Για το μυθιστόρημα του Μάριου Μιχαηλίδη Η απειλή (εκδ. Γαβριηλίδης).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Στο εμβληματικό πια τραγούδι του «The man who sold the world», ο David Bowie φαντάζεται πως συναντά πρόσωπο με πρόσωπο έναν τύπο που τον νόμιζε νεκρό εδώ και καιρό, αλλά εκείνος τον διαψεύδει. Μέχρι το τέλος του τραγουδιού, ο ήρωας δεν ξέρει αν αυτό είναι όνειρο ή πραγματικότητα. Το ίδιο νιώθει και ο αναγνώστης του σπονδυλωτού μυθιστορήματος Η απειλή (Γαβριηλίδης), του πέμπτου κατά σειρά πεζογραφικού βιβλίου του εκ Κύπρου ορμώμενου ποιητή και πεζογράφου Μάριου Μιχαηλίδη αλλά και επιλεκτικού θαμώνα της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Δύο αφηγήματα με αρκετά στοιχεία παρωδίας και μαύρου χιούμορ, σκωπτικής διάθεσης και ειρωνικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας, αλληγορίας και πολλαπλών μεταφορών και συμβολισμών.
Το νέο μυθιστόρημα του Μιχαηλίδη που αποτελείται από δύο ομόκεντρα αφηγήματα, οργανώνεται πάνω σε δύο αντίστοιχα αφηγηματικούς άξονες, έναν φαντασιακό-ποιητικό και έναν ρεαλιστικό, οι οποίοι, καθώς διαπλέκονται μεταξύ τους, συνθέτουν το αποτέλεσμα της αφηγηματικής πρωτοτυπίας. Δύο αφηγήματα με αρκετά στοιχεία παρωδίας και μαύρου χιούμορ, σκωπτικής διάθεσης και ειρωνικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας, αλληγορίας και πολλαπλών μεταφορών και συμβολισμών. Η διαρκής μετάσταση από το πραγματικό στο φαντασιακό, εμβαπτιζόμενη στις μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος (Ολοκαύτωμα Καλαβρύτων, Αντίσταση, Εμφύλιος, Δικτατορία), αποκτά προοδευτικά ένα υπόστρωμα ιστορικό και βαθιά πολιτικό. Μια αλληγορία για το χθες και το σήμερα της Ελλάδας, μια ζοφερή αποκάλυψη για το αύριο, που καλεί τον απαιτητικό αναγνώστη (που δεν βολεύεται στα κλισέ) να σταθεί και να αναστοχαστεί. Ένας μυθώδης μπορχεσιανός κόσμος, όπου η πραγματικότητα αλλοιώνεται όπως σε παραμορφωτικό καθρέφτη.
Αντιγράφω από το κατατοπιστικό οπισθόφυλλο του βιβλίου: Κοινό σημείο αναφοράς η πόλη, μια οποιαδήποτε πόλη ή χώρα, που βιώνει τον έσχατο κίνδυνο καταστροφής και αφανισμού. Στο πρώτο, η απειλή αισθητοποιείται με διαδοχικές -κατόπιν άνωθεν εντολής- επεκτάσεις ενός νεκροταφείου που φτάνει στα πρόθυρα των οικισμών, σταδιακά διεισδύει στην πόλη, αφανίζει άλση, κατατρώει κτήρια, σπίτια, αυλές. Τίποτε δε φαίνεται ικανό να ανακόψει το θάνατο που καλπάζει και νεκρώνει τα πάντα. Στο δεύτερο αφήγημα, κυριολεκτικά υποχθόνιες δυνάμεις απεργάζονται τα χείριστα για μια νέα πόλη που έχει σχεδιαστεί με τολμηρές πολεοδομικές επινοήσεις και βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης. Η κοινωνία των «πάνω» δείχνει αδύναμη να αντέξει και να αντισταθεί στις απειλές και τις σατανικές συλλήψεις των «κάτω». Μέχρι που με επιτήδειους χειρισμούς το κατορθώνει. Όμως η ημέρα των εγκαινίων της πόλης επιφυλάσσει πολλά.
