Γιατί τα αστυνομικά δεν θεωρούνται, συνήθως, σημαντικά λογοτεχνικά έργα; Σκέψεις με αφορμή μερικές πρόσφατες εκδόσεις ελληνικών αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Πασχίζει τουλάχιστον τρεις δεκαετίες τώρα· ίσως και παραπάνω. Κατάφερε να βγει από τα ημιφωτισμένα σοκάκια της παραλογοτεχνίας και να περάσει το κατώφλι της λογοτεχνίας. Αλλά ακόμα δεν κατόρθωσε να σταθεί δίπλα στην υπόλοιπη σοβαρή λογοτεχνία και να αναμετρηθεί μαζί της επί ίσοις όροις. Τι εννοώ; Ότι τα τελευταία χρόνια, ναι, επιδοκιμάζεται, κερδίζει κριτικούς επαίνους, αλώνει την αναγνωστική συνείδηση, απολαμβάνει αφιερώματα και αποσπά την προσοχή όλων, αλλά ακόμα δεν έχει καταφέρει να θεωρηθεί ισότιμο με την υπόλοιπη μυθιστορηματική παραγωγή, να διακριθεί με βραβεία και να αποκτήσει την όποια (αναγκαία) αισθητική καταξίωση. Πότε λοιπόν ένα τέτοιο κείμενο θα ξεφύγει από την ταμπέλα «καλό για αστυνομικό» και θα εκθειαστεί ως καλό λογοτέχνημα;
Η χρόνια που πέρασε παρήγε πολλά καλά αστυνομικά έργα.
Η χρόνια που πέρασε παρήγε πολλά καλά αστυνομικά έργα. Έδωσε ένα σύνολο τέτοιων κειμένων, καθένα από τα οποία δεν έμεινε στην αστυνομική πλοκή και στο μυστήριο του γρίφου της, αλλά ανέβηκε λίγο ή πολύ παραπάνω, χτυπώντας ίσως την πόρτα της λογοτεχνικότητας και ζητώντας μια κάποια πιο απτή επιβράβευση, μια αναγνώριση στα σαλόνια της ποιοτικής πεζογραφίας.
Αλλά πόσες φορές το αστυνομικό αφήγημα εντάχθηκε στους κόλπους της ποιοτικής λογοτεχνίας, πόσες φορές και ποιες κατάφερε ένα βιβλίο αυτού του είδους να θεωρηθεί από τους ειδικούς άξιο να διαγωνιστεί για ένα βραβείο και να αποσπάσει κάποια διάκριση; Ώς τώρα, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει λάβει κανένα ελληνικό βραβείο λογοτεχνίας και σπάνια το βλέπουμε στις μικρές λίστες των δύο πιο προβεβλημένων λογοτεχνικών βραβείων της Ελλάδας, αφενός των Κρατικών και αφετέρου των Βραβείων του άλλοτε έντυπου περιοδικού «διαβάζω» - νυν ψηφιακού «oanagnostis». Σε αντίθεση με το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, που κι αυτό πέρασε από το ημίφως της παραλογοτεχνίας στα φώτα της υψηλής λογοτεχνίας και διακρίθηκε (λ.χ. η Άγρια Ακρόπολη του Νίκου Μάντη, Καστανιώτης 2013), το αστυνομικό αφήγημα δεν έχει συναντήσει ανάλογη καταξίωση. Από το 1999 έως και το 2015, σε μια λίστα 170 περίπου διακριθέντων βιβλίων, μόλις μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού είναι τα αστυνομικά μυθιστορήματα, καθαρόαιμα ή υβριδικά, που εντάχθηκαν σ’ αυτές: Ο Τσε αυτοκτόνησε του Πέτρου Μάρκαρη (Γαβριηλίδης 2003), Πυθαγόρεια εγκλήματα του Τεύκρου Μιχαηλίδη (Πόλις 2006), Η συμμορία της συγκίνησης του Δημήτρη Καπετανάκη (Εστία 2007), Στάχτες του Σέργιου Γκάκα (Καστανιώτης 2008), Το ψέμα του λύκου του Γιώργου Μπράμου (Καστανιώτης 2013) και Ο ψίθυρος της Ευδοκίας της Χριστίνας Καράμπελα (Πόλις 2015).
