη της. Με όλη αυτή τη γνώση ως σκευή του αποφασίζει τώρα να μπει και στην πεζογραφία με τη συλλογή διηγημάτων Ένας αόριστος άνθρωπος, μια πολυεπίπεδη, εξαιρετική συλλογή που απευθύνεται σε μια ευρεία γκάμα αναγνωστών.
Ο αφηγηματικός τρόπος, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση, είναι πάντα ο ενδεδειγμένος για το θέμα του εκάστοτε διηγήματος, η αφηγηματική ροή πυκνή και συνεκτική, με συνεπή πετάγματα ή ξαφνίσματα, περιορισμένη καταφυγή στο φανταστικό όταν η πραγματικότητα γίνεται ανυπόφορη.
Ο κάθε αναγνώστης ή και κριτικός ξεκινώντας την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου έχει πάντα στην άκρη του μυαλού του τη μαθητική διδαχή: ένα έργο τέχνης συναπαρτίζεται από τη μορφή και το περιεχόμενο. Στην περίπτωση των διηγημάτων του Βρεττού αυτά τα δύο μέρη βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία. Ο αφηγηματικός τρόπος, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση, είναι πάντα ο ενδεδειγμένος για το θέμα του εκάστοτε διηγήματος, η αφηγηματική ροή πυκνή και συνεκτική, με συνεπή πετάγματα ή ξαφνίσματα, περιορισμένη καταφυγή στο φανταστικό όταν η πραγματικότητα γίνεται ανυπόφορη, εξέλιξη ή ηθελημένη στατικότητα των χαρακτήρων, ευρηματικές πρώτες προτάσεις: «Ο ουρανός είχε γίνει ένα με τη γη» («Η πτώση»), που σε κάνουν να καθηλωθείς στην ανάγνωση, και ευρηματικές τελευταίες: «Είσαι σίγουρη πως μπορούμε;» («Ένας αόριστος άνθρωπος») που συνήθως αφήνουν το τέλος ανοιχτό στην κρίση του αναγνώστη. Επιπλέον χαρακτηριστικό η συχνή ύπαρξη «σωσία» του κεντρικού ήρωα κάποιων διηγημάτων, μια μορφή αναγνώρισης του «άλλου ως εαυτού». Μια ακόμη ιδιότητα της πρόζας του Βρεττού είναι η διακειμενικότητα με άλλα λογοτεχνικά έργα ή και η διαμεσότητα με άλλα έργα τέχνης (intertextuality και intermediality αντιστοίχως) που κάποιες φορές σε ωθούν να δεις κάποιες πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις (π.χ «Το ρεπορτάζ») ως αυτόνομους θεατρικούς μονολόγους ή άλλα διηγήματα ακόμη και με τη μορφή εγκαταστάσεων (installation).
Θεματική ποικιλία
Οι μονομανίες και οι εμμονές των ηρώων εκδηλώνονται συχνά με την αυτοκολακεία και την υπερτίμηση του εαυτού κι ακόμη συχνότερα με την πλήρη αυτοϋποτίμηση του υποκειμένου ή τις ενοχές που το κατατρύχουν.