Πρωταγωνιστής η «πόλη»
Η «πόλη» του Μιχαηλίδη συνιστά ένα συνεκδοχικό σκηνικό, καθώς χρησιμοποιείται ως «μικρόκοσμος», ένας φανταστικός μερικός κόσμος, που παρουσιάζει σε συμπυκνωμένη μορφή τις σχέσεις που ο συγγραφέας επιδιώκει να δείξει πως υφίστανται στον πολύπλοκο μηχανισμό του μακρόκοσμου.
Ουσιαστικά, ο μεγάλος πρωταγωνιστής είναι η «πόλη», όχι φυσικά με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης. Μια οποιαδήποτε πόλη/χώρα που δέχεται πολλαπλής προέλευσης απειλές, άνωθεν και κάτωθεν. Γιατί το αξιοπερίεργο είναι πως οι «πάνω» συγχρωτίζονται διαρκώς με τους «κάτω» (τις υποχθόνιες δυνάμεις), αλλά και οι «κάτω» παρεμβαίνουν και καθορίζουν συνωμοτικά τις εξελίξεις. Η «πόλη» του Μιχαηλίδη συνιστά ένα συνεκδοχικό σκηνικό, καθώς χρησιμοποιείται ως «μικρόκοσμος», ένας φανταστικός μερικός κόσμος, που παρουσιάζει σε συμπυκνωμένη μορφή τις σχέσεις που ο συγγραφέας επιδιώκει να δείξει πως υφίστανται στον πολύπλοκο μηχανισμό του μακρόκοσμου (της ελληνικής αλλά και παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας), όταν κακοφορμίζουν τα σπλάχνα της γης. Ένας γοητευτικός μυθοπλαστικός μικρόκοσμος που καλεί τον αναγνώστη να τον κατακτήσει με τα δικά του διανοητικά εφόδια. Εδώ, ο Μιχαηλίδης αναδεικνύεται σε πραγματικό μάστορα μιας ευφάνταστης αλλά και εκπλήσσουσας περιγραφής με όλων των ειδών τις εικόνες: Τη δυσοσμία την απελευθέρωναν το κατεστραμμένο αποχετευτικό σύστημα και οι υπόνομοι, που εντωμεταξύ πλημμύριζαν, αδυνατώντας να συγκρατήσουν τα κάθε λογής λύματα. Ήδη ένα υποκίτρινο υγρό άρχισε να αναβλύζει από τις σχισμές των δρόμων… (σ. 111).
Και στα δύο αφηγήματα κυρίαρχο πρόσωπο είναι ο Γεράσιμος Γιαννίδης· στο πρώτο, με την ιδιότητα του Νομάρχη, και στο δεύτερο, με την ιδιότητα του φιλολόγου-πολεοδόμου που οραματίζεται να κατασκευάσει τη «Νέα Δρέσδη». Ένας άνθρωπος με αγωνιστικό παρελθόν, ποιητικές ανατάσεις και οράματα γίνεται εξάρτημα του συστήματος διαχείρισης των λυμάτων, χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιεί, αναλαμβάνοντας θέση ευθύνης στην Εταιρεία του Ελληνοαμερικανού Πολ Μελίδη («the man who sold the world», ο επιτήδειος μάνατζερ με τις ζηλευτές ιδέες και τις ασύλληπτες για τον κοινό νου ικανότητες), αφού πρώτα τερμάτισε τη θητεία του ως Νομάρχης-εντολοδόχος αλλά και εκτελεστής της άνωθεν εντολής για επέκταση του νεκροταφείου εντός του πολεοδομικού ιστού της πόλεως. Ο Γιαννίδης μετατρέπεται έτσι σε διαχειριστή του νέου συστήματος των επιχειρηματικών συμφερόντων ανθρώπων «τίμιων» που δεν αποποιήθηκαν ποτέ ότι είναι βουτηγμένοι στα λύματα. «Το θέμα με τα συστήματα είναι μέχρι να σε φέρουν με τα νερά τους.» (σ. 118)
«Απαστράπτον λεκτικό ποιητικής χροιάς»
Είμαι σίγουρος πως τα αλληγορικά αυτά αφηγήματα της δυστοπίας θα συζητηθούν όπως τους αξίζει αυτή τη χρονιά, εφόσον τα συνέχει ανήσυχος κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός μαζί με το επινοητικό τους βλέμμα, την αφηγηματική άνεση και την εντελή σκηνοθεσία τους.