Μολονότι κάθε χρόνο γράφονται δεκάδες αστυνομικά έργα, κατά μίμηση των αγγλοσαξονικών, των γαλλικών και των σκανδιναβικών τίτλων ή με ιθαγενή ελληνική στόφα, τα περισσότερα μένουν σε μια καλογραμμένη δομή.
Πού οφείλεται μια τέτοια αδυναμία να καταξιωθεί σε κάτι παραπάνω από τάση της εποχής, από ευχάριστο ανάγνωσμα, από ιδιαίτερο είδος με χώρο στα έντυπα και στα αφιερώματα; Πόσω μάλλον που αποτελεί πλέον είδος με κοινωνικό προβληματισμό και πολλοί σημαντικοί συγγραφείς έχουν διαπρέψει σ’ αυτό.
Μολονότι κάθε χρόνο γράφονται δεκάδες αστυνομικά έργα, κατά μίμηση των αγγλοσαξονικών, των γαλλικών και των σκανδιναβικών τίτλων ή με ιθαγενή ελληνική στόφα, τα περισσότερα μένουν σε μια καλογραμμένη δομή, που ενθρονίζει τον γρίφο σε κορυφαίο άξονα της αφήγησης, όπως οι κλασικές αστυνομικές ιστορίες, χωρίς όμως να παρατηρούνται ιδεολογικές ή μορφολογικές καινοτομίες. Ο Ουμπέρτο Έκο, μιλώντας για το πορνογραφικό έργο σε σχέση με το ερωτικό, έλεγε ότι το πρώτο υπαγορεύει έναν γρήγορο ρυθμό, μέχρι να φτάσει στην ερωτική σκηνή, ενώ το δεύτερο υποβάλλει έναν ρυθμό που δεν προσπερνά τα υπόλοιπα σημεία για να εστιάσει μόνο στην όποια αισθησιακή στιγμή. Ανάλογα, το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα που δεν μπορεί να υπερβεί τον εαυτό του οδηγείται με την ταχύτητα του σασπένς και της ψύχωσης του τέλους μέχρι την εξιχνίαση του εγκλήματος, ενώ το αστυνομικό που θέλει να δρέψει και λογοτεχνικές δάφνες δίνει την ίδια σημασία στην πορεία της έρευνας με τα υπόλοιπα σημεία της αφήγησης (ατμόσφαιρα, χαρακτήρες, αφηγηματικές τεχνικές, ιδεολογία και βαθύτερες αλήθειες, κοινωνικά μηνύματα κ.λπ.).
Το 2016, που παρήλθε πρόσφατα, έδωσε μια πλειάδα αστυνομικών αφηγημάτων που ίσως μπορούν να διαβαστούν όχι μόνο ως τέτοια αλλά και ως αισθητικά δημιουργήματα, ως καλλιτεχνήματα, και να διαγωνιστούν επί ίσοις όροις, άλλο λιγότερο κι άλλο περισσότερο, με τα υπόλοιπα δείγματα της «σοβαρής» πεζογραφίας.