Τα θέματα των διηγημάτων είναι ποικίλα. Ωστόσο, πολλά έχουν ως κοινό παρανομαστή την επιθυμία ή και την απώλειά της. Η επιθυμία αυτή εκφράζεται με τρεις τρόπους: ως επιθυμία για ζωή, και εδώ υπονοείται ή δηλώνεται ξεκάθαρα (πρόσφυγες/μετανάστες), ως επιθυμία για ζωή στην Ευρώπη, σημερινή γη Χαναάν των απανταχού κυνηγημένων και ανέστιων, ως πόθος κυριολεκτικός για το άλλο φύλο, ως πάθος -συνήθως εμμονικό- για την επίτευξη διαφορετικού για τον κάθε ήρωα στόχου. Η έλλειψη ή η απώλεια της επιθυμίας αυτής οδηγεί σε αοριστία ενίοτε συνδεόμενη με την απουσία κριτικής ανάλυσης και σύνδεσης των στοιχείων μεταξύ τους. Οι μονομανίες και οι εμμονές των ηρώων εκδηλώνονται συχνά με την αυτοκολακεία και την υπερτίμηση του εαυτού κι ακόμη συχνότερα με την πλήρη αυτοϋποτίμηση του υποκειμένου ή τις ενοχές που το κατατρύχουν. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τους αστούς (κατοίκους της πόλης) αναγνώστες οι συχνές αναφορές του συγγραφέα στη φύση ως μέτρου και -συνήθως- ήρεμης δύναμης. Η ιδεολογικοποίηση, δηλαδή η κατασκευή μιας ολόκληρης θεωρίας για τη στήριξη των λαθών και αδυναμιών των ηρώων, σχολιάζει υπονομευτικά τη σημερινή φαυλότητα. Τα ΜΜΕ, τα σύνορα, η προσφυγιά, διεκδικούν στα διηγήματα τον πρωτεύοντα ρόλο που έχουν στο σημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο τίτλος της συλλογής του Βρεττού ενδεχομένως παραπέμπει κάποιους αναγνώστες στον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες του Αυστριακού Ρόμπερτ Μούζιλ, ένα θεμελιακό μυθιστόρημα της νεωτερικότητας, γραμμένο στον μεσοπόλεμο αλλά αναφερόμενο στη χρονιά πριν από την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου. Ο Ούλριχ, ο πρωταγωνιστής του, και το περιβάλλον του δείχνουν να μη διαθέτουν ιδιαίτερες δεξιότητες, η τροχιά της σκέψης και των στοχασμών τους είναι αδύναμη, με αποτέλεσμα να διαλύεται.
Στο «Ένας αόριστος άνθρωπος», το ομώνυμο διήγημα της συλλογής του Βρεττού, ο ήρωας δείχνει να πάσχει από την ίδια «ασθένεια». Ονομάζεται Άγγελος και ίσως παραπέμπει στο παλαιό θεολογικό ερώτημα: εάν οι άγγελοι έχουν φύλο∙ τόσο «αόριστος» είναι. Ένας Άγγελος λοιπόν συναντά μια Ουρανία, πιθανόν το ίδιο αόριστη με αυτόν. Θέλει ο Άγγελος την Ουρανία; Μα η Ουρανία ανήκει σε άλλον, σε κάποιον γήινο Κώστα. Ο Άγγελος προσπαθεί να την εντυπωσιάσει με παιδικούς τρόπους, ένα μακροβούτι που τον βγάζει μπροστά στο «ανεκπλήρωτο» -κατ’ αυτόν- «σώμα» της. Πρόκειται για την περίφημη τριγωνική επιθυμία του Ρενέ Ζιράρ, όπου η ποθούμενη είναι το επιθυμητό τρόπαιο, το αποσπασμένο από έναν άλλο δυνατό άντρα; Μα ο Άγγελος δεν ξέρει τον Κώστα ώστε να θέλει να βγει νικητής από μια αντιζηλία μεταξύ ανδρών. Ποιος είναι ο Άγγελος τελικά; Ένας άντρας που δεν ξέρει τι θέλει ή τι του γίνεται;
Κάποια στιγμή ο ιστός της αράχνης που παρακολουθεί επιμελώς παύει να είναι ορατός, η σκίαση του ζωγραφικού τοπίου αλλάζει.
Το διήγημα ξεκινά αριστοτεχνικά. Ο Άγγελος είναι στο σπίτι του και παρακολουθεί το εξωτερικό ειδυλλιακό τοπίο, περιμένοντας το αντικείμενο του πόθου του. Κάποια στιγμή ο ιστός της αράχνης που παρακολουθεί επιμελώς παύει να είναι ορατός, η σκίαση του ζωγραφικού τοπίου αλλάζει. «Φαινόταν μόνον η μαύρη αράχνη να κεντράρει τον αέρα. Και ήταν ο Άγγελος η αράχνη αυτή», μια και ο Άγγελος είναι αυτός που περιμένει για να ζώσει την καλή του. Ωστόσο όλα δεν είναι τόσο ειδυλλιακά όσο φαίνονται. Η Ουρανία έχει στήσει πολλές φορές τον Άγγελο που τώρα, αφού την περιμένει με ανυπομονησία, φεύγει με το αυτοκίνητο για να την ψάξει.