Για την πληθωρική γλώσσα του γλωσσοκεντρικού συγγραφέα Μάριου Μιχαηλίδη έχει μιλήσει παλαιότερα η Μάρη Θεοδοσοπούλου στην παρουσίαση του μυθιστορήματος Τα κρόταλα του χρόνου (Μεταίχμιο, 2010): «…με απαστράπτον λεκτικό ποιητικής χροιάς, στο οποίο αφθονούν τα κοσμητικά επίθετα και οι υποβλητικές εικόνες», καθώς και ο Νικήτας Παρίσης για το μυθιστόρημα Ο Ανακριτής (Γαβριηλίδης, 2012): «Η λογοτεχνία είναι, κυρίως, ποιότητα γλώσσας. Στις μέρες μας, όμως, η γλώσσα της λογοτεχνίας έχει εκπέσει, συχνά ευτελίζεται και όχι σπάνια εκχυδαΐζεται. Όμως, στον Μάριο Μιχαηλίδη ο λόγος της αφήγησης συνιστά πράξη και γεγονός υψηλού γλωσσικού ήθους και γλωσσικής αρτιότητας. Μοιάζει να λειτουργεί ως ανάχωμα και ως πράξη αντίστασης στην ευτέλεια της λογοτεχνικής γραφής». Στο ανά χείρας μυθιστόρημα αυτές οι σπάνιες γλωσσικές αρετές φαίνεται να φθάνουν στο απόγειό τους, από τη στιγμή που ο Μιχαηλίδης δεν διστάζει να ανασύρει –με επιτυχία– λέξεις από το βαθύ πηγάδι της γλώσσας μας, καθώς και να μας επιφυλάσσει στιγμές σπάνιας λυρικής γραφής: Το νεκροταφείο, αργά, πολύ αργά, σαν χειρουργικό πριόνι στα χέρια μιας αχόρταγης ηδονής, που κάπως ξέρει πότε πρέπει να απομακρύνεται από τον κορεσμό, εξακολουθεί να ροκανίζει τα πάντα: να γκρεμίζει μαντρότοιχους, να συνθλίβει περίβολους εκκλησιών, να θρυμματίζει κρήνες, να καταστρέφει ευαγή ιδρύματα… (σ. 104).
«Η απειλή» εκδόθηκε τον Νοέμβριο της προηγούμενης δίσεκτης χρονιάς. Είμαι σίγουρος πως τα αλληγορικά αυτά αφηγήματα της δυστοπίας θα συζητηθούν όπως τους αξίζει αυτή τη χρονιά, εφόσον τα συνέχει ανήσυχος κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός μαζί με το επινοητικό τους βλέμμα, την αφηγηματική άνεση και την εντελή σκηνοθεσία τους. Υπάρχει, λοιπόν, ελπίδα στον ζοφερό κόσμο μας όπου η πολιτική έχει εξαφανιστεί στα λύματα των απρόσωπου μηχανισμού της Αγοράς; Ας αφουγκραστούμε τον αφηγητή της Απειλής: Η εικαστική και η εν γένει παιδεία συντηρεί, εν σπέρματι, την ελπίδα ότι το τοπίο στο μέλλον θα πάψει να είναι άνυδρο. (σ. 183)
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όλοι άκουγαν. Ανέκφραστοι. Σιωπηλοί. Ένιωθαν πως μια μοίρα σκληρή τους ακολουθούσε παντού, κι αυτοί, ακόμα και μέσα στα έσχατα περιττώματα, ήταν αδύναμοι, άλαλοι και μοιραίοι. Τους έρχονταν στο μυαλό τα ίδια πρόσωπα: πολιτικοί, διευθυντές τραπεζών, επιχειρηματίες, συνδικαλιστές, αλλά και ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, πανομοιοτύπως ακκιζόμενες νεαρές, κι ακόμα, ιερωμένοι με εκκοσμικευμένη επιτήδευση φορώντας πολύτιμα πετράδια και κρατώντας ωραία σκαλισμένα μπαστούνια. Ένας τωόντι θλιβερός θίασος με τα συνήθη περιρρέοντα τρωκτικά». (σ. 118/9)
Η απειλή
Μάριος Μιχαηλίδης
Εκδ. Γαβριηλίδης 2016
Σελ. 208, τιμή εκδότη €12,70