
Σκέψεις με αφορμή την έκδοση τα τελευταία χρόνια αρκετών δυστοπικών πεζογραφικών κειμένων από Έλληνες συγγραφείς.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Βλέπω τα τελευταία χρόνια αρκετά μυθιστορήματα ή νουβέλες και διηγήματα που διακρίνονται για ένα κλίμα μυστηρίου, στα όρια της δυστοπίας. Βλέπω κείμενα που μας μεταφέρουν σε τόπους κακοτοπίας, όπου η πραγματικότητα είναι ημιρεαλιστική, τα πρόσωπα συχνά ανώνυμα, οι κινήσεις τους οριακά φυσιολογικές.
Πρόκειται για έργα που χαρακτηρίζονται από ένα κλίμα ασάφειας, το οποίο προσλαμβάνεται από τους ήρωες ή τους αναγνώστες ως απειλή, γεμάτο οριακώς λογικά φαινόμενα ή μερικές φορές εμφανώς άλογα ή ανεξήγητα. Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, εμφανίζονται παράδοξα περιστατικά που δεν εξηγούνται λογικά· ενώ δηλαδή ενδέχεται να έχουν μια λογική αιτία, η αίσθηση που αφήνουν είναι μυστηριακή και αλλόκοτη.
Το Κράτα μου το χέρι (Ψυχογιός 2012) του Δημήτρη Μαμαλούκα συναιρεί αλληγορία και αδιέξοδο, πολλά έργα του Δημήτρη Σωτάκη με αντιπροσωπευτικότερο τον Θάνατο των ανθρώπων (Κέδρος 2012), Η αρχή του κακού (Καστανιώτης 2012) της Μαρίας Φακίνου και το Κι αν δεν ξημερώσει (Καστανιώτης 2013) της Μαρίας Κουγιουμτζή (μαζί με πολλά διηγήματά της) αποτελούν έργα συμβολιστικής γενίκευσης, το Γίνε ο ήρωάς μου! (Γαβριηλίδης 2015) του Θωμά Συμεωνίδη αποκαλύπτει τις πολιτικές ευθύνες σε ένα λαβυρινθώδες τοπίο, Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου (Καλέντης 2015) της Μαρίας Ξυλούρη αναφέρεται σε ένα κλειστοφοβικό χωριό που μετακινείται, ο Ιάκωβος (Αντίποδες 2016) του πρωτοεμφανιζόμενου Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου δομεί σχέσεις και υπόγεια συναισθήματα, καθώς και πολλά άλλα μυθιστορήματα όπως της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, της Αργυρώς Μαντόγλου κ.ο.κ.
Κυριαρχεί συχνά ένα καφκικό κλίμα αοριστίας και κινδύνου, κλίμα ενός κόσμου ο οποίος κινείται πίσω από το ορατό και λογικοφανές προσκήνιο.
Όλα αυτά τα κείμενα, που ενδεικτικά αναφέρω, παρά τις διαφορές τους, είναι φορτωμένα ερωτηματικά που μένουν εκκρεμή μέχρι τέλους ή απαντιώνται με αόριστες ή συμβολιστικές απαντήσεις. Καθετί μοιάζει οικείο και συνάμα παραπέμπει σε κάτι άλλο επέκεινα της μορφής και της συνηθισμένης του χρήσης. Κυριαρχεί συχνά ένα καφκικό κλίμα αοριστίας και κινδύνου, κλίμα ενός κόσμου ο οποίος κινείται πίσω από το ορατό και λογικοφανές προσκήνιο. Ο αναγνώστης κάπου νιώθει, σαν σε ταινία θρίλερ, να καιροφυλακτεί το κακό, σε όποια μορφή κι αν το υπονοεί το κείμενο και το αισθάνεται ο καθένας. Το φανταστικό ή το μεταφυσικό είναι αόριστα παρόν, αν και δεν είναι αναγκαίο αυτά τα δύο να εμφανίζονται μέσα στο κατά τ’ άλλα ρεαλιστικό πλαίσιο, που στήνεται σε ένα άχρονο και άτοπο σκηνικό.
Το βασικό ερώτημα φυσικά αφορά στον σκοπό τέτοιων δυστοπιών που πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια, ιδίως από νέους συγγραφείς. Αν λάβουμε υπόψη την εποχή κατά την οποία εμφανίζονται έτσι μαζικά, αν δηλαδή δούμε την αβεβαιότητα, την οικονομική κρίση με όλη την ανασφάλεια που αυτή συνεπάγεται, την ανεργία, την κινδυνολογία που εντείνεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το δυσοίωνο μέλλον κ.λπ., απορρέει εύκολα η εντύπωση ότι, ενώ όλα κυλούν και ακολουθούν τους κανόνες της Ιστορίας, υπάρχει πάντα κάτι, εκεί στον περιβάλλοντα χώρο, που απειλεί, που μπορεί ξαφνικά να σκάσει σαν βόμβα, που εγκυμονεί κινδύνους και αναταράξεις.
Αυτές οι δυστοπικές αφηγήσεις δείχνουν ότι η ζωή που ζούμε στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων είναι ανεξέλεγκτη, καθώς ποικίλοι εξωγενείς παράγοντες επηρεάζουν απρόοπτα την καθημερινότητα του Νεοέλληνα.
Αυτή η υπαρκτή πραγματικότητα σε άλλους μετατρέπεται σε μια ρεαλιστική δημοσιογραφικού τύπου αφήγηση, ενώ στους δυστοπικούς συγγραφείς παίρνει –μέσω πολλών μεσολαβήσεων– τη μορφή μυστηριακού τοπίου, με ανώνυμους συχνά αντι-ήρωες και με καφκικής σύλληψης εχθρότητα από ένα περιβάλλον που δεν είναι καθόλου ευνοϊκό. Με άλλα λόγια, τα ίδια τα γεγονότα που μας κατακλύζουν δεν μεταφέρονται στην πεζογραφία ως τέτοια, αλλά από αυτά αποστάζεται η θριλερική αίσθηση, η απειλή, η απόγνωση, η διαρκής έκθεση σε κίνδυνο, αίσθηση που τελικά μετουσιώνεται σε λογοτεχνική γραφή και επιστρέφει στον αναγνώστη μέσω αυτών των μυθιστορημάτων.
Αυτές οι δυστοπικές αφηγήσεις δείχνουν ότι η ζωή που ζούμε στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων είναι ανεξέλεγκτη, καθώς ποικίλοι εξωγενείς παράγοντες επηρεάζουν απρόοπτα την καθημερινότητα του Νεοέλληνα. Το περιβάλλον στο οποίο αυτός ζει, όπως το εκφράζει η λογοτεχνία, είναι ανασφαλές, με ποικίλους αδιόρατους κινδύνους που δεν μπορούν να προβλεφθούν, ενώ συνάμα ο παγκόσμιος χώρος γίνεται χαοτικός εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, της κραταίωσης γιγάντιων οργανισμών και της εκμηδένισης της δύναμης κάθε ατόμου ξεχωριστά. Η λογοτεχνία εκφράζει εν πολλοίς αυτήν την αδυναμία του ατόμου να προνοήσει για μια πλειάδα από κινδύνους που, αν και είναι αφανείς κατά βάση, εμφανίζονται τόσο ξαφνικά απειλητικοί και αλλοιώνουν την σε πρώτη ματιά αρυτίδωτη επιφάνεια της λίμνης.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.