Η Ουρανία, μαθαίνουμε, πάσχει από το ίδιο σύνδρομο αναποφασιστικότητας. Δεν λέει ψέματα κάθε φορά που τον στήνει, πιστεύει ότι θα πάει να τον συναντήσει, απλώς κολλάει στην τελική απόφαση. Τα επτά στησίματα που του κάνει παραπέμπουν στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, στις πληγές του Φαραώ, σε πολλαπλές αδυναμίες/αμαρτίες. Τούτη, την όγδοη φορά, ο Άγγελος διερωτάται πώς να φερθεί και αποφασίζει ότι πρέπει να δείξει αδιαφορία. «Αυτό πίστευε εκείνη τη στιγμή. Μα η στιγμή για τον Άγγελο ήταν στιγμή και όχι κάτι περισσότερο». Η εστίασή του είναι πάντα διασπασμένη, το ίδιο και τώρα που οδηγεί προς το κέντρο της πόλης για να την ψάξει. Το ψάξιμο στη σημερινή εποχή περιλαμβάνει και ψάξιμο μηνυμάτων και κλήση από το κινητό στο ποθούμενο πρόσωπο, αλλά ο Άγγελος οδηγώντας με τη συνήθη του αναβλητικότητα και αδράνεια πετάει το κινητό κάπου πίσω. Το σπάσιμο της οθόνης του κινητού αντιστοιχεί πλήρως, ακόμη και χρονικά, με το σπάσιμο του βάζου στον καβγά στο σπίτι της Ουρανίας, το κάρφωμα ενός κομματιού του στο χέρι της αλλά και την οριστικοποίηση της διάλυσης της όποιας σχέσης τους.
Αοριστία και αναποφασιστικότητα
Η «αοριστία» του Άγγελου καθορίζεται από αυτές τις υποθετικές σκέψεις που δεν καταλήγουν πουθενά.
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας παίζουν οι υποθετικοί σύνδεσμοι. Ιδού μερικοί μέσα από τις διερωτήσεις του Άγγελου: «αν απλώς του άρεσε να βασανίζεται διεκδικώντας το ανέφικτο... Τι θα έκανε αν βρισκόταν σώμα με σώμα με την Ουρανία στο σπίτι του;» Κι αλλού: «Αν την είχε πάρει τηλέφωνο την ώρα που οδηγούσε...», «Την Ουρανία ίσως και να μην την ήθελε καθόλου», «Τον βόλευαν οι οκτώ αναβολές. Τις ήθελε, ίσως και να τις προκαλούσε», «Ίσως και να την αγαπάει». Η «αοριστία» του Άγγελου καθορίζεται από αυτές τις υποθετικές σκέψεις που δεν καταλήγουν πουθενά. Εξάλλου, στις ατέρμονες αναμοχλεύσεις της ιστορίας του με την Ουρανία συχνά καταλήγει στο συμπέρασμα πως μάλλον θα κάνει κακό στη γυναίκα αν τελικά τον επιλέξει, μια και τα χέρια της «αντί για στήριγμα θα έβρισκαν έναν μαλακό ανθρώπινο ζελέ. Έτσι φανταζόταν τον εαυτό του» ή τουλάχιστον έτσι μας τον σκιαγραφεί ο τριτοπρόσωπος αφηγητής.
Την ίδια στιγμή η «αόριστη» Ουρανία βρίσκεται στα πρόθυρα της οριστικοποίησής της, καβγαδίζει με τον Κώστα. Όπως δεκάδες ηρωίδες της λογοτεχνίας και της ζωής βρίσκεται στο σημείο που πιστεύει ότι αγαπά και τους δύο άντρες και ο καυγάς αγριεύει. Η θραύση των γυαλικών έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της στο νοσοκομείο αλλά και την είσοδο στις σκέψεις όλων, ενός αρχαίου χορού, εν προκειμένω των γειτόνων, που ο αφηγητής, μέσω του Κώστα, σχολιάζει ειρωνικά. «Ήταν σίγουρο το μάτι του κόσμου γι΄ αυτά που είχε δει». Η αοριστία και η αβεβαιότητα του κεντρικού ήρωα συγκρούεται αριστοτεχνικά με την πλασματική βεβαιότητα του πλήθους, την ίδια στιγμή που ο Άγγελος νιώθει «καλά μέσα στην ωραία του φαντασία». Στον διάδρομο του νοσοκομείου, διασταυρούμενος με τον Κώστα, «ο οποίος δείχνει ότι από κάπου τον θυμάται», επαναλαμβάνει από μέσα του σαν μάντρα την εντέλει αυτοεκπληρούμενη αοριστία του: «Όχι δεν ήμουν εκεί ούτε εκεί, του λέει. Δεν ήμουν αυτός ούτε εκείνος...».