Από το Στο πίσω κάθισμα (Ίκαρος) της πρωτοεμφανιζόμενης Ευτυχίας Γιαννάκη, που αναδεικνύει έντεχνα την εκδίκηση του παρελθόντος και τη μοίρα των ατόμων με ειδικές ανάγκες, μέχρι την Αφιέρωση του Αντώνη Γκόλτσου (Μεταίχμιο), που φέρνει στον ίδιο παρονομαστή την ατομική και την πολιτική ζωή σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι δολοφονιών. Πολιτικά στην ιστορική τους πλευρά είναι και Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών (Κέδρος) του Δημήτρη Μαμαλούκα, που καταπιάνεται με την τρομοκρατία και μάλιστα με τις περίφημες Ερυθρές Ταξιαρχίες της Ιταλίας τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όπως και τα Σφαιρικά κάτοπτρα, επίπεδοι φόνοι (Πόλις) του Τεύκρου Μιχαηλίδη, που στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο της δεκαετίας του ’50 ιδιωτικά κίνητρα ενώνονται με τα μαθηματικά και την Ιστορία. Στο ίδιο πλαίσιο, αλλά σε σύγχρονα, επίκαιρα πεδία κινείται το Offshore (Γαβριηλίδης) του Πέτρου Μάρκαρη με τον γνώριμο αστυνόμο Χαρίτο να δραστηριοποιείται σε ένα ουτοπικό καθεστώς οικονομικής ανόδου και κοινωνικής ευταξίας, καθώς η Ελλάδα έχει βγει από την κρίση! Ξεχωρίζω ακόμα τον Άνθρωπο στο τρένο (Καστανιώτης) του Βασίλη Δανέλλη, που δίπλα στην όποια αντικειμενική πραγματικότητα προβάλλει τις πολλαπλές υποκειμενικές αλήθειες, ένα μυθιστόρημα δηλαδή ανοικτών αναγνώσεων και φιλοσοφικών εφαρμογών, και το Ας πέσουμε (Εστία) του Δημήτρη Καπετανάκη, που αναμειγνύει μυστήριο, κοσμοπολίτικη υδραίικη ατμόσφαιρα και νεανική επαναστατικότητα σε ένα καλογραμμένο νουάρ.
Πολλά από αυτά τα έργα δημιουργούν ατμόσφαιρα, αναδεικνύουν πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, προβάλλουν την πολλαπλότητα των αληθειών και την αδυναμία να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα, αφήνουν ανοικτό το τέλος…
Πού ξεχωρίζουν όλα αυτά, ώστε ο αναγνώστης να περιμένει κάτι παραπάνω από ένα «καλό αστυνομικό»; Καταρχάς, η κοινωνική και πολιτική πλευρά μερικών εξ αυτών ερεθίζει τη σκέψη και αναζητά τα βαθύτερα αίτια της ελληνικής παθογένειας. Αυτά τα κείμενα, όπως έχει ευρέως επισημανθεί και παλιότερα, μετατρέπουν την αστυνομική αφήγηση σε κοινωνικό μυθιστόρημα με ιδεολογικά πρίσματα και ανατομικές ματιές, που δεν σταματούν στην αποκάλυψη του δολοφόνου. Παράλληλα, ο υβριδισμός τους, η ανάμειξη δηλαδή διαφορετικών ειδών, όπως είναι το ιστορικό μυθιστόρημα, η πολιτική αλληγορία, το σκακιστικό αφήγημα, η φιλοσοφική πεζογραφία, η μαθηματική λογοτεχνία, σπάει τη μονοδιάστατη αλυσίδα «πτώμα – έγκλημα – δράστης» και ανοίγει την ανάγνωση σε ποικίλες κατευθύνσεις. Τέλος, πολλά από αυτά τα έργα δημιουργούν ατμόσφαιρα, αναδεικνύουν πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, προβάλλουν την πολλαπλότητα των αληθειών και την αδυναμία να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα, αφήνουν ανοικτό το τέλος…
Με λίγα λόγια καλό αστυνομικό μπορεί να θεωρηθεί αυτό που προδίδει τον εαυτό του και παύει να θεωρεί το αίνιγμα και τον διανοητικό προβληματισμό το παν. Αυτό που προσπαθεί να είναι πρώτα αισθητικό προϊόν και μετά μυστηριώδες ανάγνωσμα, αυτό που προσπαθεί να κάνει την αστυνομική αινιγματικότητα απλώς το δέλεαρ, για να μυήσει τον αναγνώστη στον λογοτεχνικό του κόσμο.
Παρόλο που είναι δύσκολο να οριστεί τι είναι λογοτεχνικότητα και τι εννοεί κανείς ποιοτική πεζογραφία, πολλά σύγχρονα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα φωνάζουν πιο δυνατά πλέον «παρών», προσπαθώντας να καταξιωθούν όχι μόνο ως καλά μέσα στα όρια του είδους τους αλλά και ως ισάξια της υψηλής λογοτεχνίας μέλη. Τουλάχιστον προσπαθούν…
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.