
Ενώ τα πρώτα σημάδια της κρίσης αχνοφαίνονται, ο Χάρης Νικολόπουλος, ο ήρωας της Χίλντας Παπαδημητρίου, εισβάλλει στα στέκια των χίπστερς για να ανακαλύψει έναν δολοφόνο μέσα στον χαοτικό κόσμο της ανεξάρτητης ραδιοφωνίας.
Του Δημήτρη Αναστασόπουλου
Σεπτέμβριος του 2009 και η σκιά της οικονομικής κρίσης αρχίζει να πέφτει πάνω από την Αθήνα. Για όποιον μπορεί να διακρίνει πέρα από τα νέον φώτα του κέντρου, οι άστεγοι φαίνονται ήδη να έχουν πλημυρίσει τις σκοτεινές κόγχες του. Ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος όμως ενδιαφέρεται για μία συγκεκριμένη άστεγη. Μια ξεπεσμένη ηθοποιό που ανακαλύπτεται άγρια δολοφονημένη στα στενά της Ομόνοιας κάτω από την οδό Αθηνάς. Την περιοχή όπου οι παρίες της πόλης, μια μάζα που όλο και πληθαίνει, συνυπάρχει με το πολύχρωμο πλήθος που μόλις ανακάλυψε πόσο μοδάτο και ελκυστικό είναι το κέντρο της μητρόπολης.
Κάποιοι ρομαντικοί στήνουν ανεξάρτητους ραδιοφωνικούς σταθμούς που παίζουν μουσική κόντρα στις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας που μπορεί να παραπαίει αλλά ελέγχει ακόμα το παιχνίδι.
Εγκαταλελειμμένος από την Ολλανδή σύντροφο του, σε μια καταθλιπτική πόλη που μόλις συνέρχεται από την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 και ετοιμάζεται για τις μελλοντικές συγκρούσεις, ο Χάρης προσπαθεί να ξεπεράσει την μαυρίλα της μονότονης ζωής του ακολουθώντας την τελετουργική περιφορά των χίπστερς από μπαρ σε μπαρ στο παλιό κέντρο. Ένα σημείο που μεταμορφώνεται γοργά καθώς τα παλιά άχρωμα εμπορικά καταστήματα αντικαθίστανται από θορυβώδη μπαρ. Και κάπου εκεί κάποιοι ρομαντικοί στήνουν ανεξάρτητους ραδιοφωνικούς σταθμούς που παίζουν μουσική κόντρα στις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας, που μπορεί να παραπαίει αλλά ελέγχει ακόμα το παιχνίδι.
Σε αυτό το αλλόκοτο πεδίο, όπου ο αστικός «εξευγενισμός» του κέντρου διαταράσσεται από τις ξαφνικές οδομαχίες κι όπου οι αλλαγές στα μέσα ενημέρωσης γίνονται με εκβιασμούς και μπράβους της νύχτας, ο Χάρης πρέπει να βρει την άκρη του νήματος σε μια ακόμα σκοτεινή υπόθεση. Να ανακαλύψει έναν δολοφόνο, που γυρνάει στα στενά της Αθήνας με την μηχανή του, να γοητεύσει μια σαγηνευτική γυναίκα, να μάθει ότι υπάρχουν νέα συγκροτήματα -πέρα από τους Beatles- που φτιάχνουν καινούργιους ήχους και να συνειδητοποιήσει ότι η διαχείριση ενός ραδιοφωνικού σταθμού μπορεί να γίνει επικίνδυνη υπόθεση.
Στην τρίτη, γεμάτη κι αυτή με μουσική περιπέτεια του, ο Χάρης μεταμορφώνεται ακόμα περισσότερο σε σύγχρονο μπάτσο, έναν τύπο που δεν νιώθει άνετα στο πετσί ενός «δολοφόνου με στολή» αλλά κάνει με συνέπεια το καθήκον του. Κι αυτή τη φορά πρέπει να παραμερίσει την κουρτίνα της χιπστερικής ευδαιμονίας που σκεπάζει το εμπορικό κέντρο για να βρει τη σύνδεση ανάμεσα σε μια νεκρή άστεγη και τη φίμωση μιας ανεξάρτητης φωνής στα ερτζιανά.
Κάπως έτσι η Χίλντα Παπαδημητρίου καταφέρνει να βάλει τον ελαφρώς αδέξιο αλλά αποτελεσματικό τελικά Χάρη στο πάνθεο των ηρώων του ελληνικού νουάρ. Βοηθάει φυσικά και η εποχή που επιλέγει, το 2009, ως μεταίχμιο ανάμεσα στην νεανική έκρηξη του 2008 και την αμήχανη νηνεμία που ακολούθησε πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Ο Χάρης ζει σε ενδιαφέροντες καιρούς οπότε είναι αναγκασμένος να λύσει πολύπλοκες υποθέσεις. Και το κάνει ακόμα και αν δεν ξέρει τα ονόματα που φιγουράρουν στην κορυφή της σύγχρονης ροκ σκηνής.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η πόλη μύριζε μπαρούτι. Από τα βόρεια της Πανεπιστημίου -ένα όριο που σπάνια διέσχιζε ο Θύμιος- ερχόταν η μυρωδιά καμένου λάστιχου. Η αστυνομία έριχνε δακρυγόνα και ο Θύμιος δυσκολευόταν να ανασάνει. Τι συνέβαινε πάλι; Γιατί έκαιγαν μαγαζιά και αυτοκίνητα; Δεν τον ένοιαζε τόσο το γιατί, όσο η ερημιά που επικρατούσε στους συνήθως πολυσύχναστους δρόμους. Στην Ερμού δεν έβλεπες ψυχή. Τα μαγαζιά είχαν κατεβάσει ρολά από νωρίς, αυτά τα καινούργια χοντρά σιδερένια ρολά. Ούτε η Αιόλου είχε κόσμο. Πού είχαν πάει οι άνθρωποι;»