Μακροβούτι στο άλλο σώμα
Το κοινωνικό περιβάλλον εμφανίζεται σπαρακτικό με τα σώματα των πνιγμένων προσφύγων στο νοσοκομείο. Τα πτώματα είναι συγκεκριμένα αλλά η δική του αοριστία παραμένει στερεότυπη.
Το κοινωνικό περιβάλλον, που εν γένει λείπει από το συγκεκριμένο «ιδιωτικό» διήγημα, εμφανίζεται σπαρακτικό με τα σώματα των πνιγμένων προσφύγων στο νοσοκομείο. Τα πτώματα είναι συγκεκριμένα αλλά η δική του αοριστία παραμένει στερεότυπη. Τόσο βυθισμένος στον ναρκισσισμό του παραμένει που φαντασιώνεται να κάνει μακροβούτι για να σώσει τους πρόσφυγες, αλλά τελικά να τους προσπερνά και να καταλήγει στο σώμα της Ουρανίας! Η φαντασίωσή του συνεχίζεται με αποτέλεσμα να ταυτίζει το πρόσωπο μιας πνιγμένης με το αντικείμενο του πόθου του. Το μυαλό του αδυνατεί να βάλει σε τάξη και να αναλύσει τα γεγονότα. Ακόμα και στο αμάξι, έξω από το νοσοκομείο, ακινητοποιημένος κι ανίκανος για την οποιαδήποτε δράση, παρότι βλέπει τους Ουρανία και Κώστα να αποχωρούν αγαπημένοι, εξακολουθεί να αμφιβάλλει. Εδώ τα υποθετικά μέρη του λόγου μετατρέπονται σε ερωτηματικές προτάσεις: «Η Ουρανία αγαπάει τον Άγγελο; Ο Άγγελος αγαπάει την Ουρανία έξω από τη φαντασία του; Η πραγματικότητα υπάρχει;» που συνεχίζονται σαν σκέψεις στο ίδιο μοτίβο με την καταληκτική, σχεδόν αυτιστική πρόταση «Είσαι σίγουρη πως μπορούμε;» να δίνει τη χαριστική βολή στον αναγνώστη.
Η κεντρική ηρωίδα τρέφεται από την ψευδαίσθηση ότι προσπάθησε να βοηθήσει τους μετανάστες που η ίδια ώθησε να πνιγούν σε ποτάμι των συνόρων, «...να εμποδίσω ήθελα το μέλλον» λέει σε μια ξαφνική έκλαμψη, μη αντιλαμβανόμενη τον παραλογισμό της.
Ο Άγγελος φυσικά δεν είναι ο μόνος αόριστος άνθρωπος στα διηγήματα του Βρεττού∙ αρκετοί χαρακτήρες είναι κατά κάποιον τρόπο αόριστοι. Όπως ο δικηγόρος Κ. που «ήθελε να νιώσει καφκικά» και οδηγείται στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία στο «Γυαλιά τύπου Ρέιμπαν», ένα διήγημα για τη μονομανία, τους επηρεασμούς, την ανάμειξη πραγματικότητας και φαντασίας. Ο φίλος του Κ., ο Ν., μοιάζει αντίγραφο ή «σωσίας» του Κ., ειδικά στο καταληκτικό ξάφνισμα. Υπάρχουν όμως και χαρακτήρες που θα ήθελαν να είναι αόριστοι, ακόμη κι αόρατοι όπως η πολεμική ανταποκρίτρια του καναλιού στο «Ρεπορτάζ» -που θυμίζει ανατριχιαστικά το περιστατικό με το λάκτισμα προσφύγων από ακροδεξιούς στην Ουγγαρία- αλλά μόνον αόριστοι δεν είναι. Η κεντρική ηρωίδα τρέφεται από την ψευδαίσθηση ότι προσπάθησε να βοηθήσει τους μετανάστες που η ίδια ώθησε να πνιγούν σε ποτάμι των συνόρων, «...να εμποδίσω ήθελα το μέλλον» λέει σε μια ξαφνική έκλαμψη, μη αντιλαμβανόμενη τον παραλογισμό της. Πλάθει και ιδεολογικοποιεί σκηνικά του τύπου: το νέρο είναι ο τόπος προέλευσής μας, ενώ η ξηρά, η γη, ο τόπος που θα θαφτούμε. Εν τω μεταξύ ωστόσο μας αποκαλύπτει και τα σκοτεινά μυστικά των καναλιών και τον βρώμικο ρόλο τους στο θέμα των μεταναστών.
Ο καλλιτέχνης Σπύρος Βρεττός
Η «Γκαλερί Ουφίτσι» είναι ένα από τα δύο άμεσα «ζωγραφικά» διηγήματα του Βρεττού και περιγράφει την απεικόνιση μιας διαλυόμενης σχέσης. Ο κύριος χαρακτήρας, ο Νίκος, που του αρέσει να τον αποκαλούν με το προσωνύμιο Ουφίτσης, πιέζει τη γυναίκα του να επισκεφτούν την γκαλερί Ουφίτσι στη Φλωρεντία ενώ αυτή αντιδρά. Ο λόγος της αντίδρασής της υφέρπει, δεν είναι άμεσα φανερός, οπότε ο αναγνώστης μπορεί να τον αποδώσει σε φοβία για το θαλάσσιο ταξίδι, τους βομβιστές, τα έξοδα κλπ. Η «Αφροδίτη του Ουρμπίνο» του Τισιανού όμως, αγαπημένος πίνακας του Νίκου, περιγραφόμενος από τον παντογνώστη αφηγητή, αποκαλύπτει τον λόγο. Από την «Εικόνα και το βλέμμα» του προσφάτως αποβιώσαντα Τζον Μπέρτζερ, έχουμε μάθει να «ξαναβλέπουμε» τους αναγεννησιακούς και νεότερους πίνακες, αναγνωρίζοντας τον ηδονοβλεπτικό χαρακτήρα τους. Ο άντρας ζωγράφος απευθύνεται στον άντρα θεατή, η γυναίκα, θεά ή μη, βρίσκεται πάντα αντιμέτωπη με τον άντρα, στραμμένη και αποκαλυπτόμενη σ’ αυτόν. Η σχέση του Νίκου και της γυναίκας του δεν πάει καλά. Η σύζυγος, που αντιθέτως από τον Νίκο κοιτάει τα βουνά -τρόπος αποφυγής ή διαφυγής;- βλέπει στο ταξίδι τον κίνδυνο διάλυσης της σχέσης τους. Ο Νίκος πάλι φαντασιώνεται ή ονειρεύεται τον εμβληματικό γι’ αυτόν πίνακα της θεάς, με την Αφροδίτη ξαπλωμένη και με το βλέμμα απευθυνόμενο στον άντρα θεατή∙ σε νεώτερη δική του ανάγνωση θεωρεί ότι και οι δύο γυναικείες φιγούρες στο βάθος, περιμένουν τη σειρά τους για να χρησιμοποιηθούν ως μοντέλα. Κάποια στιγμή, μέσω της τέχνης, και οι δύο σύζυγοι θα έλθουν αντιμέτωποι με την κρίση της σχέσης τους.
Η κυρίαρχη αυτοαναφορικότητα μας πληροφορεί ότι «δεν θέλω να μάθετε», αποκαλύπτοντας το αέναο παιχνίδι της γραφής.
Στην «κλοπή των ροδιών» συναντάμε έναν μονομανή χαρακτήρα που κάθε χρόνο πριν από τα Χριστούγεννα φτιάχνει έναν πίνακα για να τοποθετήσει δίπλα από το τζάκι του. Πρόκειται για μια νεκρή φύση με ρόδια και κυδώνια, αλλά και με κάρβουνα και στάχτες. Ο αφηγητής, νοούμενος συγγραφέας, είναι εδώ ιδιαίτερα χειριστικός, προσπαθεί δηλαδή να επηρεάσει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το θέμα του δημιουργίας του. Το αρχικό «Χρειάζεται και πάλι να ζωγραφίσει...», που δημιουργεί εκ προοιμίου ένα μυστήριο, ακολουθείται από μια σύντομη περιγραφή του εμμονικού ήρωα, ο οποίος θεωρεί ότι ο περσινός πίνακας απέτυχε διότι δεν είχε μαζέψει ο ίδιος τους καρπούς, αλλά και από άμεση αλλαγή από τριτοπρόσωπη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Εδώ η κυρίαρχη αυτοαναφορικότητα μας πληροφορεί ότι «δεν θέλω να μάθετε», αποκαλύπτοντας το αέναο παιχνίδι της γραφής. Ο ήρωας πάλι προβληματίζεται για την τέχνη του: για «όλα εκείνα που θα έπρεπε να είναι το θέμα της ζωγραφικής του και όχι πάλι μια νεκρή φύση». Τα ρόδια όμως του αποκαλύπτουν την ιδιαίτερη σημασία τους, τον αισθησιασμό τους: «Σώματα είναι οι καρποί... καθώς οι καρποί γίνονταν ωραίες σάρκες και καθώς οι σάρκες ζωντάνευαν σαν σώματα...» και η σκέψη και μόνο τον ταράζει τόσο που ο πίνακας μετατρέπεται σε υπερρεαλιστικό. Είναι η ώρα για να μας αποκαλύψει ο αφηγητής το μυστήριο: ο ήρωάς του, ωθούμενος από το φοβερό κόκκινο κάποιων ροδιών που έβλεπε τοποθετημένα δίπλα σε ένα παράθυρο, μπήκε κρυφά σ’ ένα σπίτι. Η παραβίαση του ιδιωτικού χώρου δεν τον απασχολεί μπροστά στις εμμονές του κι ούτε καν η ύπαρξη μέσα στο σπίτι ενός πληγωμένου/μαχαιρωμένου. Ο τραυματίας του ζητά βοήθεια αλλά το μόνο που ενδιαφέρει τον ζωγράφο είναι το θέμα του και το πως δεν θα κατηγορηθεί ο ίδιος! Αργότερα ο πραγματικός ένοχος (σωσίας μήπως;) επικαλείται ως ελαφρυντικό στοιχείο τα ρόδια χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει τα περί του ζωγράφου. Ο αφηγητής εναποθέτει στον αναγνώστη την ευθύνη της ανακάλυψης/αποκάλυψης του πραγματικού νοήματος, χαρίζοντάς του ωστόσο ένα επιπλέον στοιχείο, την αλλαγή του πίνακα: «πάνω στον πίνακα όλα τα μικρά σώματα των ροδιών μεταβάλλονταν σιγά σιγά σε ένα μαύρο σώμα πεσμένο, με λίγο κόκκινο βαθύ στο μέρος του τραύματος.» Η νεκρή φύση μετατρέπεται αθέλητα σε ανθρώπινη σκηνή, ο χρυσελεφάντινος πύργος του καλλιτέχνη συντρίβεται από την ανθρώπινη διάδραση και την επίκληση βοήθειας.
Το παρόν και το δυσοίωνο μέλλον
Πλέον μαστορική και εντυπωσιακή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Βρεττού στη «Φωτιά στο γκαράζ». Πρόκειται για τη φωτιά που πιάνει ένα επιβατικό που διασχίζει την Αδριατική με προορισμό την Ιταλία. Εκ μέρους των επιβατών η αφήγηση εντέλλεται σε τρεις χαρακτηριστικούς επιβάτες. Σε έναν πρόσφυγα/μετανάστη, μια γυναίκα, μάνα νεογέννητου, κι έναν εκπρόσωπο της ελληνικής μεσοαστικής τάξης. Η φωτιά τους ενώνει στα συναισθήματα τρόμου και προσπάθειας επιβίωσης αλλά ταυτόχρονα φέρνει στο φως και τα διαφορετικά ιστορικά τους.
Την αγάπη την έχω ξεχάσει. Τη συμπάθεια την έχω ξεχάσει. Ούτε κι εγώ ξέρω να αγαπώ. Το έχω ξεχάσει. Ξεχνιέται η αγάπη όταν δεν σου τη δίνουν.
Ο πρόσφυγας ξεκινά την αφήγησή του σαν να καταθέτει, «οπότε νιώθω», συμπληρώνει αργότερα μάλλον σαρκαστικά, «πως αποκαλύπτω την αλήθεια σε ανθρώπους που ξέρουν να ακούνε». Έχει συλληφθεί και απελαθεί πολλές φορές, άρα μάλλον δεν ακούνε οι ανακριτές του, και πάντα επιμένει στην προσπάθειά του να βρεθεί με τα αδέλφια του στην Ευρώπη. Το αέναο θέμα των συνόρων, «Κάνω ένα βήμα κι είμαι αλλού» που εικονογραφεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» και σχολιάζει διεξοδικά ο Γκάσμεντ Καπλάνι στο «Ημερολόγιο συνόρων», συμπυκνώνεται εδώ στο συντριπτικό: «Τα σύνορα για μένα δεν είναι τίποτα. Ή μάλλον δεν σημαίνουν τίποτα, εκτός από τα σύνορα της πατρίδας μου, που αν είσαι από μέσα σημαίνουν θάνατο». Στα τρία χρόνια της προσπάθειάς του, πέρα από την καταδίωξη θεάτρου σκιών με τους αστυνομικούς, την επαφή με διακινητές, την πείνα, την επιβεβαίωση για μια ακόμη φορά της ταξικής συνειδητοποίησης ότι έχει προτεραιότητα στον θάνατο με αφορμή την προτεραιότητα στη διάσωση των επιβατών του καταστρώματος, όπως ακριβώς και στον «Τιτανικό», διαπιστώνει ότι «Την αγάπη την έχω ξεχάσει. Τη συμπάθεια την έχω ξεχάσει. Ούτε κι εγώ ξέρω να αγαπώ. Το έχω ξεχάσει. Ξεχνιέται η αγάπη όταν δεν σου τη δίνουν» και νιώθει παρείσακτος στο τσίρκο της ζωής «Σε μια κλωστή σαν σύνορο κρέμεται και η ζωή μου. Μέσα από μια φωτιά στρογγυλή πρέπει να περάσει το αγρίμι μου για να το χειροκροτήσει ο κόσμος.» Μια φωτογραφία της μάνας, του σκυλιού και των αδελφών του διαψεύδει τα προηγούμενα λόγια του: «Ξέρω τι ειναι αγάπη. Την έχω πάρει και την έχω δώσει».
Η γυναίκα επιβάτης-αφηγήτρια μας κάνει κοινωνούς της σκέψης της τη στιγμή της διάσωσης της ίδιας και του μωρού της από ένα ελικόπτερο, τη στιγμή που βρίσκεται γατζωμένη αλλά και στροβιλιζόμενη στο σκοινί. Αυτή την ώρα της λύτρωσης η ίδια κάνει σκέψεις θανάτου. Το μοτίβο της μάνας και του σκυλιού ως των πλέον οικείων προσώπων επανέρχεται στην οικουμενικότητά του. Η επείγουσα ανάγκη να κρατηθεί από το σκοινί το μεταμορφώνει σε σύνορο. «Το σκοινί, είπα, είναι γραμμή και σύνορο αδιάβατο...Ούτε από δω ούτε από κει». Η διάσωσή της τής θυμίζει την ανάληψη και τέτοια κατ’ αντιστοιχία είναι.
Ο Σπύρος Λ. Βρεττός
|
Ο άντρας επιβάτης βρέθηκε στο πλοίο με απώτερο σκοπό να βγάλει τα χρήματά του στο εξωτερικό. Σε αέναη πάλη με τον εαυτό του για το αν είναι καλός ή κακός άνθρωπος, έχοντας δει ότι τα παιδιά κι η γυναίκα του έχουν διασωθεί, προχωρά σε μια κάθετη, κατ’ αυτόν, ενδοσκόπηση. Δεν μπορεί όμως να κρύψει ότι όλες οι σκέψεις του σχετίζονται με το χρήμα, ακόμη κι οι άνεμοι που κάνουν το πλοίο να βολοδέρνει τους παρομοιάζει πιο γρήγορους κι από τους δείκτες στο χρηματιστήριο, η φωτεινότητα της Δύσης ταυτίζεται με τις τράπεζες της Ελβετίας (!), σε άμεση αντιπαραβολή με τον τόπο επιβίωσης που είναι για τους πρόσφυγες. Αυτοαπατώμενος επαίρεται για τη γενναιότητά του να βοηθήσει εν μέσω χάους τα γυναικόπαιδα, ενώ κατ’ ουσίαν θέλει να βρει ευκαιρία να χωθεί στο γκαράζ και να κοιτάξει αν έχουν καεί τα χρήματα που είναι κρυμμένα στο αυτοκίνητό του. Η στρεβλή λογική ότι το μαύρο χρήμα είναι ευρέως διαδεδομένο τον καθησυχάζει, κι όταν συνειδητοποιεί οριστικά ότι τα χρήματα έχουν καεί, ξανααποτιμά την εποχή της ευμάρειας αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, τον οποίο κρίνει πλέον ως αποτρόπαιο. Το κομμένο στα δύο κορμί του Αλβανού ναύτη -από τον κάβο που πετάχτηκε από το ναυγασωστικό- τον σοκάρει τόσο που ξαφνικά συναισθάνεται πως και η δική του ζωή ήταν κομμένη στα δυο. Αναγνωρίζει στον εαυτό του την τάση αυτοδικαιολόγησης αλλά εξακολουθεί να ιδεολογικοποιεί τις σκέψεις του. Ο δήθεν γενναίος δειλιάζει να πιάσει τον νέο κάβο που ρίχνεται από το ναυαγοσωστικό. Πλησιάζει όταν πια έχει δεθεί αλλά ο κάβος σπάει.
Τα διηγήματα του Βρεττού είναι αυτοτελείς οντότητες που περιγράφουν, περικλείουν τη σημερινή κατάσταση, πνευματική, ψυχολογική, ακόμη και σωματική.
Ο άντρας κι ο μετανάστης -που νιώθει απέθαντος και αενάως πλάνης- έχουν την ίδια τύχη, τους εξολοθρεύουν τα σκοινιά του ίδιου κάβου, σε κάποια στιγμή μάλιστα τα αίματά τους αναμειγνύονται. Και οι δύο είχαν την ανάγκη της αυταπάτης, ναρκισσιστικής του πρώτου, λυτρωτικής του δεύτερου. Είναι και οι δυο, με τον δικό του τρόπο ο καθένας, αναπόσπαστα κομμάτια της προσπάθειας διαιώνισης του σημερινού συστήματος διακυβέρνησης του κόσμου, πιόνια και ζώα ή κλόουν του τσίρκου, «όλος ο κόσμος μια σκηνή» όπως θα έγραφε ο Σαίξπηρ. Ωστόσο το μήνυμα για το τι συνιστά σύνορο έχει λογοτεχνικά αποδοθεί, μένει στον αναγνώστη να στοχαστεί και να αναμετρηθεί μαζί του. Η γυναίκα με το μωρό έχουν «αναληφθεί», πιθανώς και ως ελπιδοφόρο μήνυμα δυνατότητας διαφυγής από τη σημερινή, παγκοσμιοποιημένη κόλαση και συνέχειας της ζωής.
Τα διηγήματα του Βρεττού ίσως αποκαλύπτουν για μια ακόμη φορά ότι τα διηγήματα δεν είναι υποχρεωτικό να έχουν κάποια σύνδεση που να τα καθιστά ενιαίο σώμα∙ είναι αυτοτελείς οντότητες, που περιγράφουν, περικλείουν τη σημερινή κατάσταση, πνευματική, ψυχολογική, ακόμη και σωματική. Ζώντας σε μια πραγματικότητα που ξεπερνά, κατά το κοινώς λεγόμενο, κάθε φαντασία, το στοιχείο του φανταστικού γίνεται εύληπτο, οι υπερρεαλιστικές πινελιές είναι καλοδεχούμενες, ο φιλοσοφικός στοχασμός ευπρόσδεκτος, οι πολλαπλές συνδέσεις με κοινωνικά θέματα απαραίτητες, η διακειμενικότητα ή η διαμεσότητα ευπρόσληπτες. Οι πολλαπλές αναγνώσεις από τον αναγνώστη ξεκλειδώνουν νέους ορίζοντες (επίπεδα) και οι πολλαπλές νοηματοδοτήσεις από κριτικούς αναγνώστες ορίζουν τη σπουδαιότητα του έργου.
* Η ΛΙΛΥ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας.
Γαβριηλίδης 2016
Σελ. 158, τιμή εκδότη €10,60